16 Μαΐου 2012

Financial Times: Στα 395 δισ. ευρώ το κόστος για την Ε.Ε. από την επιστροφή στη δραχμή

Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ μπορεί σε χρήματα να στοιχίσει στην Ευρωζώνη 395 δισ. ευρώ, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, ωστόσο μεγαλύτερη ανησυχία δημιουργεί ο φόβος για τη μετάδοση της κρίσης και το κόστος που θα έχει αυτή για την Ευρώπη...
Οπως γράφουν οι Financial Times ο φόβος των αγορών από τότε που ξεκίνησε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης είναι ο κίνδυνος μετάδοσής της. Η έξοδος της Ελλάδας από το ενιαίο νόμισμα θα φέρει αυτόν τον κίνδυνο στο επίκεντρο, και μάλιστα με τρόπο που κανείς δεν μπορεί ούτε να φανταστεί, ούτε, όμως και να ορίσει.

Μάλιστα, όπως τονίζεται στο άρθρο, η βασική ανησυχία δεν είναι αφορά μόνο στον άμεσο αντίκτυπο, αλλά κυρίως το παράδειγμα που θα θέσει η Ελλάδα για τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης.

Μιλώντας στους Financial Times ο Τζιμ Ράιντ της Deutsche Bank ανέφερε πως «η αποχώρηση της Ελλάδας μπορεί να είναι επικίνδυνο παράδειγμα, εάν οι άλλες οικονομίες συνεχίσουν να αποδυναμώνονται».

Σύμφωνα με τον Νικόλαο Πανηγυρτζόγλου, της JPMorgan, το άμεσο, χρηματικό κόστος, από την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – δεδομένου ότι η χώρα θα κηρύξει στάση πληρωμών - υπολογίζεται στα 395 δισ. ευρώ (τα 240 δισ. ευρώ των πακέτων στήριξης για τη χώρα, τα 130 δισ. ευρώ του Target 2 με δανεισμό από κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών της ευρωζώνης και 25 δισ. ευρώ από τον δανεισμό εμπορικών τραπεζών), χαρακτηρίζεται, ωστόσο, διαχειρίσιμο.

Αναπάντητο, όμως, παραμένει το ερώτημα σχετικά με το πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, καθώς πολλοί στις αγορές ανησυχούν μήπως οι θεσμικοί δανειστές όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση χάσουν όλα τα χρήματα που εμπιστεύθηκαν στην Ελλάδα, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν τη Ρώμη και τη Μαδρίτη.

Στην περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει σε άτακτη χρεοκοπία, θα ακολουθήσει πανδαιμόνιο αφού αναμένεται οι κάτοχοι ισπανικών και ιταλικών ομολόγων να προχωρήσουν σε άμεση ρευστοποίηση.

Μπορεί, βέβαια, η ΕΚΤ να θέσει και πάλι σε ισχύ το πρόγραμμα άμεσης αγοράς κρατικών τίτλων όπως επίσης και τη στήριξη των τραπεζών της ευρωζώνης. Ενώ θα πρέπει επίσης να ανακοινωθεί κάποια μορφή δημοσιονομικής ενοποίησης, που να αφορά μεταφορές από τις ισχυρές χώρες στις πιο αδύναμες.

Οι πρώτες που θα πληγούν από την κρίση θα είναι οι τράπεζες, των οποίων το κόστος χρηματοδότησης θα ενισχυθεί καθώς θα συρρικνώνεται η αξία των ομολόγων της περιφέρειας που παραμένει στην κατοχή τους, ενώ την κατάσταση δυσκολεύει το γεγονός ότι ορισμένες ισπανικές και ιταλικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα φθηνά δάνεια από την ΕΚΤ για να αγοράσουν εγχώριους κρατικούς τίτλους.

Ο τραπεζικός κόσμος, όμως, φαίνεται διχασμένος από το πόση αναστάτωση θα φέρει η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Ο Στιούαρτ Γκούλιβερ, διευθύνων σύμβουλος της HSBC, υποστήριξε την προηγούμενη εβδομάδα ότι «η ευρωζώνη θα επιβιώσει αλώβητη».

Πολλές τράπεζες έχουν δημιουργήσει σχεδιασμούς εκτάκτου ανάγκης ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν με την εισαγωγή της δραχμής εντός 24 ωρών.

«Βασικά, είναι μία τεράστια παρτίδα στο σκάκι, όπου είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς πέρα από την επόμενη κίνηση», υποστηρίζει άλλος οικονομικός αναλυτής.

Ακόμη, όμως και στην περίπτωση που αποφασισθεί η ελεγχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν μια περίοδο με προβλήματα στην παροχή ρευστότητας καθώς το κόστος δανεισμού θα ενισχυθεί και θα υπάρξουν περιορισμοί στη ροή του συναλλάγματος.

«Είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζει κανείς ότι μπορεί να περιοριστεί ο αντίκτυπος», αναφέρει ανώτατο στέλεχος βρετανικής τράπεζας και συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που η Ελλάδα αποχωρήσει ή χρεοκοπήσει, τότε η μετάδοση της κρίσης θα γίνει ένα κανόνι που θα βάλει εναντίον της Ισπανίας».

Οι τράπεζες δηλώνουν ότι οι εποπτικές αρχές, το τελευταίο διάστημα, διεύρυναν τις απαιτήσεις τους και τους ζήτησαν να προετοιμαστούν όχι μόνο απέναντι στην ελληνική έξοδο από την Ευρωζώνη, αλλά και στην πλήρη κατάρρευση της ένωσης. «Πριν από πέντε ή έξι εβδομάδες οι απαιτήσεις διευρύνθηκαν» αναφέρει ένας τραπεζίτης και συμπληρώνει: «Ειλικρινά όμως, δεν χρησίμευσε πολύ».