του Δ. Χιόνη
Το κόστος της χρεοκοπίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο διαχείρισης της αναδιάρθρωσης των ομολόγων. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα για το πώς οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία θα εγγράψουν τις ζημίες, σε ποιο χρονικό διάστημα θα μπορέσουν να τις αποσβέσουν, πώς θα υποδεχθεί η αγορά τα νέα ομόλογα και τι απόδοση θα απαιτεί, προσδιορίζουν και το συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης. Ακόμα και η παραμονή της χώρας στην ΟΝΕ εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούμε τις συνέπειες της αναδιάρθρωσης.
Ετσι γίνεται κατανοητό ότι η υλοποίηση των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου ξεφεύγει από την υπεραπλουστευμένη προσέγγιση της μείωσης της αξίας των υφιστάμενων ομολόγων κατά 50%. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1998 και εντεύθεν στο σύνολο των αναδιαρθρώσεων που έλαβαν χώρα (π.χ. Ρωσία, Ουκρανία, Αργεντινή, Εκουαδόρ κ.α.) οι δανειστές και οι κάτοχοι των ομολόγων ετύγχαναν διαφορετικής μεταχείρισης ακόμα και εντός της ίδιας διαδικασίας χρεοκοπίας. Σε αυτό το πλαίσιο η διαδικασία αναδιάρθρωσης προσαρμόστηκε σε πολλές περιπτώσεις και στις ανάγκες επί μέρους ομάδων δανειστών. Δεδομένου ότι τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν ένα κυρίαρχο περιουσιακό στοιχείο του ενεργητικού συγκεκριμένων ομάδων δανειστών (όπως τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ελληνικές τράπεζες) πρέπει να τους παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλλουν μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου τις δικές τους προτάσεις.
Είναι κατανοητό ότι από τη μία μεριά η αναδιάρθρωση του χρέους πρέπει να είναι τόσο δραστική ώστε να καταλήξει σε ένα βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο χρέος, καθώς και να βελτιώσει τη δημοσιονομική εικόνα της Ελλάδος, από την άλλη όμως η επόμενη μέρα πρέπει να βρει την ελληνική οικονομία με ασφαλιστικό και τραπεζικό σύστημα. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να καταγραφούν ορισμένες διαφοροποιήσεις ιδιαίτερα για τους οργανισμούς που συνηθίζουν να παρακρατούν τα ομόλογα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεδομένου ότι μέχρι στιγμής τα ελληνικά ομόλογα υπόκεινται στο ελληνικό δίκαιο μπορεί η Ελλάδα μονομερώς ή σε συνεννόηση με τους δανειστές της να διεκδικήσει για αυτές τις ειδικές κατηγορίες κατόχων ελληνικών ομολόγων ειδικές λύσεις. Με κατάλληλες μεταβολές των χαρακτηριστικών (διάρκεια, κουπόνι) που επηρεάζουν την αξία των ομολόγων μπορεί να επιτευχθεί ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα και να αποφευχθεί η μεγάλη μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται σε έναν μεγάλο βαθμό η κεφαλαιουχική επάρκεια πολλών οργανισμών χωρίς να ωθούνται σε μια ασυντόνιστη χρεοκοπία. Δεδομένου ότι οι μακροχρόνιοι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ποιότητα των ομολόγων θα μπορούσε να αντισταθμιστεί αυτή η παροχή με χαμηλότερης ποιότητας ομόλογα.
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα σηματοδοτήσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες. Επομένως η οποιαδήποτε λύση και το επισυναπτόμενο κόστος πρέπει να γίνουν αντικείμενο ενός σοβαρού διαλόγου πριν από την ολοκλήρωση του PSΙ-2. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα υπάρξει δυσκολία πληρωμής του κόστους από το κοινωνικό σύνολο.
* Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.