06 Φεβρουαρίου 2013

Όταν η Λώρη Κέζα ξεβράκωνε τη μάνα του "τρομοκράτη" (τρομάρα του)

[Διαβάστε την κριτική της Λώρης Κέζα για να καταλάβετε σε τι περιβάλλον μεγάλωσε ο Ρωμανός και ο φίλος του ο Γρηγορόπουλος και να σας λυθούν οι απορίες πως ο ένας κατέληξε νεκρός και ο άλλος φυλακή]

Η Λώρη Κέζα, βιβλιοκριτικός και αρθρογράφος στο Βήμα, αναλύει και μαζί αποδομεί το συγγραφικό φαινόμενο της Παυλίνας Νάσιουτζικ το 2007, λέγοντας πως δεν χωράνε τα καλά συναισθήματα στα βιβλία της και κάνοντας λόγο για μαμάδες της παραλίας Ορνού (με αφορμή το Μύκονος Μπλουζ).


Σήμερα τα media ασχολούνται ξανά με την Παυλίνα Νάσιουτζικ, με την ιδιότητα της μητέρας του 20χρονου Νίκου Ρωμανού που συνελήφθη για τη ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης και ερευνάται η συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση Πυρήνες της Φωτιάς. Όμως, ήταν τον Απρίλη του 2007 όταν η Λώρη Κέζα ασχολήθηκε με το εκδοτικό φαινόμενο της Παυλίνας Νάσιουτζικ, ξεκαθαρίζοντας εξαρχήν ότι είναι δύσκολο να μιλήσει για τις ηρωίδες επειδή μιλάνε και σκέφτονται όλες το ίδιο, έχουν το χρήμα ιδεολογία θρησκεία και εμμονή, αλλά σέβονται μόνο το κληρονομικό χρήμα.

Αναλυτικά η κριτική της Λώρης Κέζα είχε ως εξής:

Στα μυθιστορήματα της Παυλίνας Νάσιουτζικ δεν υπάρχει μια γωνίτσα για καλά συναισθήματα. Επιθετικότητα, ανταγωνισμός, μίσος, απαξίωση και φιλαργυρία είναι τα γνωρίσματα των ηρωίδων που συναντάμε στο δεύτερο μυθιστόρημά της Μύκονος μπλουζ, μια συνέχεια των Μαμάδων βορείων προαστίων. Ο νέος τίτλος σηματοδοτήθηκε από αλλαγή στέγης, κάτι που συνηθίζεται στον εκδοτικό κόσμο. Η συγγραφέας μεταπήδησε από τις «μικρές» εκδόσεις Μελάνι, της Σίλβια Πλαθ και του Μαξ Φρις, στον γίγαντα Λιβάνη, του Νταν Μπράουν και της Χρύσας Δημουλίδου. Αυτό που δεν συνηθίζεται στα καθ' ημάς είναι η αναφορά στο εξώφυλλο της προηγούμενης επιτυχίας («από τον συγγραφέα του τάδε βιβλίου»), κάτι που γίνεται κατά κόρον στην αμερικανική αγορά. Σαν να υπάρχει περίπτωση να έχει ξεχάσει ο αναγνώστης το όνομα του συγγραφέα (ή μήπως μπορεί να το έχει ξεχάσει;).

Πετυχημένη συνταγή

Σε ειδική σελίδα, προτού αρχίσει η εξιστόρηση του Μύκονος μπλουζ, μαθαίνουμε ότι πρόκειται για γραπτό σίριαλ. Τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια θέματα, άλλος τόπος. Λέει: «Οχι, αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη έμπνευσης της συγγραφέως ούτε στην επιθυμία να στηριχθεί σε μια πετυχημένη συνταγή. Αλλά η Μύκονος και τα βόρεια προάστια είναι συγκοινωνούντα δοχεία και είναι αδύνατον να μπεις στον έναν κόσμο και να εγκαταλείψεις τον άλλον». Ακολουθεί η εκτενέστερη αφιέρωση που έγινε ποτέ: δισέλιδη, προς τη μητέρα της, που υπήρξε «η πιο ένθερμη εμψυχώτρια». Η πρώτη εντύπωση, ότι τα γραφόμενα ίσως ενσωματωθούν στην αφήγηση, διαψεύδεται στο τέλος του βιβλίου. Για όσους εντυπωσιαστούν από τα τσιτάτα της αφιέρωσης (υπάρχει ρήση Ροΐδη και αναφορά στον Γ. Χειμωνά) ακολουθεί καταιγισμός κλασικών ονομάτων, κάτι που η συγγραφέας συνηθίζει και στον προφορικό λόγο της, κρίνοντας τουλάχιστον από τις συνεντεύξεις που διανθίζονται με πλείστα «όπως είπε και ο Χένρι Τζέιμς», τα οποία ουδείς βέβαια μπαίνει στον κόπο να διασταυρώσει - πώς θα μπορούσε άλλωστε;

