του Κώστα Μπακογιάννη
Πώς μπλέξαμε με αυτούς τους .... (συμπληρώστε το κενό ανάλογα με τους το βαθμό απογοήτευσης, οργής ή αγανάκτησης, τις τελευταίες ειδήσεις, την ώρα της ημέρας κλπ.) αναρωτιέται εδώ και σχεδόν μια εβδομάδα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Για αρκετές ημέρες τα μηνύματα που εξέπεμπαν οι κύριοι Παπανδρέου και Σαμαράς, ή αν προτιμάτε Σαμαράς και Παπανδρέου, δημιουργούσαν σύγχυση και διάχυτη απαισιοδοξία.
Οι «ραγδαίες εξελίξεις» δεν ήταν ούτε ραγδαίες, ούτε εξελίξεις. Τώρα όμως που επιτέλους φτάσαμε στο τέλος αυτής της περιπέτειας αξίζει να εξαχθούν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.Ας μην βάλλουμε κατά των συγκεκριμένων προσώπων. Ασφαλώς, τις όποιες προσωπικές ευθύνες -μεγάλες ή μικρές -θα τις καταμερίσει, όταν τις καταμερίσει, ο Λαός. Άλλωστε η κριτική είναι μάλλον εύκολη δεδομένων των κινήσεων τους. Το ελληνικό πρόβλημα όμως ξεπερνάει τους εκάστοτε Αρχηγούς των κομμάτων καθώς είναι δομικό και κατεξοχήν συστημικό. Εξηγούμαι:
Όταν γίνεται συζήτηση για αυτό το περίφημο «πολιτικό σύστημα», δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι πέρα από «πολιτικό», είναι και «σύστημα». Η απλή εναλλαγή των προσώπων δεν αρκεί προκειμένου να επιτευχθούν οι ριζικές ανατροπές, που έχουμε όλοι τόσο πολύ ανάγκη. Αύριο το πρωί μπορεί να φύγουν ο κύριος Παπανδρέου και ο κύριος Σαμαράς και να έρθουν ο κύριος Κατακουζηνός και η κυρία Τεπενδρή. Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι πάλι τα ίδια θα κάνουν. Όσο δεν αλλάζει τίποτα, όλα θα είναι όπως παλιά.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να αλλάξουμε το θεσμικό πλαίσιο μέσα το οποίο λειτουργούν τα εκάστοτε πολιτικά πρόσωπα. Να το γκρεμίσουμε και να το ξαναχτίσουμε, να ξαναγράψουμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Όχι με όρους του ΚΚΕ ή του Σύριζα, αλλά σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος.
Πρώτον, οι Έλληνες έχουμε ένα ουσιαστικό πρόβλημα αντιπροσώπευσης. Όλοι έχουμε αναρωτηθεί γιατί στη πολιτική διακρίνονται, με περίσσια ευκολία, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, αθλητές, γόνοι πολιτικών οικογενειών και λοιποί επώνυμοι. Ή γιατί κάποια πολιτικά πρόσωπα επιβιώνουν όλων των καταστάσεων και των εκλογών. Είναι απλό. Μεταξύ άλλων, ο εκλογικός μας νόμος επιβραβεύει την αναγνωρισιμότητα και όχι την αναγνώριση. Ο συνδυασμός μεγάλων, αχανών περιφερειών, ατέλειωτων εκλογικών λιστών και σταυρού έχει αυτό το αποτέλεσμα. Κατά καιρούς έχουν κατατεθεί πολλές προτάσεις, μεταξύ άλλων για έναν νέο εκλογικό νόμο βασισμένο στο Γερμανικό σύστημα. Καιρός είναι οι προτάσεις αυτές να συζητηθούν σοβαρά.
