30 Σεπτεμβρίου 2011

Οι μύθοι του ασφαλιστικού

του Θανάση Σκόκου

Όταν ένα σύστημα βρίσκεται σε κρίση ύπαρξης είναι ιδιαίτερα δύσκολο στα μέλη του να εστιάζουν στον προσδιορισμό των πραγματικών, των κύριων αιτιών της. Στη μεγάλη οικονομική κρίση που ζούμε οι συζητήσεις για τις δραστικές –και συχνά άδικες– περικοπές στις συντάξεις φέρνουν στην επιφάνεια, μαζί με τη δίκαιη κριτική ή αγανάκτηση, μερικές πάγιες αλλά εσφαλμένες κοινωνικές, ή συνδικαλιστικές, ή και «επιστημονικές» αντιλήψεις για την κοινωνική ασφάλιση. Ας δούμε μερικές:

«Τη σύνταξή μου την έχω προπληρώσει με τις εισφορές μου»

Όχι. Έχουμε πληρώσει μόνο ένα μέρος της και μάλιστα μικρό όσοι ασφαλιστήκαμε πριν το 1993. Αν ίσχυε ο ισχυρισμός, το σύστημα θα ήταν ανταποδοτικό, δηλαδή θα σου επέστρεφε σαν σύνταξη τις εισφορές σου συν κάποια μικρή απόδοσή τους. Αν παίρναμε υπόψη τον μέσο χρόνο ασφάλισης και τις μέσες καταβεβλημένες εισφορές, η μέση σύνταξη στην Ελλάδα, σε συνθήκες χρηστής διαχείρισης, δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τις λίγες εκατοντάδες ευρώ. Αν τώρα πάρουμε υπόψη υπερβολικές έως εξωφρενικές παροχές ΔΕΚΟ, τραπεζών, τομέων του Δημοσίου, ιδιαιτέρως χαμηλά όρια συνταξιοδότησης ειδικών ομάδων, εισφοροδιαφυγή, σπατάλες, ψευτοανάπηρους κ.λπ., τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, που ήταν λίγοι οι συνταξιούχοι, οι εισφορές των ενεργών εργαζομένων επαρκούσαν για την πληρωμή των συντάξεων [όχι πάντα χωρίς κρατική επιχορήγηση, π.χ. ΝΑΤ]. Το σύστημα είναι –και σωστά– αναδιανεμητικό και στηρίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών. Σήμερα στηρίζεται κυρίως στην «καλοσύνη των ξένων», δηλαδή τον φόβο των εταίρων μας για τις συνέπειες μιας άμεσης χρεοκοπίας μας.

«Φάγανε τα αποθεματικά των ταμείων γι’ αυτό τα έριξαν έξω»

Έχει κάποια δόση αλήθειας. Μέχρι το 1993 τα αποθεματικά κατετίθεντο υποχρεωτικά στην ΤτΕ με διοικητικά οριζόμενο επιτόκιο. Από το 1993 υπήρχε μερική ελευθερία καταθέσεων και αναζήτησης επιτοκίου. Κυρίως όμως κατευθύνονταν στην αγορά εντόκων γραμματίων Δημοσίου με επιτόκια τότε άνω του 20%. Η μεγάλη αλήθεια, όμως, που αποσιωπάται από τους οπαδούς της «κρατικής καταλήστευσης», είναι το αναμφισβήτητο ηθικό δικαίωμα της κεντρικής εξουσίας, του κράτους, να παρεμβαίνει και διαχειριστικά –εφόσον επιβάλλεται– στα αποθεματικά των ταμείων ως αποκλειστικός τελικός εγγυητής της καταβολής των συντάξεων. Οι πολίτες βεβαίως οφείλουν να κρίνουν την κοινωνική ωφελιμότητα των κρατικών ενεργειών. Άλλωστε, όποτε αφέθηκαν οι διοικήσεις των ταμείων να προβούν σε επενδύσεις κατά την κρίση τους, στην πλειονότητά τους απέτυχαν. Αναφέρω χάριν παραδείγματος τη ζημιογόνα εμπλοκή του ΤΣΜΕΔΕ στην Τράπεζα Αττικής.

