03 Αυγούστου 2011

«Αλβανοί της Αυστραλίας» οι ελλαδίτες επισκέπτες

Του ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ο χαρακτηρισμός «Αλβανοί της Αυστραλίας» δεν είναι δικός μου. Ανήκει σε νεοαφιχθέντα αδελφό από την Ελλάδα, που σε συζήτησή μας που είπε με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού, ότι αισθάνεται σαν «Αλβανός της Αυστραλίας».

Ο συνομιλητής μου, που για λόγους ευνόητους παραμένει ανώνυμος, «αυτοεξορίστηκε», όπως μου είπε με εξ ίσου μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού, από την πενόμενη Ελλάδα διότι «δεν βλέπει μέλλον».

Είναι ένας από το σχετικά μεγάλο αριθμό Ελλήνων νεαρής ηλικίας, κυρίως, που μόλις ξέσπασε η κρίση πήραν τη βαλίτσα τους και αναχώρησαν με το πρώτο αεροπλάνο για την Αυστραλία.

Είναι ένας από τους Έλληνες νέους που αποφάσισαν «να δραπετεύσουν» από την παρακμάζουσα οικονομικά, πολιτικά και ηθικά Ελλάδα, βέβαιοι, ότι «καμία χώρα, δεν μπορεί να είναι χειρότερη από την Ελλάδα» τουλάχιστον στην παρούσα φάση.

Είναι ένας από τους Έλληνες που εξασφάλισαν τουριστική βίζα από τις αυστραλιανές Αρχές και έβαλαν στην κορυφή της βαλίτσας του την ελπίδα ότι Θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν άδεια μόνιμης παραμονής στην Αυστραλία» όταν θα πατήσουν πόδι στην μακρινή ήπειρο.

Ο συνομιλητής μου εξηγεί, ότι δεν είναι ο μοναδικός που ήλθε στη Μελβούρνη με τουριστική βίζα. «Είμαστε πολλοί» μου λέει, με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει απογράψει τους ομοίους του. «Είμαστε πολλοί, στην πλειοψηφία μας 30ηδες ή 35ηδες και μπήκαμε στην Αυστραλία με τις ίδιες προϋποθέσεις» προσθέτει.
Ναι, είναι νέοι άνθρωποι, γεμάτοι ζωή, δημιουργικότητα, διάθεση για δουλειά που οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο στον αντίποδα της γης. Είναι, εξυπακούεται, άνθρωποι με ανάγκες προσωπικές και οικογενειακές, που τους υποχρεώνουν να εργαστούν – κατά παράβαση των όρων έκδοσης της άδειας εισόδου τους στην Αυστραλία.

Και εδώ κείται το πρόβλημα. Για να επιβιώσουν –και κάποιοι για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που άφησαν πίσω– δέχονται να δουλέψουν οπουδήποτε και με οποιαδήποτε αμοιβή. «Από το ολότελα, καλά είναι και τα λίγα που μας πληρώνουν» λέει ο συνομιλητής μου, επιβεβαιώνοντας την άποψη, ότι «οι ζητιάνοι δεν «έχουν επιλογή».

Δουλεύουν λοιπόν «οι φυγάδες» με χαμηλές αμοιβές, εξαντλητικά ωράρια, χωρίς ασφάλεια εργασίας, χωρίς κάλυψη από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, χωρίς εφάπαξ, χωρίς κανένα από τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Γιατί; Ερωτώ το συνομιλητή μου. «Διότι μας φοβίζει το ενδεχόμενο να μείνουμε χωρίς δουλειά. Διότι αισθανόμαστε, όπως αισθάνονταν και εξακολουθούν να αισθάνονται οι άμοιροι Αλβανοί και οι άλλοι αλλοδαποί, που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και εργάζονται παράνομα» μου απαντά.
Ο ευφυής συνομιλητής μου διαβάζει στο πρόσωπό μου την αμφιβολία γι’ αυτά που μου λέει και αρχίζει να κατονομάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις ελλαδιτών που απασχολούνται με μειωμένη αμοιβή και συνθήκες παντελώς ξένες προς την εργασιακή νομοθεσία της Αυστραλίας, ορισμένοι εξ αυτών και από ελληνικές επιχειρήσεις της Μελβούρνης.

Τον διακόπτω λέγοντάς του, ότι δεν είμαι το Υπουργείο Εργασίας, η εφορία, ή του υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, άρα δεν με ενδιαφέρει ποιος εργάζεται που και με ποιους όρους και συνθήκες εργασίας απασχολείται.
Του επισημαίνω, ότι η Αυστραλία δεν είναι ξέφραγο αμπέλι είναι οργανωμένο κράτος με μέσα και μηχανισμούς ανίχνευσης των παραβατών των νόμων της χώρας. Επειδή, δε, στην Αυστραλία ο νόμος λειτουργεί –σε αντίθεση με την Ελλάδα– «Οι Αλβανοί» και οι εργοδότες σας διατρέχεται κίνδυνο ανίχνευσης και παραδειγματικής τιμωρίας.

Με κοιτάζει με ένα χαμόγελο αμηχανίας και βάζει τέλος στη συζήτησή μας με το ελληνικότατο « ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, έτσι όπως μας κατάντησαν».

http://neoskosmos.com/news/el/node/15778