13 Μαρτίου 2012

Για να μην υπάρχουν αυταπάτες

του Β. Μπαλάφα

Όλα δείχνουν ότι τις επόμενες ημέρες θα ησυχάσουμε οριστικά από όλη τη βαβούρα που ζούμε τον τελευταίο, τουλάχιστον, μήνα σχετικά με το PSI, τους εφαρμοστικούς νόμους, τις προϋποθέσεις υλοποίησης των αποφάσεων του Eurogroup, τη σύναψη της νέας δανειακής σύμβασης. Η ανταλλαγή των ομολόγων φαίνεται ότι ολοκληρώνεται ομαλά, η Ελλάδα, δια του Κοινοβουλίου της υπέγραψε, ψήφισε, ενέκρινε όσα, ορθολογικά και μη, της ζήτησαν οι εταίροι της και πλέον οδεύουμε προς μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα που θέλει πολλή και συνεπή δουλειά για να πάρει μια μορφή και να θεωρηθεί ότι μας πηγαίνει σε μια θετική κατεύθυνση.

Τη βραδιά της δραματικής ψηφοφορίας στη Βουλή, σχετικά με το πλαίσιο μέτρων που ζητήθηκε από την Ευρώπη προκειμένου να «διασωθεί» η Ελλάδα, είχα γράψει στο Facebook ότι «η χώρα εξασφάλισε ένα ελάχιστο έδαφος για να παλέψουμε και να δημιουργήσουμε όλα εκείνα τα μεγάλα που μας ενώνουν. Είναι η ώρα των νέων, της νέας γενιάς, του μονόδρομου της συμμετοχής για όσους θέλουν να αλλάξουν πράγματα. Κανείς δεν χαίρεται απόψε, αποκτούμε όμως επιτέλους έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό.».

Όσοι διαβάζουν συνεπώς την αρθρογραφία μου γνωρίζουν ότι από πολύ νωρίς έχω καυτηριάσει αδιέξοδες πολιτικές που επιβάλλονται, απαράδεκτες τακτικές που εφαρμόζονται, απίστευτες εκχωρήσεις που ζητούνται από την Ελλάδα, σε καιρό ειρήνης, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της με τη βοήθεια των εταίρων της στην Ε.Ε.. Και όλα αυτά, βέβαια, έχουν οδηγήσει σε ένα γενικότερο πλαίσιο εφαρμοζόμενης πολιτικής της οποίας τα αποτελέσματα είναι οικτρά, καταστροφικά και κυρίως τελείως διαφορετικά από εκείνα που υπόσχονταν ντόπιοι και ξένοι μεταπράτες μιας δήθεν δημοσιονομικής εξυγίανσης που στοχεύει στη βελτίωση των αριθμών και των δεικτών και ξεχνάει τους ανθρώπους και τις κοινωνίες.

Αυτές τις ημέρες θα ακούσετε και θα δείτε πολλούς, κυρίως από αυτούς που βρίσκονται σε κυβερνητικές θέσεις τα τελευταία 2 χρόνια, σχεδόν να πανηγυρίζουν για τις εξελίξεις και να προσπαθούν, βαρύγδουπα, να δικαιώσουν εαυτούς για την πολιτική που έχουν ακολουθήσει. Με ρητορικές υπερβάσεις και λεκτικούς ακροβατισμούς θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν μια κατάσταση που απλώς εξασφαλίζει πια ένα ελάχιστο στέρεο υπόβαθρο, ως την απαρχή μιας νέας εποχής προοπτικής. Ας μην τρέφουν αυταπάτες, ούτε οι ίδιοι και να μην τις μεταδίδουν και προς τον κόσμο.

Έγραψα λοιπόν εκείνο το βράδυ ότι «κανείς δεν χαίρεται απόψε, αποκτούμε όμως επιτέλους έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό» και έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Δεν υπάρχουν χαρές και χειροκροτήματα όταν η χώρα «σιγουρεύει» ότι δε θα μπορεί να βγει στις αγορές για τα επόμενα δέκα τουλάχιστον χρόνια. Ούτε μπορεί κανείς να θριαμβολογεί επειδή θα υποφέρουν ακόμα περισσότερο οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι ή επειδή νέοι πολίτες, από τους οποίους σαν κοινωνία περιμέναμε να χτίσουν σπιτικά και οικογένειες, θα δουλέψουν με 400 και 500 ευρώ το μήνα, ιδιαίτερα μέσα σε μια οικονομία που οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν και το κόστος ζωής δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τη γενικότερη κατάσταση των περικοπών.

Ο προσανατολισμός και το ελάχιστο έδαφος αποτελούν τα μοναδικά θετικά στοιχεία από όλη αυτή την υπόθεση. Το πρώτο γιατί αποκτούμε ως χώρα – έστω και δια του καταναγκασμού – μια διαφορετική προσέγγιση οικονομικής διαχείρισης που θα έχει ως άξονα το να μη χρεώνεται και να μη ζει εις βάρος των επόμενων γενεών. Το δεύτερο γιατί την ώρα που μια ολόκληρη κοινωνία, παρασυρμένη από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν ή έχουν πάρα πολλά να κερδίσουν, έμοιαζε να επιζητά στην ελεύθερη πτώση μιας χρεοκοπίας τη λύτρωση και την εξιλέωση, εξασφαλίστηκε μια αφετηρία, ένα υπόβαθρο για να ξεκινήσουμε να χτίζουμε μια άλλη κοινωνία, μια άλλη οικονομία, μια άλλη νοοτροπία με πολύ κόπο, με πολλές θυσίες.

Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα δεν είναι ούτε αποτέλεσμα πολιτικής σκέψης, ούτε πολιτικού σχεδιασμού και συγκροτημένου σχεδίου. Μια ομάδα ανθρώπων εκτός τόπου και χρόνου, διεκδίκησε και κέρδισε το 2009 τη διακυβέρνηση της χώρας υπό τα συνθήματα παροχών και λαϊκίστικων τσιτάτων. Διαπιστώνοντας στη συνέχεια ότι είχαν κάνει λάθος σε όλα όσα έλεγαν από το 2007 ως το 2009, άτακτα, αυτόβουλα και ηθελημένα προσέτρεξαν στους διεθνείς μηχανισμούς και στις συνταγές χρεοκοπίας για να μπορέσουν να κυβερνήσουν, μιας και είχαν όλοι έτοιμες τις πένες για να υπογράψουν και πάλι παροχές.

Η αλήθεια είναι αυτή και δεν χρειάζεται καμία εξεταστική για να την αναδείξει. Το θέμα είναι ότι στις επόμενες εκλογές θα αναμετρηθούν κυρίως εκείνοι που νομίζουν ότι όλα αυτά είναι «ευλογία» και ότι μαζί με τους ίδιους πρέπει να τιμωρηθεί και ο λαός για τον ασύδοτο λαϊκισμό τους και εκείνοι που επιζητούν μια επίπονη και ελπιδοφόρα διαδικασία ανασύνταξης και ανάταξης, με τη χώρα να ξεκινάει από αυτό το χαμηλό, αλλά υπαρκτό υπόβαθρο. Και ο λαός αυτή τη φορά θα πρέπει να κρίνει πιο σοφά.

Η υπόθεση Διαμαντοπούλου

Η περίπτωση της Άννας Διαμαντοπούλου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τάσεων, νοοτροπιών, πρακτικών που πρέπει άμεσα να αλλάξουν αν θέλουμε να λέμε στο μέλλον ότι όλη αυτή η κατάσταση της αποδοχής ακραίων μέτρων και περικοπών έπιασε τελικά τόπο.

Μιλάμε για μια υπουργό που κατά τη θητεία της παρέλυσαν για δύο χρόνια όλες οι δομές κατάρτισης και δια βίου μάθησης παρόλο που αποτέλεσαν κεντρικά στοιχεία των προγραμματικών της δηλώσεων στο υπουργείο Παιδείας. Που κατά τη θητεία της, Φεβρουάριο μήνα, δεν είχαν ετοιμαστεί ακόμα τα σχολικά βιβλία και οι μαθητές έψαχναν φωτοτυπικά μηχανήματα, ενώ οι δήμοι έκαναν «ελεημοσύνες» βγάζοντας φωτοτυπίες, παραχωρώντας χαρτί και γραφίτη. Μιλάμε για μια υπουργό που κατά τη θητεία της απέκτησαν άρωμα κυβερνητικής «επιτυχίας» τα συντεταγμένα συσσίτια στα σχολεία για υποσιτισμένους μαθητές, τα οποία εξωραΐστηκαν με την ονομασία «μικρογεύματα». Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς ντροπή, χωρίς το βλέμμα καρφωμένο στα δάχτυλα των ποδιών από τους ιθύνοντες.

Δυστυχώς για το κοινοβουλευτικό σώμα και με τη συνέργεια της ΝΔ, αυτή η υπουργός πέρασε στην ιστορία ως η πρώτη που κατάφερνε να περάσει ένα νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση με ευρύτατη πλειοψηφία 250 ψήφων, γεγονός που το περιφέρει στα κανάλια ως προσωπική της προίκα και παρακαταθήκη. Ένα νομοσχέδιο με τεράστια κενά, με φοβερές αδυναμίες και στρεβλώσεις, το οποίο ως μοναδικό θετικό του στοιχείο – για το οποίο ψηφίστηκε από τη ΝΔ – έχει τη διαχείριση του ασύλου, μια διαχείριση που δεν είναι και πολύ διαφορετική από εκείνη του προηγούμενου νόμου, χώρια που και πάλι δεν εφαρμόστηκε. Ήταν δηλαδή μια κατ’ επίφαση διαχείριση την οποία η ίδια γνώριζε ότι κυρίως ο δικός της πολιτικός χώρος ποτέ δεν θα αποδεχόταν ή δεν θα επέτρεπε να εφαρμοστεί.

Για όλα αυτά η Διαμαντοπούλου επιβραβεύτηκε με την ανάληψη του υπουργείου Ανάπτυξης στον πρόσφατο κυβερνητικό ανασχηματισμό. Αναβαθμίστηκε, αποχώρησε από το υπουργείο Παιδείας συγκινημένη για τα εκπληκτικά που είχε επιτύχει και τώρα θα κληθεί να διαχειριστεί τον πιο ευαίσθητο και κρίσιμο τομέα της χώρας από εδώ και στο εξής. Ελπίζω όχι για πολύ. Ευελπιστώ ότι σύντομα οι εκλογές θα δώσουν και εκεί τη λύση.

Συμβόλαια κυβερνητικών πόστων

Αυτή η εξέλιξη με την αναβάθμιση της Άννας Διαμαντοπούλου στο υπουργείο Ανάπτυξης με έπεισε οριστικά ότι υφίσταται στην πολιτική ζωή του τόπου ένα αόρατο «πέπλο» συμβολαίων έτσι ώστε να αναδεικνύονται σε κυβερνητικές θέσεις ή ακόμα και σε θέσεις βουλευτικών αξιωμάτων συγκεκριμένοι άνθρωποι.

Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα πρέπει με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία να βρίσκονται σε θέσεις διακυβέρνησης ακόμα και αν έχουν αποτύχει παταγωδώς σε προηγούμενες περιόδους που κλήθηκαν να διαχειριστούν, από διάφορα πόστα, τις τύχες αυτής της χώρας.

Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί, ας πούμε, ο Θεόδωρος Πάγκαλος πρέπει σώνει και καλά να είναι υπουργός, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως ακόμα και αν Πρωθυπουργός είναι ένας μη εκλεγμένος τεχνοκράτης. Και θα μπορούσα να αναφέρω και αρκετούς άλλους.

Κάτι δεν πηγαίνει καλά λοιπόν στο όλο σύστημα και κάπου μάλλον χάνεται η επαφή με την κοινωνία, τις ανησυχίες και τις αγωνίες της. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, ούτε μπορούμε να πάμε μπροστά και να χτίσουμε κάτι εκ του μηδενός ουσιαστικά. Τα «συμβόλαια» πρέπει να σπάσουν και σε αυτό έχουν ευθύνη και τα κόμματα και οι πολίτες. Κανείς δε μπορεί να θεωρείται ότι γεννήθηκε για να κυβερνά ή να είναι βουλευτής εις το διηνεκές ακόμα και όταν αποδεδειγμένα έχει στο ενεργητικό του μεγάλες αποτυχίες. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι αυστηρή, να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, να έχει ως γνώμονα τη συνέπεια σε υγιείς ρόλους που κατά καιρούς επιτελεί ο καθένας. Αλλιώς το πολίτευμα «διαστρεβλώνεται» και αποκτά «αιμοφιλικά» χαρακτηριστικά.

vasileios[at]balafas.gr
vbalafas.blogspot.com