Αντισυνταγματική έκρινε το ΣτΕ διάταξη της
φορλογικής νομοθεσίας που προβλέπει περιορισμένη επιστροφή των παράνομων
φόρων και περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις έντοκες αξιώσεις των πολιτών
για τη μακρόχρονη απώλεια των χρημάτων τους.
Ειδικότερα, έκρινε αντισυνταγματική και ανίσχυρη τη ρύθμιση του ν. 2120/93 που ορίζει ότι σε περίπτωση δικαστικής ακύρωσης φόρων, δασμών, προστίμων, τα χρήματα επιστρέφονται στους πολίτες με τόκους που αρχίζουν να μετρούν τουλάχιστον επτά μήνες μετά την κοινοποίηση στο Δημόσιο (ΔΟΥ) της οριστικής (δηλαδή της εφετειακής) δικαστικής απόφασης.
Η επιστροφή φόρου βάσει δήλωσης πρέπει να είναι έντοκη από την πρώτη ημέρα υποβολής του αιτήματος από τον φορολογούμενο για επιστροφή, αλλά επειδή αυτό δεν προβλέπεται νομοθετικά, οι πολίτες μπορούν να διεκδικούν τους τόκους με αγωγή αποζημίωσης μέσω των δικαστηρίων.
Αυτό έκρινε η αυξημένη, επταμελής, σύνθεση του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Φ. Αρναούτογλου και εισηγητής ο πάρεδρος Ι. Σύμπλης) με την υπ' αριθμ. 1207/2012 απόφασή της και λόγω αντισυνταγματικότητας και πρόσκρουσης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) της σχετικής νομοθεσίας, παρέπεμψε το όλο ζήτημα για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομοθεσία (ο βασικός νόμος περί υπερημερίας του δημοσίου τομέα είναι από το 1877 και συγκεκριμένα ο Ν. ΧΛ'/1877), «το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου».
Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου.
Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της δήλωσης του φορολογουμένου. Τα ίδια όμως ισχύουν και σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται από τη ΔΟΥ ως ανακριβής.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας ομόφωνα έκριναν ότι «η έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη που σε τίποτε δεν φταίει, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας».
Να σημειωθεί ότι στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται οι αποδοχές, οι συντάξεις, οι φόροι, κ.λπ.
Όμως, οι δικαστές στη συνέχεια, κατά πλειοψηφία, διαπίστωσαν ότι υπάρχει κενό νόμου ως προς τον άμεσο τρόπο εντόκου επιστροφής φόρου και για τον λόγο αυτόν κατέληξαν στο ότι «η ανόρθωση της όποιας βλάβης του πολίτη που ζημιώνεται θα πρέπει να γίνεται καταρχήν μέσω αγωγής αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παραλείψεως του νομοθέτη να συμμορφωθεί σε υποχρέωση που του επιβάλλει το Σύνταγμα».
Ειδικότερα, έκρινε αντισυνταγματική και ανίσχυρη τη ρύθμιση του ν. 2120/93 που ορίζει ότι σε περίπτωση δικαστικής ακύρωσης φόρων, δασμών, προστίμων, τα χρήματα επιστρέφονται στους πολίτες με τόκους που αρχίζουν να μετρούν τουλάχιστον επτά μήνες μετά την κοινοποίηση στο Δημόσιο (ΔΟΥ) της οριστικής (δηλαδή της εφετειακής) δικαστικής απόφασης.
Η επιστροφή φόρου βάσει δήλωσης πρέπει να είναι έντοκη από την πρώτη ημέρα υποβολής του αιτήματος από τον φορολογούμενο για επιστροφή, αλλά επειδή αυτό δεν προβλέπεται νομοθετικά, οι πολίτες μπορούν να διεκδικούν τους τόκους με αγωγή αποζημίωσης μέσω των δικαστηρίων.
Αυτό έκρινε η αυξημένη, επταμελής, σύνθεση του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Φ. Αρναούτογλου και εισηγητής ο πάρεδρος Ι. Σύμπλης) με την υπ' αριθμ. 1207/2012 απόφασή της και λόγω αντισυνταγματικότητας και πρόσκρουσης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) της σχετικής νομοθεσίας, παρέπεμψε το όλο ζήτημα για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομοθεσία (ο βασικός νόμος περί υπερημερίας του δημοσίου τομέα είναι από το 1877 και συγκεκριμένα ο Ν. ΧΛ'/1877), «το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου».
Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου.
Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της δήλωσης του φορολογουμένου. Τα ίδια όμως ισχύουν και σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται από τη ΔΟΥ ως ανακριβής.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας ομόφωνα έκριναν ότι «η έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη που σε τίποτε δεν φταίει, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας».
Να σημειωθεί ότι στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται οι αποδοχές, οι συντάξεις, οι φόροι, κ.λπ.
Όμως, οι δικαστές στη συνέχεια, κατά πλειοψηφία, διαπίστωσαν ότι υπάρχει κενό νόμου ως προς τον άμεσο τρόπο εντόκου επιστροφής φόρου και για τον λόγο αυτόν κατέληξαν στο ότι «η ανόρθωση της όποιας βλάβης του πολίτη που ζημιώνεται θα πρέπει να γίνεται καταρχήν μέσω αγωγής αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παραλείψεως του νομοθέτη να συμμορφωθεί σε υποχρέωση που του επιβάλλει το Σύνταγμα».
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