Συνθήκες πανικού και τρόμου δημιουργούνται στην ελληνική οικονομία και με τη συνδρομή των δανειστών μας, προκειμένου η κυβέρνηση να μπορέσει να κάμψει τις αντιστάσεις που προκαλούν τα σκληρά μέτρα, προεξάρχοντος εκείνου των απολύσεων στο Δημόσιο.
Το «πολεμικό σκηνικό» έχει διαμορφωθεί με βασικούς μοχλούς πίεσης τις «αμφίσημες δηλώσεις των Γερμανών πολιτικών περί χρεοκοπίας», αλλά και τη στάση που τηρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η συντονισμένη πίεση από Βερολίνο και Φρανκφούρτη, μετά τις μεγάλες αποκλίσεις στον προϋπολογισμό αλλά και τις παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης, κορυφώνεται την ίδια ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη το πρόγραμμα ανταλλαγής των ομολόγων.
Η συμπεριφορά αυτή των εταίρων μας θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιφατική, καθώς δυναμιτίζει έναν από τους βασικούς πυλώνες της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου. Και τούτο διότι οι τράπεζες, μετά τις δηλώσεις Σόιμπλε, ο οποίος άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, ή τις διφορούμενες της Ανγκελα Μέρκελ, που τάχθηκε κατά της «άτακτης χρεοκοπίας», θα όφειλαν να ρευστοποιήσουν εδώ και τώρα για να περισώσουν ό,τι μπορούν, αντί να περιμένουν το πρόγραμμα ανταλλαγής.
Ομως στην πράξη αυτό είναι ανέφικτο γιατί στην ουσία δεν υπάρχει πλέον αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων. Είναι ενδεικτικό ότι στην ηλεκτρονική αγορά που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, εδώ και δύο εβδομάδες το «κοντέρ είναι κολλημένο στο μηδέν», γιατί δεν πραγματοποιείται ούτε μία συναλλαγή.
Αν προχωρήσει με επιτυχία το πρόγραμμα ανταλλαγής, ο «μπαμπούλας της χρεοκοπίας» δεν μπορεί να επανεμφανιστεί. Επιπλέον, τα νέα αυτά ομόλογα που θα λάβουν οι ελληνικές τράπεζες θα είναι εγγυμένα από το EFSF, κόβοντας έτσι τον «ομφάλιο λώρο» της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Διαθέτοντας πλέον ομόλογα υψηλής διαβάθμισης (ΑΑΑ) στα χαρτοφυλάκιά τους, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν ρευστότητα από τη διατραπεζική αγορά.
Ο στραγγαλισμός
Αντιθέτως, σήμερα η ΕΚΤ με την πολιτική της μπορεί να στραγγαλίσει ολόκληρη την ελληνική οικονομία, αφαιρώντας ρευστότητα από τις ελληνικές τράπεζες. Η ΕΚΤ τις τελευταίες εβδομάδες έχει στρέψει την προσοχή της στην Ιταλία και την Ισπανία. Την προηγούμενη εβομάδα, για παράδειγμα, ξόδεψε 14 δισ. ευρώ για να στηρίξει τα ομόλογα των χωρών αυτών, ενώ όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΤτΕ δεν διέθεσε ούτε ένα ευρώ για ελληνικά ομόλογα, όπως μαρτυρά ο μηδενικός τζίρος στην αγορά.
Ετσι, συμβαίνει το οξύμωρο να πέφτει η αγορά χωρίς δίχτυ ασφαλείας αλλά και χωρίς συναλλαγές. Ταυτοχρόνως παρατηρείται το παράδοξο, για το ίδιο δεκαετές ομολόγο η Τράπεζα της Ελλάδος να δίνει απόδοση στο 17,9%, ενώ ξένα πρακτορεία ανεβάζουν την απόδοσή του στο 21%.
Εικονική πραγματικότητα
Η εικονική αυτή πραγματικότητα όμως έχει μία άμεση αρνητική συνέπεια, πέραν των εντυπώσεων και της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης του θέματος που επιχειρείται από εγχώρια και ξένα ΜΜΕ. «Ροκανίζει» ακόμη περισσότερο την αξία των ομολόγων τα οποία έχουν χορηγήσει στην ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες ως εγγύηση για τη ρευστότητα που τους έχει προσφέρει.
Ετσι, παρόλο που τον Ιούλιο η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ περιορίστηκε κατά περίπου 7 δισ. ευρώ, στα 96 δισ. ευρώ, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα τους ζητήθηκε από τη Φρανκφούρτη ν' αυξήσουν τις εγγυήσεις. Με τον τρόπο αυτό όμως η ΕΚΤ στραγγίζει την ελάχιστη ρευστότητα που έχει απομείνει στην ελληνική αγορά, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο.
Ο αντίκτυπος αυτός όμως περιορίζεται στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας και δεν επηρεάζει ούτε κατ' ελάχιστο την τήρηση των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τους δανειστές του. Η ΕΚΤ μάλιστα είναι εκείνη που καθορίζει το αν μία χώρα έχει κηρύξει στάση πληρωμών και χρεοκοπία.
