Της Φωτεινής Καλλίρη
Όταν οι ρυθμοί στις συγχωνεύσεις και καταργήσεις φορέων του Δημοσίου
είναι απελπιστικά αργοί, η διασπορά αρμοδιοτήτων μεγάλη, η συνεννόηση
μεταξύ των υπουργών κακή και ταυτόχρονα υπάρχει αντίδραση των υπαλλήλων
σε κάθε αλλαγή, τα περιθώρια για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης
είναι εξαιρετικά στενά, εξομολογείται στην «Κ» ο κ. Παύλος Αποστολίδης (φώτο),
υπηρεσιακός υπουργός στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και κατά το
παρελθόν γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης στην Κύπρο και μόνιμος
αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην Ε.Ε. στις Βρυξέλλες, διοικητής της ΕΥΠ.
Πού οφείλονται οι καθυστερήσεις, ρωτήσαμε τον κ. Αποστολίδη. «Οι
συγχωνεύσεις καθυστέρησαν γιατί οι υπουργοί δεν είχαν την ίδια αντίληψη
ως προς το πώς πρέπει να προχωρήσουν. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι
ότι ενώ παρατηρούνται καθυστερήσεις, αντιθέτως προχώρησε η κατάργηση του
Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου του Εθνικού Κήπου, το Δ.Σ. του οποίου
διοικείτο από προσωπικότητες και εκπροσώπους, που ήταν άμισθοι και
προσέφεραν έργο». (Πάντως μέσα στο καλοκαίρι η κυβέρνηση δρομολογεί,
κατά πληροφορίες, συγχωνεύσεις - καταργήσεις 60 οργανισμών - φορέων του
Δημοσίου.)
Η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος της αναδιοργάνωσης της δημόσιας
διοίκησης θα κριθεί από τη θέληση όλων, πολιτικής ηγεσίας και
δημοσιοϋπαλληλίας, να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, τονίζει. «Aυτό
είναι και το μεγάλο στοίχημα, να πείσουμε τους ξένους, που αμφισβητούν
τη θέλησή μας να αλλάξει το Δημόσιο νοοτροπία, να απαγκιστρωθεί από τη
γραφειοκρατία», αναφέρει. Κατά τον κ. Αποστολίδη, πρέπει να ξεπεραστεί ο
φόβος των δημοσίων υπαλλήλων, που είναι επιφυλακτικοί σε κάθε μέτρο,
όπως και στην αξιολόγησή τους. «Πρέπει να ξεκαθαρίσει το θέμα των
απολύσεων για να μην πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους, να γίνει
κατανοητό ότι η αξιολόγηση είναι χρήσιμο εργαλείο που βοηθά στη
βαθμολογική τους εξέλιξη και την ορθολογικότερη κατανομή τους σε
υπηρεσίες ανάλογα με τα προσόντα τους», τονίζει.
Μείωση θέσεων ευθύνης
Ο καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης κ. Π. Καρκατσούλης
είναι ένα ανώτατο στέλεχος που γνωρίζει σε βάθος τα προβλήματα της
διοίκησης. Τι πρέπει να γίνει για να μειωθούν οι δομές, τον ρωτήσαμε.
Κατ’ αρχάς χρειάζεται, τονίζει, άμεσος αναπροσδιορισμός του αριθμού των
θέσεων ευθύνης. Οι θέσεις τμηματαρχών, διευθυντών και γενικών διευθυντών
μπορούν να μειωθούν, κατ’ ελάχιστον 50% σε πρώτη φάση, και
μακροπρόθεσμα να αποκατασταθεί ο πραγματικός διοικητικός και
λειτουργικός έλεγχος (με λήψη μέτρων, όπως η επιλογή μάνατζερ, η
υιοθέτηση συμβολαίων για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου κ.λπ.).
Η γεωγραφία της κεντρικής διοίκησης σε αριθμούς είναι: 4.887
καταγεγραμμένες δομές, από τις οποίες 71 είναι γενικές και ειδικές
γραμματείες, 150 γενικές διευθύνσεις, 913 διευθύνσεις και 3.753 τμήματα.
Κατά τον κ. Καρκατσούλη, πρέπει να μειωθεί η κτιριακή διασπορά (330
κτίρια στην κεντρική δημόσια διοίκηση) και ο μεγάλος αριθμός γενικών και
ειδικών γραμματειών, που σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό γενικών
διευθύνσεων οδηγεί σε δομικές επικαλύψεις και επιχειρησιακές
δυσλειτουργίες.
Ελλειμμα συντονισμού
Σημαντικά είναι τα ευρήματα της έρευνας για τις δομές της κεντρικής
διοίκησης. Απαντήθηκαν 1.300 ερωτηματολόγια από στελέχη υπουργείων, η
συντριπτική πλειονότητα των οποίων αναγνωρίζει το έλλειμμα που
παρουσιάζεται στο ζήτημα του συντονισμού σε όλη τη διοίκηση. Ο ελλιπής
συντονισμός αναγνωρίζεται ως το δεύτερο σημαντικότερο πρόβλημα της
δημόσιας διοίκησης. Παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον οι διαπιστώσεις για
την ανισοκατανομή των αρμοδιοτήτων σε σχέση με τις δομές και το
προσωπικό που τις στελεχώνει. Ως σημαντική αιτία των προβλημάτων
προβάλλουν οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων – το διοικητικό και πολιτικό
επίπεδο επικαλύπτεται με εκείνο της Γενικής Γραμματείας. «Επιτέλους να
υπάρχει ένα σαφές όριο πού σταματάει η πολιτική γραμμή και πού ξεκινάει η
γραφειοκρατία», ήταν η απάντηση στελέχους.
Από την άλλη, σε ποσοστό 20% τα τμήματα είτε δεν είναι στελεχωμένα είτε
έχουν μόνο προϊστάμενο χωρίς υφισταμένους. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται,
κατά τον κ. Καρκατσούλη, στην αναχρονιστική διοικητική πρακτική να
μεταφέρονται αρμοδιότητες σε διαφορετικά τμήματα ή διευθύνσεις χωρίς να
καταργούνται τα «αφετηριακά». Αντιστοίχως, υπάλληλοι τμημάτων ή
μεταφέρονται σε άλλα τμήματα ή αποχωρούν από την εργασία, ωστόσο το
αρχικό τμήμα παραμένει, ανενεργό. Εντεκα υπουργεία έχουν περιφερειακές
υπηρεσίες και μόνο τέσσερα και το Κέντρο Διακυβέρνησης δεν διαθέτουν
περιφερειακές δομές.