Τα τεράστια χρέη, που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια πολλών ετών, και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των κρατών που πλήττονται από την κρίση, είναι τα πραγματικά αίτια της οικονομικής κρίσης. Η συνεπής και μακροπρόθεσμη συνέχιση της διαδικασίας εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη και γι' αυτό το λόγο δεν πρέπει να χαλαρώσουμε τώρα το σύμφωνο σταθερότητας.
Εάν η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών είναι ο ένας πυλώνας, η αναπτυξιακή πολιτική είναι ο δεύτερος πυλώνας πάνω στον οποίο βασίζονται οι ισχυρές οικονομίες. Κι εδώ ισχύει ότι την ευθύνη για την ανάπτυξη της οικονομίας φέρουν κατ' αρχήν τα κράτη-μέλη. Η ανταγωνιστικότητα που χρειαζόμαστε για την ανάπτυξη, πρέπει να αποκατασταθεί με εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως το να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, να ανοίξουν περισσότερο οι αγορές εργασίας, ειδικά για τους νέους ανθρώπους, να μειωθεί η μαύρη εργασία και να δοθεί προτεραιότητα στην παιδεία, την επιστήμη και την έρευνα.
Τα ευρωπαϊκά κράτη, που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης, έχουν αποφασίσει ήδη σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Γνωρίζουμε και σεβόμαστε το δύσκολο δρόμο που ακολουθούν αυτή τη στιγμή πολλοί άνθρωποι στις χώρες αυτές. Ομως η εν μέρει πολύ βαθιά ύφεση της οικονομίας και η τρομακτικά μεγάλη ανεργία, προ πάντων μεταξύ των νέων ανθρώπων, καθιστούν τις μεταρρυθμίσεις αυτές τη μοναδική ευκαιρία για να επιστρέψουμε πάλι σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ασφαλώς απαιτείται υπομονή έως ότου φανεί το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, αλλά η επιτυχία τους θα είναι τότε ακόμα πιο εντυπωσιακή. Αυτό το γνωρίζουμε από την εμπειρία της Πολωνίας, των βαλτικών χωρών και, εν τέλει, και της ίδιας της Γερμανίας.
«Θέλουμε να συμπληρώσουμε το σύμφωνο σταθερότητας με ένα σύμφωνο ανάπτυξης, για μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα». Στη φωτογραφία η αίθουσα της Γερμανικής Βουλής. |
Πρώτον, σταθερός προσανατολισμός του προϋπολογισμού της Ε.Ε. στην ανάπτυξη: Οποιος προτίθεται να ξαναδιακινδυνεύσει δημοσιονομικά με προγράμματα και δαπάνες που χρηματοδοτούνται από χρέη, δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τις δραματικές εμπειρίες της κρίσης. Η Ε.Ε. δεν πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες της, πρέπει όμως να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα κονδύλια με πιο αποτελεσματικό τρόπο απ' ό,τι μέχρι σήμερα. Τα χρήματα για μελλοντικές δαπάνες υπάρχουν.
Η Ε.Ε., πράγματι, τους τρέχοντες μήνες, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για το χρηματοδοτικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών για τα έτη 2014 έως 2020. Ο σχεδιασμός προβλέπει ποσό ύψους 1 τρισ. ευρώ. Θα πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε το τεράστιο αυτό ποσό να κατευθυνθεί με συνέπεια στην ανάπτυξη και την απασχόληση, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενισχυθεί ο έλεγχος της διάθεσης των κονδυλίων και να εξαρτηθεί από μετρήσιμα κριτήρια. Για κάθε ευρώ που δαπανάται από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., θα πρέπει να υπάρχει και η απόδειξη ότι έχει διατεθεί με αποτελεσματικό τρόπο.
Δεύτερον, ενεργοποίηση αδιάθετων ευρωπαϊκών κονδυλίων. Περίπου 80 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία και τα ταμεία συνοχής της τρέχουσας δημοσιονομικής περιόδου παραμένουν ακόμη αδιάθετα, καθώς δεν έχουν δεσμευθεί για συγκεκριμένα προγράμματα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει, σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη, να επενδύσει τα κονδύλια αυτά γρήγορα και αποτελεσματικά στην ανάπτυξη μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Τρίτον, καλύτερη πρόσβαση στα επενδυτικά κεφάλαια. Σε μερικά κράτη παρατηρούμε ότι οι κυβερνήσεις ακολουθούν μεν το σωστό δρόμο, ο τραπεζικός τομέας δεν μπορεί όμως να επιτελέσει το ρόλο που του αντιστοιχεί στην οικονομία, υπό το βάρος προβληματικών δανείων. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις δεν δύνανται να προχωρήσουν σε λογικές, αναπτυξιακές επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αποτελεί για εμάς ένα εργαλείο, το οποίο θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να αξιοποιούμε σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο στοχευμένα, ώστε να βελτιώσουμε την πρόσβαση, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε επενδυτικούς πόρους.
