Του Στέφανου Κασιμάτη
Η συγγραφέας κυρία Παυλίνα Νάσιουτζικ δηλώνει «πάρα πολύ περήφανη» για τον γιο της, επειδή, όπως το θέτει -συγγραφική αδεία, προφανώς- το παιδί αγωνίζεται «ενάντια σε μια παράνομη (sic) κοινωνία». (Μια κοινωνία, παρεμπιπτόντως, που διαβάζει εμβριθώς «Μαμάδες βορείων προαστίων»...)
Παιδιά δεν έχω, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει καθόλου να καταλαβαίνω ότι ο γονεϊκός δεσμός είναι ακατάλυτος και, ως εκ τούτου, να συμπάσχω ώς ένα βαθμό. Θα ήταν, επομένως, τελείως αφύσικο για ένα γονέα να μην πονάει το παιδί του, σε όποια κατάσταση και αν το έχουν οδηγήσει ο συνδυασμός επιλογών, συνθηκών και τυχαίου, που ορίζει την κατεύθυνση που παίρνει η ζωή μας. Είναι, επίσης, κατανοητό και φυσικό για ένα γονέα να αντιδρά, στο αρχικό στάδιο τουλάχιστον, με τρόπο ακραίο ή ακόμη και παράλογο, στον ψυχολογικό κλονισμό που του προκαλεί ένα τρομερό γεγονός το οποίο συμβαίνει στο παιδί του. Είναι όμως φυσικό η μητέρα του αγωνιστή, που εισέβαλε οπλισμένος με καλάσνικοφ σε τράπεζα για να τη ληστέψει, να νιώθει «πάρα πολύ περήφανη»; Βάσει της κοινής λογικής, νομίζω ότι η απάντηση εξυπακούεται και, συνεπώς, περιττεύει.
Εφόσον όμως η στάση της δεν οφείλεται στη φρίκη του σοκ, περισσότερο ενδιαφέρον έχει να αναζητήσει κανείς τους λόγους που την οδηγούν σε αυτήν. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς στ’ αστέρια για να τους βρει. Υπάρχουν σε συνέντευξη που η ίδια έδωσε προ ετών σε κυπριακό περιοδικό: «Μέχρι τα πρώτα δέκα χρόνια του παιδιού, έχεις τη χαρά ότι διαμορφώνεις έναν άνθρωπο, ότι του δίνεις αρχές που μπορεί να είναι και ενάντια σε ό,τι προηγήθηκε, να είναι κάτι καινούργιο. Μια φορά, για παράδειγμα, που έγραφε ο γιος μου διαγώνισμα στην Ιστορία, μου λέει: “Ελα, μαμά, να διαβάσουμε Ιστορία” και του απαντάω, “χέσε την Ιστορία, θα διαβάσουμε Μάριο Χάκκα”. Μου λέει, “μαμά, είσαι τρελή;”. Εγώ ήξερα ότι την Ιστορία θα την ξεχάσει, το κείμενο του Χάκκα όμως δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ο Χάκκας θα του μείνει...»
Το ερώτημα του μικρού επανέρχεται τώρα κατά τρόπο αναπόφευκτο: ήταν τρελή η μαμά; Οχι, δεν ήταν. Οποιος κάνει μια τρέλα -και όλοι μας έχουμε κάνει τρέλες και εφόσον μένουμε ζωντανοί θα εξακολουθούμε να κάνουμε- δεν είναι απαραιτήτως τρελός.
Θα έλεγα, όμως, ότι η μαμά ήταν θύμα της επιπόλαιας αντίληψης (αν θέλετε, πείτε την τρέλα) πολλών «προοδευτικών» να υποτιμούν κοινωνικούς θεσμούς, όπως η εκπαίδευση, ριζωμένους στην εμπειρία και τη δοκιμασμένη πρακτική προηγούμενων γενεών. Υπάρχει λόγος για τον οποίο είναι καλό τα παιδιά να διδάσκονται Ιστορία και να εξετάζονται σε αυτήν. Αυτός ο λόγος, καθώς και πολλά άλλα, συνιστούν τη θεσμική τάξη πραγμάτων σε μια κοινωνία, η ύπαρξη της οποίας και μόνον αρκεί ώστε να της δίνει το κύρος που δικαιολογεί την ύπαρξή της. Αυτή η θεσμική τάξη δεν είναι το προϊόν των αποφάσεων που παίρνουμε εμείς, επειδή έτσι πιστεύουμε τώρα· είναι μάλλον το ιστορικό προϊόν αυτού που έκαναν πολλές γενεές πριν από εμάς και το οποίο άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου. Εμείς μπορούμε να επεμβαίνουμε κατά καιρούς στα επιμέρους - φερ’ ειπείν, στις μεθόδους με τις οποίες θα διδάσκεται το μάθημα της Ιστορίας ή στο τι θα περιλαμβάνει η διδασκαλία του. Δεν μπορούμε όμως -διότι δεν είναι φρόνιμο- να «χέσουμε» την Ιστορία γενικώς ή την παράδοση που υπαγορεύει να τη διδάσκονται τα παιδιά.
Η μαμά (όχι απαραιτήτως η συγκεκριμένη, αλλά η κάθε μαμά που θα μπορούσε να ήταν στη θέση της μητέρας του Ν. Ρωμανού) ήταν θύμα ενός αφελούς ρασιοναλισμού, ανώμαλες αποφύσεις του οποίου είναι ο μαρξισμός και ο φιλελευθερισμός στις πλέον δογματικές μορφές τους. Επειδή η οικονομική άνεση στην οποία γεννήθηκε της επέτρεπε ευρύτερα όρια ατομικής ελευθερίας, θεώρησε ότι ο γιος της, ως άτομο, είναι μία τελείως αυτόνομη οντότητα. Θεώρησε ότι υφίσταται ανεξαρτήτως των νόμων, των ηθών και των κανόνων που έχει παραγάγει η συσσωρευμένη πείρα των περασμένων γενεών. Ετσι, συνέβαλε (μαζί με άλλους παράγοντες, ορισμένους των οποίων όρισε η τύχη) στη δημιουργία ενός παιδιού, το οποίο στα είκοσι χρόνια του μπούκαρε με ένα καλάσνικοφ σε μια τράπεζα, νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό αλλάζει τον κόσμο. Αμ δε!
Συγχωρήστε με που θα γίνω λίγο περισσότερο προσωπικός απ’ ό,τι συνήθως, αλλά, εκθέτοντας αυτές τις σκέψεις, ο σκοπός μου δεν είναι να προκαλέσω. Δεν έχω τη διάθεση -και το λέω ειλικρινά- είτε να θίξω οιονδήποτε είτε να τσακωθώ. Μοναδική πρόθεσή μου είναι να ανοίξω τη συζήτηση γύρω από τα εντελώς στοιχειώδη, που άπτονται της κοινής λογικής: λόγου χάριν, είναι φυσικό να αισθάνεται κανείς πάρα πολύ περήφανος επειδή ο γιος του ληστεύει τράπεζες και συλλαμβάνει ομήρους;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