[Διαβάστε πιο κάτω στο κείμενο ποια είναι η αιτία του βέτο]
Το κλίμα στη Βρετανία είναι ότι την τελευταία εβδομάδα έχουν αυξηθεί οι πιθανότητες να προβάλλει ο Ντέβιντ Κάμερον κρίσιμα εμπόδια στην προώθηση του γαλλογερμανικού σχεδίου για την ευρωζώνη.
Αυτό λόγω των εντεινόμενων και ασφυκτικών πλέον πιέσεων από στελέχη του κόμματός του, που θεωρούν ότι πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που προσφέρει η γερμανική πρόθεση για νέα συνθήκη ώστε να ανακτήσει το Λονδίνο εξουσίες από τις Βρυξέλλες και να προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος που θα αφορά ίσως και στη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ.
Παρόλα αυτά, μεγάλη μερίδα αναλυτών εκτιμά ότι ο ίδιος ο κ. Κάμερον δε θέλει σε αυτή τη φάση να θέσει σε περαιτέρω κίνδυνο τη σταθερότητα της ευρωζώνης και κατ’ επέκταση της βρετανικής οικονομίας. Προτεραιότητά του είναι πράγματι η γρήγορη επίλυση της κρίσης.
Θεωρείται ότι η με τόσο μεγάλη προθυμία δήλωσή του στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι οποιαδήποτε νέα συνθήκη θα τεθεί στην κρίση των Βρετανών βουλευτών ήταν ίσως μια απόπειρα επίτευξης συμβιβασμού. Θεωρείται ότι ίσως επίσης προϊδεάζει για μια συναινετική διάθεση στις Βρυξέλλες.
Αυτή η συναινετική διάθεση όμως θα φτάσει μέχρι το σημείο που θα θίγονται οι κόκκινες γραμμές του Λονδίνου, πρωτίστως δηλαδή η αντίθεση στην επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, που εκτιμάται ότι θα έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην πρωτοκαθεδρία του Σίτι. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να πιέζουν για το λεγόμενο φόρο Τόμπιν και αν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, ο κ. Κάμερον θα βρεθεί σε πραγματικά δύσκολη θέση.
Ασφαλώς οι δυνατότητες παρέμβασής του φτάνουν έως ενός σημείου. Αν αποφασιστεί συνθήκη μεταξύ των 17 και όποιων άλλων προθύμων, αυτομάτως τα περιθώρια κινήσεων του Βρετανού πρωθυπουργού περιορίζονται. Ακόμα και τότε όμως, όπως έχει πει στο ευρωσκεπτικιστικό ακροατήριό του, θα ελέγξει κατά πόσο επηρεάζεται η λειτουργία θεσμών που αφορούν και τους 27 της ΕΕ, όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Πέρα από τη βρετανική ιδιαιτερότητα της συνόδου, τα βρετανικά ΜΜΕ επισημαίνουν ότι πρόκειται για μια σύνοδο διαφωνούντων. Επισημαίνονται οι διαφορές μεταξύ Γερμανίας και κορυφαίων αξιωματούχων της ΕΕ, μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας και μεταξύ γαλλογερμανικού άξονα και μικρότερων χωρών-μελών της ευρωζώνης που θεωρούν ότι το μέλλον του υπαγορεύεται από Βερολίνο και Παρίσι.