Τέταρτον, προώθηση έργων υποδομής. Η δυσλειτουργία του τραπεζικού τομέα, ως αιμοδότη της οικονομίας, αποτελεί επίσης πρόβλημα για τα μεγαλύτερης κλίμακας ευρωπαϊκά προγράμματα υποδομής. Τα οδικά και σιδηροδρομικά, καθώς και τα ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακά μας δίκτυα, αποτελούν τους άσους της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αποτελούν το θεμέλιο του βιοτικού μας επιπέδου, το οποίο μπορεί να διασφαλιστεί μόνο στο πλαίσιο μιας Ευρώπης που θα συνεχίσει να κινείται σε ενωτική τροχιά.
Τα υπερσύγχρονα έργα υποδομής ανοίγουν νέες προοπτικές ανάπτυξης, καθιστώντας τις επενδύσεις πιο ελκυστικές για τον ιδιωτικό τομέα. Για τη διασυνοριακή επέκταση της ευρωπαϊκής υποδομής, θα πρέπει να κινητοποιήσουμε τα ιδιωτικά κεφάλαια και να αναζητήσουμε καινοτόμους τρόπους σύμπραξης του δημόσιου και ιδιωτικoύ τομέα (public private partnership).
Πέμπτον, ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Τη δεκαετία του '80 και του '90, απελευθερώθηκαν τεράστιες δυνάμεις ανάπτυξης, μέσω της υλοποίησης των επονομαζόμενων τεσσάρων ελευθεριών. Σήμερα, η επέκταση της εσωτερικής αγοράς σε νέους τομείς προσφέρει νέες μεγάλες ευκαιρίες. Αυτό ισχύει για την ψηφιοποιημένη οικονομία και το διαδικτυακό εμπόριο. Αφορά, επίσης, τον ενεργειακό τομέα, ενώ παράλληλα στοχεύει και στην ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσω του περιορισμού της γραφειοκρατίας και της καλύτερης πρόσβασης σε κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου.
Προκειμένου να πετύχουμε πρόσθετη ανάπτυξη, θα πρέπει να ενισχύσουμε και τη διασυνοριακή κινητικότητα στην Ευρώπη. Θα πρέπει να δοθεί σαφής προτεραιότητα στις ευκαιρίες απασχόλησης και, επομένως, στις μελλοντικές προοπτικές των νέων.
Εκτον, ενίσχυση του ελεύθερου εμπορίου. Τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκονται εκτός της Ε.Ε. Ομως, και πάνω από 80% της παγκόσμιας ανάπτυξης καταγράφεται πια εκτός της Ε.Ε. Για το λόγο αυτό, η Ε.Ε. θα πρέπει να φροντίσει, ώστε η «Αναπτυξιακή Ατζέντα της Ντόχα» να εφαρμοστεί με επιτυχία και ταυτόχρονα να συναφθούν πρόσθετες συμφωνίες για το ελεύθερο εμπόριο με παλαιά και νέα κέντρα ισχύος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ολα αυτά δείχνουν ένα πράγμα: Θα πρέπει να επιτευχθεί ανάπτυξη, χωρίς να δημιουργηθούν νέα χρέη. Θα ήταν σκόπιμο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου να συμφωνηθεί ένα νέο Σύμφωνο Ανάπτυξης. Ας μην κρυβόμαστε: ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι ακόμη μακρύς. Αλλά, εάν προωθήσουμε με συνέπεια τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις και αξιοποιήσουμε με δημιουργικό τρόπο τις δυνατότητες που μας δίνονται, ώστε να δοθεί και βραχυπρόθεσμα ώθηση στην ανάπτυξη, η Ευρώπη, στο τέλος της κρίσης, θα εξέλθει πιο εύρωστη οικονομικά και πιο υγιής από πριν. Η Ευρώπη πρέπει να σταθεί ενωμένη, προκειμένου να υπερβεί την κρίση. Θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τη θέση μας ως ευρωπαϊκή πολιτισμική κοινότητα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
GUIDO WESTERWELLE, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας.