Ασφυκτικές είναι οι πιέσεις που ασκούνται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, η οποία έχει στο χαρτοφυλάκιο της ελληνικά κρατικά ομόλογα
ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 45 δισ. ευρώ, να συμμετέχει στο σχέδιο για
την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς το όφελος για την Ελλάδα
εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 10 δισ. ευρώ.
Η ευρωτράπεζα αγόρασε αυτά τα ομόλογα με έκπτωση 20%-30% και μπορεί είτε
να αναλάβει ζημίες αν υποστεί το ίδιο «κούρεμα» με τους άλλους
ομολογιούχους είτε να τα διαθέσει στην τιμή κτήσης τους.
Η ΕΚΤ αρνείται μέχρι σήμερα επισήμως να συμμετάσχει στο PSI, καθώς όπως
λένε στη Φρανκφούρτη «είναι ένα σχέδιο που αφορά τον ιδιωτικό τομέα».
Ωστόσο, η μη συμμετοχή της μάλλον δημιουργεί περισσότερα προβλήματα,
καθώς πολλά βραχυπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια, αξιοποιώντας αυτό το
γεγονός, αγοράζουν ελληνικά ομόλογα σε εξευτελιστικές τιμές με την
προσδοκία ότι θα αποπληρωθούν στο 100% κατά τη λήξη των τίτλων, αφού δεν
τους υποχρεώνει κανείς, όσο ο χαρακτήρας της συμμετοχής στην ανταλλαγή
ομολόγων είναι εθελοντικός.
Σε περίπτωση που η αναδιάρθρωση λάβει υποχρεωτικό χαρακτήρα με την
αναδρομική εφαρμογή των ρητρών συλλογικής δράσης, τότε οι αναλυτές της
Credit Suisse εκτιμούν ότι δύσκολα η ΕΚΤ θα εξαιρεθεί.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα:
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να ανταλλάξει τα ομόλογα της με ένα νέο ελληνικό
ομόλογο και στη συνέχεια η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε
υποχρεωτικό «κούρεμα» σε όλα τα χρεόγραφα, εκτός απ' αυτά της ΕΚΤ.
Από νομική άποψη ωστόσο, εκτιμάται ότι η συγκεκριμένη κίνηση θα είναι
ευάλωτη και οι ιδιώτες πιστωτές θα προσφύγουν στα δικαστήρια.
Μία άλλη επιλογή, που θεωρείται πολύ πιθανή, είναι να μεταφερθεί στην
τιμή κτήσης το ελληνικό χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ σε έναν άλλο ευρωπαϊκό
οργανισμό, όπως για παράδειγμα τον EFSF, που στη συνέχεια θα το
παραχωρήσει στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του νέου πακέτου βοήθειας. Και σε
αυτό το σενάριο ίσως υπάρξουν νομικές επιπλοκές, αλλά η ευρωτράπεζα δεν
εγγράφει ζημίες..
Οι αναλυτές της Credit Suisse επισημαίνουν ότι ένα εμπόδιο για τη
συμμετοχή της ευρωτράπεζας θα είναι οι ανησυχίες για παραβίαση της
Συνθήκης της Λισαβόνας, ιδίως σε ό,τι αφορά την απαγόρευση
χρηματοδότησης των κυβερνήσεων από την ΕΚΤ, αλλά εκτιμούν ότι δεν θα
είναι σημαντικό.
Σύμφωνα με την ελεβτική τράπεζα, η ΕΚΤ εκτιμάται ότι έχει στο
χαρτοφυλάκιο της ελληνικά ομόλογα αξίας 55 δισ. ευρώ περίπου. Με ένα
«κούρεμα» 70%, η αξία τους θα μειωθεί κατά 38,5 στα 16,5 δισ. ευρώ.
Η ΕΚΤ υπολογίζεται ότι απέκτησε αυτούς τους τίτλους στο 70% κατά μέσο
όρο της ονομαστικής τους αξίας, οπότε έδωσε 38,5 δισ. ευρώ. Μετά την
ανταλλαγή θα έχει ομόλογα αξίας 16,5 δισ. ευρώ, δηλαδή η ζημία θα
ανέλθει στα 22 δισ. ευρώ.
Η Credit Suisse σημειώνει ότι αυτές οι ζημίες μπορούν να αντισταθμιστούν
από τους τόκους των ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιο της και από τις
πράξεις αναχρηματοδότησης (repos), άρα η ζημία πέφτει στα 2,5 δισ. ευρώ.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τη συμμετοχή της ΕΚΤ στο PSI είναι το γεγονός
πως οι επενδυτές θα θεωρήσουν ότι όλα τα κρατικά ομόλογα χωρών της
Ευρωζώνης που έχει στο χαρτοφυλάκιο της, ύψους 240 δισ. ευρώ περίπου, θα
έχουν καθεστώς «senior», δηλαδή σε περίπτωση αναδιάρθρωσης η ΕΚΤ θα
μπορεί και πάλι να εξαιρεθεί, σε αντίθεση βεβαίως με τους ιδιώτες
ομολογιούχους.
Εάν λοιπόν οι ιδιώτες επενδυτές πιστεύουν ότι τα ομόλογα που έχει η ΕΚΤ
θα εξυπηρετούνται κανονικά, σε αντίθεση με αυτά που έχουν οι ίδιοι, τότε
πολύ απλά θα εγκαταλείψουν την αγορά κρατικών ομολόγων, ιδίως εκείνων
των τίτλων που αγοράζει κυρίως η ευρωτράπεζα, δηλαδή των ιταλικών και
ισπανικών ομολόγων, επιδεινώντας περαιτέρω την κρίση χρέους στην
Ευρωζώνη.
Πάντως, οι αναλυτές της Credit Suisse δεν πιστεύουν ότι θα
σταθεροποιηθεί η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά το «κούρεμα»
του χρέους και εκτιμούν ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα
του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα συνεχίσουν να κινούνται σε υψηλά
επίπεδα.