02 Αυγούστου 2011

ΑΠΕταξάμην τη δημοσιογραφία

του Βασίλη Ξυδιά
Δημοσιεύτηκε στο Αντίφωνο, 31 Ιουλίου 2011

Ξεφυλλίζοντας την τρέχουσα δημοσιογραφική επικαιρότητα δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω μερικούς θλιβερούς συνειρμούς που έκρινα σκόπιμο να μοιραστώ δημόσια: σκέψεις που συνδέουν την υπό εξέλιξη κατάρρευση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης με δικές μου άτυχες επαγγελματικές εμπειρίες. Έτσι, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί πόσο βαθύ και πολυπλόκαμο είναι το κοινό ρίζωμα, σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο, της κρίσης που ζούμε.

Θλίβομαι π.χ. διαπιστώνοντας ότι για τη γειτονική Τουρκία ... από Εγγλέζο κι Ισπανό θα μάθεις την αλήθεια. Διότι δίνοντας την είδηση της παραίτησης των Τούρκων στρατηγών, το Ρώυτερς και η Ελ Παΐς εξηγούσαν ήδη από προχθές πως δεν είναι ένα ακόμα περιστασιακό στιγμιότυπο στην αντιπαράθεση που συγκλονίζει τα τελευταία χρόνια την Τουρκία, αλλά πως κατ’ ουσίαν σημαίνουν οριστική νίκη του Ερντογάν επί της στρατιωτικής ηγεσίας. Πως φτάνουμε σε τέλος εποχής για τον τουρκικό στρατό ως θεματοφύλακα της κεμαλικής κληρονομιάς. Την ίδια ώρα τα ελληνικά μέσα πληροφορούσαν τους αναγνώστες τους με τη συνήθη κενολογία, πως «οι παραιτήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά και μέχρι στιγμής δεν έχουν διευκρινιστεί οι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτή την κίνηση» (Ελευθεροτυπία). Ή πως «το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης-στρατού στην Τουρκία παραμένει αγεφύρωτο» (Τα Νέα). Ουδέν πρόβλημα, θα μου πείτε, διότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσαν το κοινό τους για τις αγγλοϊσπανικές εκτιμήσεις ένα μόλις εικοσιτετράωρο μετά. Σιγά την καθυστέρηση!

Αλλά αναρωτιέμαι: Δεν θα έπρεπε οι Έλληνες δημοσιογράφοι και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον τί ακριβώς συμβαίνει – για να μην πω και τί πρόκειται να συμβεί – στη γειτονική χώρα (που και δίπλα μας είναι, και ανοιχτούς λογαριασμούς έχουμε μ’ αυτήν, και την κουλτούρα για να την κατανοήσουμε καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο); Αφελής ερώτηση!

Άλλο θέμα, άσχετο! Διαβάζω τις δηλώσεις του Λαρς Φον Τρίερ για τον Μπρέιβικ. Για το πώς ο Νορβηγός σφαγέας θαύμαζε το Ντόγκβιλ και πώς κατά τον Τρίερ βασική ευθύνη στο έγκλημα έχει το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (DVP) ως διασπορέας της ισλαμοφοβίας στις σκανδιναβικές χώρες. Προσπαθώ να διασταυρώσω τι ακριβώς είπε ο Τρίερ. Και τί βλέπω; Πως όλες οι ελληνικές εφημερίδες μεταφέρουν την είδηση με τα ίδια ακριβώς λόγια. Την έχουν αναπαραγάγει από ένα δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ (Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων) με μικρές μόνο παραλλαγές – σαν αυτές που κάνουν οι μαθητές όταν αντιγράφουν ο ένας από τον άλλο. Κι άλλοι είχαν τη στοιχειώδη εντιμότητα να δηλώσουν την πηγή τους, άλλοι απλώς την αποσιώπησαν.

Δεν πρόκειται για την εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι διεθνείς ειδήσεις περνούν στον ελληνικό τύπο με τρόπο πανομοιότυπο. Ως αντίγραφα των απλουστευτικών συντμήσεων-μεταφράσεων που κάνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνθέτοντας κατά την κρίση των δικών του προφανώς στελεχών την ειδησεογραφία των διεθνών πρακτορείων. Είναι ένας τρόπος ώστε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να έχουν φτηνή ή και τζάμπα διεθνή ειδησεογραφία (πληρωμένη από τους φορολογούμενους πολίτες που επιχορηγούν το ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έτσι, οι εκδότες γλυτώνουν από ένα άχρηστο, όπως προφανώς το αντιλαμβάνονται, παραπανήσιο έξοδο: να διατηρούν ένα επιτελείο από έμπειρους δημοσιογράφους, που να παρακολουθούν τα γεγονότα και να είναι ικανοί να αξιολογούν τα τηλεγραφήματα των διεθνών πρακτορείων, συνθέτοντας αυτοί, με το δικό τους προσωπικό ύφος την είδηση. Σωστά! Τί θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο; Αφού ο πραγματικός σκοπός των ελληνικών μέσων δεν είναι να ενημερώνουν για ό,τι συμβαίνει γενικώς και αορίστως στην υφήλιο (που δεν μας πέφτει λόγος), αλλά να υποβάλλουν στο κοινό τους την εκάστοτε πρέπουσα εντύπωση-γνώμη για τα εγχώρια εδώ κρίσιμα ζητήματα. Αυτά στα οποία διακυβεύονται τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

Κι εν μέσω καλοκαιρινής ζέστης ο συλλογισμός μου ξέφυγε στο δικό μου μακρινό παρελθόν, κάπου μεταξύ 1985-86, όταν ως στέλεχος της νεοσύστατης τότε Διεύθυνσης Νέων Τεχνολογιών του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων είχα εμπλακεί στο φιλόδοξο σχέδιο να εισαγάγουμε το ΑΠΕ στον κόσμο της ψηφιακής δημοσιογραφίας. Βεβαίως, το ΑΠΕ ήδη από εκείνα τα χρόνια αντανακλούσε όλες τις παθογένειες του ελληνικού τύπου και της προβληματικής διαπλοκής του με την κρατική εξουσία. Προβλήματα που ανάγονταν στη χούντα, και που η δημοκρατία, αντί να τα εξαλείψει, τα επέτεινε. Το ΑΠΕ τροφοδοτούσε – καληώρα όπως με τον Τρίερ – τον αθηναϊκό και επαρχιακό τύπο τύπο με έτοιμο υλικό. Παρείχε έτοιμες τις διεθνείς ειδήσεις, μεταφράζοντας και συνθέτοντας τα τηλεγραφήματα των διεθνών πρακτορείων, ενώ ειδικά στον επαρχιακό τύπο έδινε έτοιμα δημοσιεύματα εσωτερικού ενδιαφέροντος. Όλα αυτά έναντι μικρής οικονομικής συνδρομής, που πολλοί εκδότες δεν έμπαιναν καν στον κόπο να την καταβάλουν. Ξεκάθαρη σχέση θεσμοποιημένης διαπλοκής, όπου η μεν κυβέρνηση εξασφάλιζε την προπαγάνδα της, όταν χρειαζόταν, ενώ τα μέσα ενημέρωσης εξασφάλιζαν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν δημοσιογραφικό υλικό για θέματα που κατ’ ουσίαν τούς ήταν αδιάφορα. (Υπάρχει βέβαια κι ένας ακόμα ρόλος του ΑΠΕ, που δεν έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, αλλά τον αναφέρω, έτσι για την πληρότητα του πράγματος: Να πληρώνει αργομισθίες σε προβεβλημένους δημοσιογράφους, προτιμώντας ιδιαίτερα τους προσκείμενους στο αντίπαλο απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση κόμμα).

Ήταν φανερό από τότε πως η εγγενής αυτή διαπλοκή κράτους και ΜΜΕ, που καθόριζε τόσο την πελατεία όσο και τις υπηρεσίες του ΑΠΕ, το οδηγούσε σε οικονομικό αδιέξοδο· σε διαρκή διόγκωση των εξόδων και συρρίκνωση των εσόδων. Κι ήταν, για μένα τουλάχιστον, εξ ίσου φανερό πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός όχι μόνο δεν θα διόρθωνε τίποτε, αλλ’ αντίθετα, θα επέτεινε το πρόβλημα, καθώς θα ενέπλεκε το ΑΠΕ σ’ ένα φαύλο κύκλο τεχνολογικών επενδύσεων και παραγωγής νέων ψηφιακών υπηρεσιών που θα απευθύνονταν στην ίδια προβληματική «πελατεία» με τους ίδιους προβληματικούς όρους. Βλέπετε, νέος τότε και άπειρος ακόμα, δεν είχα καταλάβει αυτό που τώρα πλέον γνωρίζω καλά: πως όταν στην Ελλάδα μιλάμε για εκσυγχρονισμό, και ιδιαίτερα για τεχνολογικό, το κάνουμε για να καλύψουμε και να συντηρήσουμε τα προβλήματα και όχι για να τα λύσουμε. Πως είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση αυτού που οι ψυχολόγοι λένε «φυγή προς τα μπρος» (μια φράση που οι Έλληνες πολιτικοί χρησιμοποιούν πολύ συχνά νομίζοντας ότι αναφέρονται σε κάτι καλό, χωρίς να έχουν συνείδηση πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος στρουθοκαμηλισμού, για μια μορφή φαντασιακής εξάλειψης των δυσκολιών και όχι για την πραγματική υπέρβασή τους).

Αντέδρασα λοιπόν στη μονομερώς «τεχνική» αντίληψη του εκσυγχρονισμού, αντιπαραθέτοντας σ’ αυτή μια άλλη επιχειρησιακή προσέγγιση (βασισμένη στο δόγμα πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός ενός οργανισμού σαν το ΑΠΕ έχει νόημα μόνο στο βαθμό που αποτελεί μέρος ενός γενικότερου επιχειρησιακού σχεδίου).

Μόλις και μετά βίας έκλεισα ένα χρόνο στο ΑΠΕ. Άφησα πίσω μου μια μελέτη – έτσι για την τιμή των όπλων – που έδειχνε ποια θα μπορούσε να είναι υπό άλλες συνθήκες η μοίρα του εθνικού ειδησεογραφικού οργανισμού της Ελλάδας αν υιοθετούσε μια εξωστρεφή και όχι εσωστρεφή επιχειρησιακή στρατηγική: (α) να απευθυνθεί στη διεθνή αγορά παρέχοντας στον κόσμο μια εναλλακτική δημοσιογραφική ματιά για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, ανεξάρτητη από τα μεγάλα πρακτορεία, και (β) να λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ του ελληνικού επαρχιακού και του ομογενειακού τύπου, ενισχύοντας τη ροή υλικού, κυρίως από τον πρώτο προς τον δεύτερο (εικόνες και ειδήσεις από την πατρίδα). Δεν είναι για μας αυτά τα πράγματα, προσπάθησε να μου εξηγήσει ο τότε διευθυντής του ΑΠΕ, ενώ μού ανακοίνωνε θλιμμένος (έχω την εντύπωση) την απόλυσή μου.

Κάτι ήξερε ο άνθρωπος περισσότερο από μένα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά οι ελληνικές εφημερίδες συνεχίζουν να κοιτάνε «δυτικά» για να καταλάβουν τί συμβαίνει στα ανατολικά τους και οι διεθνείς τους ειδήσεις εξακολουθούν να είναι κόπυ-πέηστ από το ΑΠΕ-ΜΠΕ που παραμένει στο ρόλο του κοινόχρηστου ειδησεογραφικού μεταφραστή. Σύντροφοι όλοι στην εθνική φτώχεια ... Φτωχοί ήδη από τότε που έρρεε το χρήμα στο δημόσιο ταμείο.

ΥΓ. Δεν ξέρω πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά. Μάλλον σαν προσπάθεια επιστροφής στις προσωπικές ρίζες της εθνικής κρίσης. Εκεί που τα σημερινά συμπτώματα ανασύρουν στην επιφάνεια τα ίχνη που ο καθένας άφησε, είτε πετυχαίνοντας είτε αποτυχαίνοντας σ’ αυτό που ήταν, σ’ αυτό που προσπάθησε. Κι αν υπάρχει τελικά ένα κριτήριο ηθικής αποτίμησης της προσωπικής συμβολής στην κοινή αποτυχία, αυτό ίσως δεν είναι άλλο από την ελαφρότητα της διήγησης.

tvxs.gr