Συμπληρώνοντας ήδη μια εικοσαετία από τότε που το τελευταίο κύμα παλιννοστούντων Ποντίων έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής και εγκατάστασης στην Ελλάδα, ο απολογισμός μας οδηγεί σε απογοητευτικά συμπεράσματα. Αυτό το ζωντανό και δημιουργικό κομμάτι του ελληνισμού δεν κατέστη δυνατό με ευθύνη της πολιτείας να ενταχθεί στην κοινωνία με τρόπο που θα επέτρεπε και στο ίδιο να προκόψει και να προσδώσει τη ζωτικότητά του. Αντιθέτως, ακόμη και σήμερα, χιλιάδες συμπατριώτες μας διαβιούν στη χώρα κάτω από τον κοινωνικό στιγματισμό που τους προσδίδει ο απαξιωτικός προσδιορισμός του Ρωσοπόντιου.
Η οδύσσεια του ποντιακού ελληνισμού είναι λίγο-πολύ γνωστή. Διώξεις, εκτελέσεις, τάγματα εργασίας –τα περιβόητα αμελε ταμπουρού- πορείες θανάτου. Μια γενοκτονία με 353.000 θύματα.
Ξεριζωμένοι οι επιζώντες Πόντιοι από τις πατρογονικές τους εστίες -την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα, την Αργυρούπολη- αναζήτησαν καταφύγιο άλλοι στην Ελλάδα και άλλοι στη ορθόδοξη Ρωσία.
Γι’ αυτούς τους τελευταίους, πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα δάκρυα για τις χαμένες πατρίδες, ήλθαν νέες δοκιμασίες με τις σταλινικές διώξεις. Νέος ξεριζωμός. Αυτή τη φορά ακόμη μακρύτερα, στις στέπες της Κεντρικής Ασίας και στη Σιβηρία.
Αυτός, όμως, ο φιλόπονος και καρτερικός λαός, άντεξε. Κράτησε ακλόνητη την ελληνική του συνείδησή, ζωντανά τα ήθη και τα έθιμά του.
Και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν επετράπη η ελευθερία της μετακίνησης, χιλιάδες συμπατριωτών μας Ποντίων παλιννόστησαν στην Ελλάδα. Στην πλειονότητά τους φτωχοί άνθρωποι, αλλά με σημαντικές ικανότητες, γνώσεις και προσόντα. Έφθασαν με την λαχτάρα να ζήσουν και να δημιουργήσουν στη πατρίδα, την οποία η πολύχρονη εξορία είχε εξιδανικεύσει στη φαντασία τους.
Ποια ήταν όμως, η στάση της Ελληνικής Πολιτείας απέναντι σε αυτούς τους τραντέλληνες (τους τριάντα φορές Έλληνες);
Δυστυχώς, η ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν ανέφελη. Καταφέραμε να νοιώθουν οι παλιννοστούντες Πόντιοι ξένοι. «Στα ξένα ήμουν Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος», όπως τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Το κράτος φάνηκε αδύναμο να οργανώσει την εγκατάσταση των παλιννοστούντων σε ευαίσθητες περιοχές της χώρας, ώστε να τις τονώσουν με νέο αίμα. Η Ρωμανία, μια νέα πόλη, που θα κατοικείτο από παλιννοστούντες και θα αναζωογονούσε τη Θράκη, έμεινε στα χαρτιά. Λειτουργήσαμε απλά με όρους διαχείρισης με έλλειμμα οράματος και χωρίς εθνική στρατηγική.
Σήμερα, οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες. Η δημοσιονομική στενότητα δεν μας επιτρέπει να προωθήσουμε προγράμματα ενίσχυσης ευπαθών κατηγοριών. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ως πολιτεία δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτε, να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά, αφήνοντας την κατάσταση στον αυτόματο πιλότο. Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων. Ας παραδειγματιστούμε από τους πρόσφυγες του ’22, οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια και σε αντίξοες συνθήκες έγιναν η κινητήριος δύναμη προόδου και προκοπής.
Ξεριζωμένοι οι επιζώντες Πόντιοι από τις πατρογονικές τους εστίες -την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα, την Αργυρούπολη- αναζήτησαν καταφύγιο άλλοι στην Ελλάδα και άλλοι στη ορθόδοξη Ρωσία.
Γι’ αυτούς τους τελευταίους, πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα δάκρυα για τις χαμένες πατρίδες, ήλθαν νέες δοκιμασίες με τις σταλινικές διώξεις. Νέος ξεριζωμός. Αυτή τη φορά ακόμη μακρύτερα, στις στέπες της Κεντρικής Ασίας και στη Σιβηρία.
Αυτός, όμως, ο φιλόπονος και καρτερικός λαός, άντεξε. Κράτησε ακλόνητη την ελληνική του συνείδησή, ζωντανά τα ήθη και τα έθιμά του.
Και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν επετράπη η ελευθερία της μετακίνησης, χιλιάδες συμπατριωτών μας Ποντίων παλιννόστησαν στην Ελλάδα. Στην πλειονότητά τους φτωχοί άνθρωποι, αλλά με σημαντικές ικανότητες, γνώσεις και προσόντα. Έφθασαν με την λαχτάρα να ζήσουν και να δημιουργήσουν στη πατρίδα, την οποία η πολύχρονη εξορία είχε εξιδανικεύσει στη φαντασία τους.
Ποια ήταν όμως, η στάση της Ελληνικής Πολιτείας απέναντι σε αυτούς τους τραντέλληνες (τους τριάντα φορές Έλληνες);
Δυστυχώς, η ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν ανέφελη. Καταφέραμε να νοιώθουν οι παλιννοστούντες Πόντιοι ξένοι. «Στα ξένα ήμουν Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος», όπως τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Το κράτος φάνηκε αδύναμο να οργανώσει την εγκατάσταση των παλιννοστούντων σε ευαίσθητες περιοχές της χώρας, ώστε να τις τονώσουν με νέο αίμα. Η Ρωμανία, μια νέα πόλη, που θα κατοικείτο από παλιννοστούντες και θα αναζωογονούσε τη Θράκη, έμεινε στα χαρτιά. Λειτουργήσαμε απλά με όρους διαχείρισης με έλλειμμα οράματος και χωρίς εθνική στρατηγική.
Σήμερα, οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες. Η δημοσιονομική στενότητα δεν μας επιτρέπει να προωθήσουμε προγράμματα ενίσχυσης ευπαθών κατηγοριών. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ως πολιτεία δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτε, να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά, αφήνοντας την κατάσταση στον αυτόματο πιλότο. Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων. Ας παραδειγματιστούμε από τους πρόσφυγες του ’22, οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια και σε αντίξοες συνθήκες έγιναν η κινητήριος δύναμη προόδου και προκοπής.