Τον Γεώργιο Προκοπίου τον γνώρισα στη χρυσή μας εποχή. Ήρθαν τα μαύρα χρόνια. Η φυλή βρέθηκε στο χάος. Και ξανανταμωθήκαμε με τον Προκοπίου στο πεδίο της μάχης της Κοβαλίτσας. Σφίξαμε το χέρι και τραβηχτήκαμε σε μια γωνιά και κλάψαμε, παρακολουθώντας τις Ελληνικές Μεραρχίες να παίρνουν πίσω το δρόμο προς την Προύσα. Κι' ύστερα τον έχασα.
Στις πολεμικές επιχειρήσεις τις άλλες, μας χώρισεν η απόστασι. Από το Βόρειο Συγκρότημα εγώ, μάθαινα πως ο Προκοπίου με τις μηχανές του και το πινέλο τον ακολουθούσε το σύνταγμα του Πλαστήρα. Τι έκαμνεν εκεί; Να τι μου έγραφεν ο Πλαστήρας σ' ένα γράμμα του από το Αγιάζ Ιν, στις 18 Δεκεμβρίου 1921: "Ο Προκοπίου ακολούθησε κατά τας επιχειρήσεις του Ιουλίου το σύνταγμά μου με τη μηχανή του κι' επήρε πολύ θαυμάσια επεισόδια εκ του φυσικού. Να τον έβλεπες πως έκανε σα μικρό παιδί μέσα στην ακμή της μάχης όταν έπαιρνε κάτι επιτυχημένο. Εν τη καλλιτεχνική του μέθη έχανε εξ ολοκλήρου την ιδέαν του κινδύνου".
Και μονάχα τα λόγια αυτά γραμμένα από τον Πλαστήρα φτάνουν να φανερώσουν τον Προκοπίου και το Έργο του, Ήρθεν η συμφορά. Η μεγάλη συμφορά. Ο Αύγουστος του 1922. Ο κόσμος έφευγεν από τη Σμύρνην, μα ο Προκοπίου δεν έφυγε γιατί απεφάσισε ή να φύγη μ' όλα τα Ιερά του, ή να μείνη κοντά τους να πεθάνη, γιατί αυτά ήταν κι' η ζωή του. Κι' ο νους μου συχνά έτρεψε στο Ιωνικό ακρογιάλι και συχνά φαντάζονταν τον καλλιτέχνη χαροπαλεύοντα να σώση το έργο του, ή να πεθάνει μαζί του. Ένα πρωί ο Προκοπίου ήρθε στην Αθήνα με τα Ιερά του όλα. Με τους εβδομήντα πίνακάς του, με τ' ατέλειωτα κλισέ του. Ο Προκοπίου δεν έχασε καιρό μόλις έφτασε. Πήρε μια σάλα του Πολυτεχνείου και την έκαμεν Εκκλησιά της Τέχνης. Στην Εκκλησιάν αυτή, αντάμωσα και τον Αρχηγό Πλαστήρα. Κι' είδα θολά τα μάτια του Αρχηγού. Κι' είδα στη μορφή του μια παράξενη λάμψη, την ώρα που βυθίστηκαν τα μάτια του στον πίνακα των "Χειροβομβιστών", που λες και κράζουν "εμείς δε νικηθήκαμε", σαν μπάτσο στους μικρούς και ταπεινούς που τόσο προσπάθησαν να συκοφαντήσουν τον Ελληνικό στρατό.
Και μονάχα τα λόγια αυτά γραμμένα από τον Πλαστήρα φτάνουν να φανερώσουν τον Προκοπίου και το Έργο του, Ήρθεν η συμφορά. Η μεγάλη συμφορά. Ο Αύγουστος του 1922. Ο κόσμος έφευγεν από τη Σμύρνην, μα ο Προκοπίου δεν έφυγε γιατί απεφάσισε ή να φύγη μ' όλα τα Ιερά του, ή να μείνη κοντά τους να πεθάνη, γιατί αυτά ήταν κι' η ζωή του. Κι' ο νους μου συχνά έτρεψε στο Ιωνικό ακρογιάλι και συχνά φαντάζονταν τον καλλιτέχνη χαροπαλεύοντα να σώση το έργο του, ή να πεθάνει μαζί του. Ένα πρωί ο Προκοπίου ήρθε στην Αθήνα με τα Ιερά του όλα. Με τους εβδομήντα πίνακάς του, με τ' ατέλειωτα κλισέ του. Ο Προκοπίου δεν έχασε καιρό μόλις έφτασε. Πήρε μια σάλα του Πολυτεχνείου και την έκαμεν Εκκλησιά της Τέχνης. Στην Εκκλησιάν αυτή, αντάμωσα και τον Αρχηγό Πλαστήρα. Κι' είδα θολά τα μάτια του Αρχηγού. Κι' είδα στη μορφή του μια παράξενη λάμψη, την ώρα που βυθίστηκαν τα μάτια του στον πίνακα των "Χειροβομβιστών", που λες και κράζουν "εμείς δε νικηθήκαμε", σαν μπάτσο στους μικρούς και ταπεινούς που τόσο προσπάθησαν να συκοφαντήσουν τον Ελληνικό στρατό.
βιβλιοπωλείο ΛΟΓΧΗ, Πινδάρου 16-20, Αθήνα
τηλ. 210 3611590 - fax:211 780 1821 www.logxi.com info@logxi.com
τηλ. 210 3611590 - fax:211 780 1821 www.logxi.com info@logxi.com