Είναι δύσκολο να μιλήσουμε για ηρωίδες σε αυτό το βιβλίο. Καθώς μοιάζουν όλες μεταξύ τους (μιλάνε και σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο) μπορούμε καλύτερα να αρκεστούμε στη νοοτροπία τους. Το χρήμα γίνεται ιδεολογία, θρησκεία, εμμονή. Προσοχή, όμως, σεβαστό είναι μόνο το κληρονομημένο χρήμα. Οι αυτοδημιούργητοι πλούσιοι αντιμετωπίζονται με εμπαθή περιφρόνηση και ανεξήγητη ειρωνεία. «Κοιτάξτε την καημένη, την original social butterfly.

Είναι τόσο ευτυχισμένη στην καινούργια της ζωή, τόσο συγκινητικά ευτυχισμένη που ταξιδεύει επιτέλους στο εξωτερικό, που ξέφυγε από το μίζερο διαμερισματάκι της στην Κυψέλη» και αλλού «Είναι φυσικό, μεγάλωσε στο Περιστέρι, κόρη εργάτη, έχει το κόμπλεξ των φτωχών να κολλήσουν στους πλούσιους, το βρίσκω πραγματικά εμετικό». Επίσης: «Με γελούν τα μάτια μου ή βλέπω τη Σοφία από το Μπραχάμι στη Μύκονο; [...] Οι άνθρωποι αρνούνται να μείνουν στο κοινωνικό πλαίσιο που τους όρισε η μοίρα ή η κοινωνική τάξη».

Σε δύο κατηγορίες

Σε αντιδιαστολή με την «πλεμπάγια», υπάρχουν και τα σεβαστά πρόσωπα: «Βλέπετε, ήταν η γνήσια κληρονόμος, οπότε μπορούσε να κάνει τα πάντα, δεν είχε την αγωνία των περισσότερων να βάλει τα σωστά ρούχα, να πάει στα σωστά στέκια, ήταν από μόνη της σωστή». Η Νάσιουτζικ λοιπόν χωρίζει τους Ελληνες σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν όσοι διαβιούν στα βόρεια προάστια και έχουν το χρήμα από την οικογένεια.

Στη δεύτερη ανήκουν όλοι οι υπόλοιποι, που οδύρονται για την πισίνα που δεν έχουν, ντρέπονται για τους γονείς τους και ζηλεύουν τους ανήκοντες στην πρώτη κατηγορία. Το βιβλίο ξετυλίγεται μέσα από επιφανειακές περιγραφές σχέσεων, μέσα από σκηνές συναντήσεων, από αδρές περιγραφές γνωριμιών: «Πρέπει να παραδεχθώ ότι εγώ που δίνω 500 ευρώ για τις Prada μπότες μου δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πώς συντηρείται ένας άνθρωπος με εννιακόσια ευρώ τον μήνα, γιατί ο τρισκατάρατος Περιστεριώτης δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων».

Αυτά τα μαθαίνουμε μέσα από τις συζητήσεις φιλενάδων που ξαπλωμένες στην παραλία ή σε βόλτες στη Μύκονο σχολιάζουν - κοινωνικά και οικονομικά - όποιον περνά μπροστά τους. Είναι φίλες χωρίς δεσμούς φιλίας. Η υποτιθέμενη κορύφωση της αφήγησης θα περιλάβει τη δολοφονία μιας από αυτές (κάποιος πρέπει να πεθάνει, κατά τη συνταγή του πρώτου βιβλίου). Η 33χρονη που αφηγείται την ιστορία εμφανίζεται μέσα από έναν χαρακτήρα χωρίς συγκρότηση. Μιλάει για τον εαυτό της μόνο με κοινωνικούς όρους: ήταν από πλούσια οικογένεια που φαλίρισε, κατάφερε να πάει σε καλό εκπαιδευτήριο (ένα από τα μείζονα ζητήματα του βιβλίου είναι το από πού έχεις αποφοιτήσει και σε ποιο σχολείο πάνε τα παιδιά σου), είχε πολλά συμπλέγματα για το διαμέρισμά της (στο Κολωνάκι αλλά ανήλιαγο και μικρό) και παντρεύτηκε έναν αυτοδημιούργητο νεόπλουτο, τον οποίο αποκαλεί «ταγάροβιτς». Λέει: «Η σκληρή μου μοίρα με είχε αναγκάσει να παντρευτώ έναν από αυτούς - ας όψεται η οικογενειακή καταστροφή - και από τότε τους μισούσα ακόμα περισσότερο». Σε αυτόν τον κόσμο που παρουσιάζεται ο ως ζηλευτός κήπος της Εδέμ όλοι μισούνται: οι σύζυγοι μεταξύ τους, οι γονείς με τα παιδιά. Οι άντρες αποκαλούνται «χρυσή μάστερκαρντ» ενώ ως ιδανικός σύζυγος παρουσιάζεται ο νεκρός: «καλύτερα θαμμένοι παρά χωρισμένοι». Ολα αυτά είναι εντελώς αποσπασματικά και στερούνται χιούμορ. Γελά κανείς άραγε με διαπιστώσεις του τύπου: «Οταν ο άντρας σου την κάνει με μια θεά είκοσι χρόνια νεότερη (χέστηκες τώρα, αλλά λέμε, είναι όλη η ανακατωσούρα, κυρίως είναι που περικόπτονται οι γενναιόδωρες επιταγές), όλοι λένε ότι ήσουν αξιοπρεπής».

Μεταξύ παντρεμένων

Οι σπάνιες εκδηλώσεις αγάπης μεταξύ παντρεμένων στον κόσμο της Νάσιουτζικ γίνονται για να κουκουλώσουν την απιστία. Η αγάπη για τα παιδιά εξαντλείται μέσα από οδηγίες προς τη Φιλιππινέζα, ενώ δεν υπάρχει πρόβλημα όταν ποτίζονται με διάφορα ηρεμιστικά χάπια. Εν ολίγοις, είναι ένα βιβλίο που έχει κακά vibes, πέραν του ότι είναι προχειρογραμμένο, ανερμάτιστο, χωρίς καμία οικονομία, χωρίς χαρακτήρες. Για κάποιον που είναι υποχρεωμένος να το διαβάσει - ας πούμε, στο πλαίσιο βιβλιοπαρουσίασης - το πιο διασκεδαστικό στοιχείο είναι η ασταμάτητη αναφορά σε άλλους συγγραφείς, όλων των ειδών. Παρέλαση από Κάφκα, Χόθορν, Μπρετ Ιστον Ελις, Στίβεν Κινγκ, Μούζιλ, Γκόγκολ, Ντοστογέφσκι, Σόμερσετ Μομ, Τόμας Μαν, Βιρτζίνια Γουλφ και πλήθος άλλων. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι τα διάβασε όλα αυτά, αλλά η Παυλίνα Νάσιουτζικ δεν ωφελήθηκε: πέρασε και δεν ακούμπησε.

Το μυθιστόρημα «Μαμάδες βορείων προαστίων», που ήταν το μπεστ σέλερ του περασμένου καλοκαιριού, είχε αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό από την κριτική, δεδομένου ότι η συγγραφέας ανήκει στους σκόλαρς (με καλές ιστορικές μελέτες για τις προτεσταντικές ιεραποστολές στη Μικρά Ασία). Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποια θα είναι η τύχη τού «Μύκονος μπλουζ».

iefimerida.gr