«Καλύτερα να είχα δώσει τα λεφτά μου σε μια ιδιωτική ασφάλιση»

Αστεία υπόθεση. Η ιδιωτική ασφάλιση είναι επένδυση χρημάτων και μόνον, με αμφίβολη συχνά εξασφάλιση. Σας θυμίζω την ΑΣΠΙΣ και την δραματική διάσωση της AIG το 2008 από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Θα παρότρυνα όμως έναν 25άρη νέο να ζητήσει από μία σοβαρή ιδιωτική ασφαλιστική να του υπολογίσει το μηνιαίο ασφάλιστρο για μια ισόβια σύνταξη 1.000 σημερινών ευρώ μετά το 2046. Ίσως πάνω από 600 € τον μήνα [συνολικά 252.000 €] με προϋπόθεση χαμηλό πληθωρισμό και να έχει κατορθώσει να επιβιώσει η εταιρεία μέχρι τότε.

«Η υπογεννητικότητα είναι το βασικό πρόβλημα της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού μας συστήματος»

Μοιάζει λογικό επιχείρημα, αλλά δεν είναι. Χρησιμοποιείται βέβαια κατά κόρον από θεωρητικούς και κυβερνητικά στελέχη. Ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα απαιτεί ανάπτυξη, απασχόληση, καταβολή εισφορών και ορθολογικούς όρους συνταξιοδότησης. Αν υπάρχει υπογεννητικότητα εισάγεται ξένο εργατικό δυναμικό. Ελάχιστα απασχολεί την κοινωνική ασφάλιση η εθνικότητα των ασφαλισμένων. Αν δεν υπάρχει ανάπτυξη, το μέλλον των νέων είναι η ανεργία και των ταμείων η κατάρρευση.

«Αυξάνουν τα ηλικιακά όρια. Θα δουλεύουμε μέχρι να πεθάνουμε»

Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα έχουν μ.ό. ζωής ίσως πάνω από τα εκατό χρόνια. Εκτός αν συμβούν τραγικά γεγονότα στον πλανήτη. Καμιά κοινωνία, κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να τους προσφέρει επί 35-40 χρόνια αξιοπρεπή σύνταξη και υπηρεσίες υγείας με λογικές ασφαλιστικές εισφορές. Η αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο όριο ζωής είναι απαραίτητο να επανακαθορίζεται σε κάθε γενιά.

Κατανοώ ότι ακόμη κι αν δεχθείτε τα επιχειρήματά μου θα με ρωτήσετε: Και τι έκαναν γι’ αυτό οι κυβερνήσεις; Τίποτε ή σχεδόν τίποτε! Όμως και όταν κάποιοι προσπάθησαν κάτι να πουν [Έκθεση Σπράου 1997 και Τ. Γιαννίτσης 2001], τους έφαγε το σκοτάδι της κοινωνικής και συνδικαλιστικής αντίδρασης. Οι κυβερνήσεις υποχωρούσαν στις αντιδράσεις της συνδικαλιστικής συγκυβέρνησης υπονομεύοντας το μέλλον της κοινωνίας. Για μια ακόμη φορά θα πούμε ότι «φταίει το κράτος», οι κυβερνήσεις, αυτοί που ήξεραν και βολεύονταν ότι η βόμβα θα σκάσει στα χέρια του επόμενου. Κι εμείς, που δεν ήμασταν και τόσο ανυποψίαστοι, υφιστάμεθα τις οδυνηρές συνέπειες της έκρηξης και τη δυσεπίλυτη εκκρεμότητα της δημιουργίας ενός νέου δίκαιου και μακρόβιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.