Ετσι, μπορεί να σημειωθούν τις επόμενες ημέρες καθυστερήσεις στην εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου σε μισθούς, όμως την περασμένη εβδομάδα εξοφλήθηκε κανονικά δάνειο του ΟΣΕ (8 Σεπτεμβρίου), ενώ μέχρι το Δεκέμβριο δεν υπάρχει άλλη λήξη ομολόγων.
Η συμπεριφορά αυτή των εταίρων μας θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιφατική, καθώς δυναμιτίζει έναν από τους βασικούς πυλώνες της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου. Και τούτο διότι οι τράπεζες, μετά τις δηλώσεις Σόιμπλε, ο οποίος άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, ή τις διφορούμενες της Ανγκελα Μέρκελ, που τάχθηκε κατά της «άτακτης χρεοκοπίας», θα όφειλαν να ρευστοποιήσουν εδώ και τώρα για να περισώσουν ό,τι μπορούν, αντί να περιμένουν το πρόγραμμα ανταλλαγής.
Ομως στην πράξη αυτό είναι ανέφικτο γιατί στην ουσία δεν υπάρχει πλέον αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων. Είναι ενδεικτικό ότι στην ηλεκτρονική αγορά που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, εδώ και δύο εβδομάδες το «κοντέρ είναι κολλημένο στο μηδέν», γιατί δεν πραγματοποιείται ούτε μία συναλλαγή.
Αν προχωρήσει με επιτυχία το πρόγραμμα ανταλλαγής, ο «μπαμπούλας της χρεοκοπίας» δεν μπορεί να επανεμφανιστεί. Επιπλέον, τα νέα αυτά ομόλογα που θα λάβουν οι ελληνικές τράπεζες θα είναι εγγυμένα από το EFSF, κόβοντας έτσι τον «ομφάλιο λώρο» της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Διαθέτοντας πλέον ομόλογα υψηλής διαβάθμισης (ΑΑΑ) στα χαρτοφυλάκιά τους, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν ρευστότητα από τη διατραπεζική αγορά.
Ο στραγγαλισμός
Αντιθέτως, σήμερα η ΕΚΤ με την πολιτική της μπορεί να στραγγαλίσει ολόκληρη την ελληνική οικονομία, αφαιρώντας ρευστότητα από τις ελληνικές τράπεζες. Η ΕΚΤ τις τελευταίες εβδομάδες έχει στρέψει την προσοχή της στην Ιταλία και την Ισπανία. Την προηγούμενη εβομάδα, για παράδειγμα, ξόδεψε 14 δισ. ευρώ για να στηρίξει τα ομόλογα των χωρών αυτών, ενώ όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΤτΕ δεν διέθεσε ούτε ένα ευρώ για ελληνικά ομόλογα, όπως μαρτυρά ο μηδενικός τζίρος στην αγορά.
Ετσι, συμβαίνει το οξύμωρο να πέφτει η αγορά χωρίς δίχτυ ασφαλείας αλλά και χωρίς συναλλαγές. Ταυτοχρόνως παρατηρείται το παράδοξο, για το ίδιο δεκαετές ομολόγο η Τράπεζα της Ελλάδος να δίνει απόδοση στο 17,9%, ενώ ξένα πρακτορεία ανεβάζουν την απόδοσή του στο 21%.
Εικονική πραγματικότητα
Η εικονική αυτή πραγματικότητα όμως έχει μία άμεση αρνητική συνέπεια, πέραν των εντυπώσεων και της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης του θέματος που επιχειρείται από εγχώρια και ξένα ΜΜΕ. «Ροκανίζει» ακόμη περισσότερο την αξία των ομολόγων τα οποία έχουν χορηγήσει στην ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες ως εγγύηση για τη ρευστότητα που τους έχει προσφέρει.
Ετσι, παρόλο που τον Ιούλιο η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ περιορίστηκε κατά περίπου 7 δισ. ευρώ, στα 96 δισ. ευρώ, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα τους ζητήθηκε από τη Φρανκφούρτη ν' αυξήσουν τις εγγυήσεις. Με τον τρόπο αυτό όμως η ΕΚΤ στραγγίζει την ελάχιστη ρευστότητα που έχει απομείνει στην ελληνική αγορά, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο.
Ο αντίκτυπος αυτός όμως περιορίζεται στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας και δεν επηρεάζει ούτε κατ' ελάχιστο την τήρηση των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τους δανειστές του. Η ΕΚΤ μάλιστα είναι εκείνη που καθορίζει το αν μία χώρα έχει κηρύξει στάση πληρωμών και χρεοκοπία.
Ετσι, μπορεί να σημειωθούν τις επόμενες ημέρες καθυστερήσεις στην εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου σε μισθούς, όμως την περασμένη εβδομάδα εξοφλήθηκε κανονικά δάνειο του ΟΣΕ (8 Σεπτεμβρίου), ενώ μέχρι το Δεκέμβριο δεν υπάρχει άλλη λήξη ομολόγων.