Δεύτερον και εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Ο Έλληνας Αρχηγός κόμματος ξεπερνάει ακόμα και τον Πάπα σε απόλυτη εξουσία και αυθεντία. Αν και τα τελευταία χρόνια ομολογουμένως σημειώθηκε πρόοδος ως προς την ανάδειξη των Αρχηγών, με ανοιχτή εκλογή από τη κοινωνία για το ΠΑΣΟΚ το 2004 και το 2007 και τη ΝΔ το 2009, άπαξ και εκλέγεται ο εκάστοτε Πρόεδρος αποκτάει σχεδόν το ακαταλόγιστο. Ακόμα και αν στα χαρτιά διατηρείται μια επίφαση δημοκρατίας, επί της ουσίας ο Αρχηγός διορίζει και παύει κατά το δοκούν τα όργανα του κόμματος, επιλέγει προσωπικά τους υποψηφίους βουλευτές, χαράσσει μόνος ή σε συνεργασία με το στενό του επιτελείο την κομματική γραμμή. Ο δημοκρατικός διάλογος φιμώνεται και η ελεύθερη άποψη τιμωρείται. Οι Έλληνες Αρχηγοί είναι πιθανότατα οι μόνοι πολιτικοί στην Ευρώπη που στην πράξη δεν έχουν θητείες! Το αποτέλεσμα; Ικανά και δημιουργικά πρόσωπα μένουν εκτός πολιτικής, εφόσον αρνούνται να μετατραπούν σε απλούς νεροκουβαλητές, ενώ οι ελάχιστοι εναπομείναντες σοβαροί άνθρωποι αναγκάζονται να κάνουν τόσους και τέτοιους συμβιβασμούς που στο τέλος δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης η εσωκομματική δημοκρατία προβλέπεται στο Σύνταγμα. Στην Ελλάδα γιατί όχι;
Τρίτον, προβληματικό είναι και το υφιστάμενο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Φυσική εξέλιξη των παραπάνω είναι η παντοδυναμία του Πρωθυπουργού στην Ελλάδα. Αναλογικά ο Αμερικάνος Πρόεδρος, ο Γάλλος Πρόεδρος ή ο Βρετανός Πρωθυπουργός έχουν λιγότερη εξουσία στο εσωτερικό της χώρας τους από τον Έλληνα ομόλογό τους. Από το Μέγαρο Μαξίμου, ο Πρωθυπουργός, έχοντας την πλειοψηφία στη Βουλή, διορίζει και παύει τα μέλη του Υπουργικού του Συμβουλίου, στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό όπως ο ίδιος επιθυμεί, αποφασίζει και διατάζει ανέλεγκτα. Η πρόσφατη ιστορία με το δημοψήφισμα είναι ένα καλό παράδειγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος μέχρι το 1985 είχε ρυθμιστικό ρόλο, είναι στην πραγματικότητα καθαρά διακοσμητικός αφού περιορίζεται στα εθιμοτυπικά του καθήκοντα και δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει εξισορροπητικά. Εδώ και πολλά χρόνια έχει κατατεθεί η πρόταση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται από το Λαό, γεγονός που αμέσως θα του προσέφερε πολύτιμο κεφάλαιο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως η σημερινή. Δυστυχώς έχουμε μείνει στα λόγια.
Αναμφίβολα αρκετά πράγματα πρέπει να αλλάξουν σε αυτή τη χώρα και αυτά τα τρία δεν είναι παρά λίγα από τα πολλά. Τα αναφέρω όμως διότι άπτονται του θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται οι εκάστοτε Αρχηγοί. Πολλά εκκρεμούν, ο απαράδεκτος νόμος περί ευθύνης Υπουργών είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενδεχομένως και πιο γενναία βήματα μπορούν να εξεταστούν, όπως η υιοθέτηση ενός Προεδρικού συστήματος στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα της όχι πολύ μακρινής και εξίσου Ελληνικής Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ξεκινήσουμε από μια απλή παραδοχή: Εμείς ως Λαός να δεχτούμε ότι δεν θέλουμε φύλαρχους και εκείνοι ως Αρχηγοί να δεχθούν ότι δεν είναι εθνάρχες – και ας διατείνεται το αντίθετο η μητέρα, η αδερφή ή η γυναίκα τους.
Η νέα κυβέρνηση Παπαδήμου, μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας, αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία. Η κινητικότητα και οι ομαδικές παρεμβάσεις βουλευτών τις τελευταίες ημέρες, οι πρώτες μετά από καιρό, δημιουργούν αισιοδοξία. Ας δεσμευτούν ευθύς αμέσως τα δύο μεγάλα κόμματα ότι η Βουλή που θα προκύψει μετά τις ερχόμενες εκλογές θα είναι αναθεωρητική, θα ψηφίσει δηλαδή νέο Σύνταγμα. Αυτό ενδεχομένως να είναι στα όρια της νομιμότητας αλλά η κρίση δεν μας επιτρέπει να χάνουμε άλλο χρόνο. Ας αρχίσουμε ελεύθερα να συζητάμε για το πολιτικό σύστημα του μέλλοντος απαλλαγμένοι από τα στερεότυπα και τους δογματισμούς του παρελθόντος. Να τοποθετηθεί επ’ αυτού ο καθένας, συλλογικά και ατομικά, πριν από τις εκλογές. Η κοινωνία να κρίνει και να συγκρίνει.
Αφήστε που μια κοινή δέσμευση για την αλλαγή του Συντάγματος είναι ο καλύτερος τρόπος για τους κυρίους Παπανδρέου και Σαμαρά να αποδείξουν ότι δεν θέλουν να είναι κομμάτι του προβλήματος αλλά μέρος της λύσης. Να δικαιώσουν και κάποιους από εμάς που λένε ότι δεν φταίνε αποκλειστικά τα πρόσωπα. Εμπρός λοιπόν βήμα ταχύ! Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό.
*Ο Κώστας Μπακογιάννης είναι δήμαρχος Καρπενησίου με τη στήριξη της ΝΔ.