Απογοήτευση προκάλεσε στους υποστηρικτές του πρώην αστέρα του ποδοσφαίρου και νυν ηθοποιού Ερίκ Καντονά η διάψευση των σεναρίων σύμφωνα με τα οποία εκείνος θα διεκδικούσε την προεδρία της Γαλλίας. Ο 45χρονος Καντονά επεσήμανε σε δήλωσή του ότι, με τις επιστολές που έστειλε στους δημάρχους της χώρας, αποσκοπούσε απλώς στην κινητοποίησή τους προς την αντιμετώπιση του προβλήματος των διαρκώς αυξανόμενων αστέγων.
"Ο Ερίκ Καντονά δεν διεκδίκησε τις 500 υπογραφές προκειμένου να συμμετάσχει ως υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας στις εκλογές της ερχόμενης άνοιξης", διευκρίνησε ο Paul Quinio, στέλεχος της εφημερίδας Liberation, στον ιστότοπο της οποίας δημοσιεύθηκε μια από τις εν λόγω επιστολές. "Αντιθέτως, σκοπός του ήταν να επιστήσει την προσοχή στον ολοένα υψηλότερο αριθμό των αστέγων της χώρας και να κινητοποιήσει τους δημάρχους και τους υποψήφιους προέδρους της να υιοθετήσουν πιο αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος."
Στην εν λόγω επιστολή ο Καντονά έγραφε χαρακτηριστικά: «Ο ρόλος μου ως ενεργός πολίτης με ωθεί να μιλήσω με ειλικρίνια και συναίσθηση προσωπικής ευθύνης σε μια εποχή που η Γαλλία καλείται να προβεί σε δύσκολες επιλογές, οι οποίες θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για το μέλλον της».
Στη συνέχεια, επέκρινε τις "περιορισμένες ευκαιρίες" που παρέχονται στους νέους της χώρας, αλλά και τις κοινωνικές αδικίες που είναι "υπερβολικά πολλές, υπερβολικά βίαιες, υπερβολικά προωθούμενες από το υπάρχον σύστημα".
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι σε ποιο βαθμό η κίνηση του πρώην αστέρα του ποδοσφαίρου θα έχει αποτελέσματα. Ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της χώρας, Arnaud Montebourg, την αξιολόγησε ως "ευπρόσδεκτη" και κάλεσε τον Καντονά να συμμετάσχει στις πολιτικές συζητήσεις σχετικά με τα συγκεκριμένα ζητήματα.
Από την άλλη πλευρά, η επικεφαλής του Κόμματος των Πρασίνων, Cécile Duflot, απάντησε ότι ο μόνος τρόπος να φέρει κάποιος ένα θέμα στην κορυφή της ατζέντας του διαλόγου είναι να θέσει ο ίδιος υποψηφιότητα για πρόεδρος της χώρας.
Στο μεταξύ, ο αριθμός των αστέγων της Γαλλίας έχει ανέλθει στα δέκα εκατομμύρια. Παράλληλα, εκτιμάται ότι άλλοι 3,5 εκατ. πολίτες ζουν σε άκρως φτωχικά σπίτια, υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης.