Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
«Περισσότερα είναι τα κτίρια που δεν καίγονται από εκείνα που καίγονται». Ιστορική φράση! Τη θυμάστε; Την είχε εκστομίσει τον Δεκέμβριο του 2008 ο τότε υπερυπουργός και πάντα βουλευτής Προκόπης «Πάκης» Παυλόπουλος και εγώ την κατέγραψα ως αποκορύφωμα παλαιοελλαδίτικου (και δη καλαματιανού) πολιτικού κυνισμού, που όταν στριμώχνεται δεν διστάζει ακόμη και να φορεί τη μάσκα της βλακείας, χωρίς να ντρέπεται. (Διότι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το πρόσχημα της ευπρεπείας, η λογική του επιχειρήματος είναι εντελώς βλακώδης). Από προχθές το βράδυ έχω πλέον πεισθεί ότι ο σοφός καθηγητής δημιούργησε σχολή με την επονείδιστη στάση του τότε και ο Χρήστος ο Παπουτσής (ο «Χρηστάκης» του Κίμου...) είναι ο καλύτερος μαθητής του.
Αυτό που έζησε η Αθήνα προχθές τη νύχτα είναι απότοκο δύο ανωμαλιών της πολιτικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης, οι οποίες εξελίχθηκαν συγχρόνως. Κατ’ αρχάς, της ηθικής υπεροχής που επέβαλε η Αριστερά, σταδιακά και επίμονα, ώσπου η επικράτηση των αξιών, της ιδεολογίας και της μυθολογίας της να αναγνωρίζεται σήμερα ως κανονικότητα. (Εχετε προσέξει, φέρ’ ειπείν, πως η δημόσια έκφραση αντικομμουνιστικών θέσεων -απολύτως φυσιολογικών και λογικών στην πολιτική κουλτούρα κάθε ευρωπαϊκής χώρας της Δύσης- εδώ γίνεται πάντοτε με την ίδια διακριτικότητα και τον ίδιο δισταγμό που χαρακτηρίζει την κριτική προς την Εκκλησία; Ο λόγος είναι ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο αποτολμών την κριτική έχει επίγνωση ότι κινδυνεύει να θίξει την κρατούσα πίστη...) Η δεύτερη ανωμαλία είναι η συνυφασμένη με τον πελατειασμό ανομία, που έχει μολύνει πλέον όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και εξαπλώθηκε ταυτοχρόνως με την ενοχοποίηση της μηδενικής ανοχής ως «ανάλγητης δεξιάς καταστολής».
Το 1922, διαρκούντος του Ιρλανδικού Εμφυλίου, ο σπουδαίος Ιρλανδός ποιητής W. B. Yeats έγραψε σε μία επιστολή του ότι «ίσως δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο για ένα σύγχρονο κράτος, όταν η πολιτική παίρνει τη θέση της θεολογίας, από έναν ορμαθό μάρτυρες. Οι μάρτυρες της εξέγερσης του 1916 ήταν η βόμβα της οποίας τώρα ζούμε την έκρηξη». Στη δική μας περίπτωση, όπου η πολιτική θεολογία της Αριστεράς δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, η δε δημοκρατία χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων που εξασφαλίζουν την έννομη τάξη, δεν χρειάστηκε ορμαθός μαρτύρων: ένας ήταν αρκετός. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008, και μάλιστα σε συνδυασμό με μία κυβέρνηση η οποία έσπευσε τότε να παραδώσει ευθέως στους αναρχικούς της αλήτικης Αριστεράς το νόμιμο δικαίωμα του κράτους στην άσκηση βίας, ήταν η βόμβα. Εκτοτε, ζούμε τις κατά καιρούς εκρήξεις της.
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς πώς η Αθήνα αφέθηκε προχθές τη νύχτα στο έλεος δύο χιλιάδων επικίνδυνων αλητών. Είναι το λογικό επακόλουθο, όταν θεωρείται αδιανόητο ο αστυνομικός να χρησιμοποιήσει το όπλο του εναντίον ενός αναρχικού που του επιτίθεται με το όπλο της φωτιάς, όταν δεν επιτρέπεται στην αστυνομία να αντιμετωπίσει με πλαστικές σφαίρες ή αντλίες νερού αναρχικούς που πετροβολούν πυροσβεστικά οχήματα. Απλώς περιμένω να δω πότε θα σημειωθούν τέτοιου είδους επιθέσεις και σε ασθενοφόρα. Γιατί θεωρώ βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, θα συμβεί και αυτό, από τη στιγμή που ως κοινωνία έχουμε συμφωνήσει στην πράξη ότι η ζωή ενός εφήβου ο οποίος συχνάζει στα Εξάρχεια και εκτονώνεται προκαλώντας τους αστυνομικούς εν τέλει αξίζει περισσότερο από τις ζωές τριών τραπεζικών υπαλλήλων (η μία ήταν έγκυος γυναίκα), οι οποίοι τολμούν να εργάζονται σε μια ημέρα που η Αριστερά έχει επιβάλει με το στανιό το «δικαίωμα» της απεργίας σε όλους.
Θα καεί ξανά και ξανά η Αθήνα, όσο το «δικαίωμα» αλητών του κοινού ποινικού δικαίου στην καταστροφική βία, που ασκείται στο όνομα της «ιερής» ιδιότητας του αντιεξουσιαστή, υπερτερεί τοις πράγμασι του δικαιώματος όλων των άλλων στην προστασία της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας τους. Αλλά τι περισσότερο μπορούμε να περιμένουμε, όταν η χώρα έχει αφεθεί στα χέρια ελαφρόμυαλων που κοκορεύονταν ότι κυβερνούσαν ως αντιεξουσιαστές; Οταν η πολιτική ορθότητα της δημοσιογραφίας προτάσσει το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και μόνον για τους τύπους βάζει στο τέλος και μια υποσημείωση για την καταστροφή των περιουσιών; Ακουγα, λ.χ., χρυσοκάνθαρο της λάιτ Αριστεράς παντός καιρού, με το αυτάρεσκο υφάκι της ώριμης διαλλακτικότητας του καλού και σοφού θείου, να μας λέει ότι «τα σπίτια ξαναγίνονται», κρυπτόμενος πίσω από το πρόσχημα του θρήνου του για τις θέσεις εργασίας που χάνονται εξαιτίας των καταστροφών. Αναρωτιόμουν, ειλικρινά, πώς θα κατέρρεε η αυταρέσκειά του αν οι βάνδαλοι κατέστρεφαν το υπέρκομψο αυτοκινητάκι του. ΄Η κάποιον άλλον (αληθινή φωνή της ψυχραιμίας αυτός!), που λυπόταν για τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και την ιστορική μνήμη της πόλης που βεβηλώνονται με τις καταστροφές και ως παράδειγμα ανέφερε, με μια υποψία θλίψης να σκιάζει τη φωνή του, ότι το κτίριο στην Κοραή που εκείνη την ώρα καιγόταν στέγαζε κάποτε τα γραφεία του ΕΑΜ.
Εκείνο που με θυμώνει περισσότερο, όμως, ήταν η άσκοπη αγανάκτηση κάποιων πολιτικών, οι οποίοι διατράνωναν ότι «αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνονται ανεκτά». Αν μπορούσα να τους είχα μπροστά μου, θα τους θύμιζα ότι αυτά με τα οποία τώρα φρίττουν, αλλά και άλλα παρόμοια, γίνονται ανεκτά εδώ και χρόνια και θα τους συμβούλευα να μη νομίζουν ότι μπορούν να ξορκίσουν την πραγματικότητα με τα λόγια, γιατί θα απογοητευθούν οικτρά. Ωστόσο, δεν έχω καθόλου οργή για τον «Χρηστάκη» της Προστασίας του Πολίτη, όπως διαπιστώνω να συμβαίνει με πολλούς φίλους και γνωστούς. Μου αρκεί ότι στις επόμενες εκλογές δεν πρόκειται να εκλεγεί...