Τα τελευταία 560 χρόνια έχουν υπάρξει πολλοί "μνηστήρες" που έχουν διεκδικήσει το "θρόνο" της Ευρώπης. Στο τέλος, όμως, και με μεγάλο κόστος ανέκαθεν ηττώνταν από συμμαχίες.
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Europe from 1453 to the present day» [«Η Ευρώπη από το 1453 μέχρι τις μέρες μας»], το οποίο παρουσίασε σε σχετικό δημοσίευμα η βρετανική εφημερίδα Guardian, ο καθηγητής Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων στο Κέντρο Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Μπρένταν Σιμς, υποστηρίζει ότι «το ζήτημα ήταν ανέκαθεν η ένωση της Ευρώπης υπό μία κυριαρχούσα δύναμη».
Από τον Κάρολο τον 5ο της Ισπανίας μέχρι τον Αδόλφο Χίτλερ, περνώντας από τον Ναπολέοντα, στο τέλος οι διεκδικητές του ρόλου του «κυρίαρχου» κατέληγαν ηττημένοι από συμμαχίες.
Στη διαμόρφωση αυτών των συμμαχιών αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτιζε ανέκαθεν η Βρετανία, αγωνιζόμενη πάντοτε να δημιουργήσει μία εξισορρόπηση των δυνάμεων κατά της υπερβάλλουσας κυριαρχίας.
Πώς, όμως, σχετίζονται όλα αυτά με την Ευρώπη του 21ου αιώνα, με όλες τις ειδοποιούς διαφορές που τη διακρίνουν από όλα αυτά που έχει υπάρξει στο παρελθόν και κυρίως με τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των εθνών της;
Το ερώτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα υπό το φως των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις τελευταίες εβδομάδες, κατά τις οποίες είδαμε τη Γερμανία σε ρόλο κυρίαρχου να επιβάλλει ταπεινωτικούς όρους στις τράπεζες της Κύπρου.
Θα ήταν αφελές να αρνηθεί κανείς – εν μέσω κρίσεων σας αυτές της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας – το γεγονός ότι πράγματι αναδύεται εκ νέου στο προσκήνιο μία μορφή μονοδύναμης κυριαρχίας, ακόμη και αν αυτή η κυριαρχία εμφανίζεται σε καθεστώς ειρήνης.
Όπως εύστοχα το έθεσε προ ημερών ο αρθρογράφος των Financial Times, Γκίντιον Ράχμαν, «το βασικό πλέον θέμα στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι η ολοένα διογκούμενη κυριαρχία της Γερμανίας, καθώς και η έχθρα που αυτή γεννά. Πρόκειται για ειρωνεία της ιστορίας, δεδομένου ότι ο βασικός σκοπός του όλου ευρωπαϊκού σχεδίου ήταν η ολοκληρωτική κατάλυση της ιδέας ότι η Γερμανία είναι πολύ απλά υπέρ το δέον ισχυρή για να συνυπάρξει με τους γείτονές της».
Εδώ και 50 χρόνια η Γερμανία έχει βαλθεί να πείσει τον εαυτό της και τους εταίρους της ότι είναι αποφασισμένη να υπαγάγει τα εθνικά της συμφέροντα στο γενικό καλό της Ευρώπης. Ως αποτέλεσμα μίας μείζονος κρίσης της ευρωζώνης, την οποία δεν επεδίωξε, αλλά σίγουρα συνέβαλε στη διαμόρφωσή της, το Βερολίνο έχει βρεθεί εδώ και καιρό στο επίκεντρο των προσπαθειών διατήρησης του κοινού νομίσματος. Ως γνωστόν, η Γερμανία είναι μακράν ο μεγαλύτερος δανειστής στα πακέτα διάσωσης της ευρωζώνης και ο ηγέτης της χρηματοπιστωτικής σύγκλισης στην ευρωζώνη. Γι' αυτό και το αποτέλεσμα των εκλογών το ερχόμενο φθινόπωρο πρόκειται να αποτελέσει το κατ' εξοχήν πολιτικό γεγονός της χρονιάς.
Από πολλές απόψεις και για άλλους τόσους λόγους, η Γερμανία είναι η δύναμη που όλοι – συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας – θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση της: διαθέτει ισορροπημένη οικονομία, ένα λειτουργικό μοντέλο δημοκρατίας, εξελιγμένη βιομηχανία, ευνομούμενο κράτος σε όλες τις βαθμίδες της εξουσίας, τρομακτικής εμβέλειας τομέα εξαγωγών, εύρυθμο κράτος πρόνοιας και σχετικά χαμηλές στρατιωτικές δεσμεύσεις.
Τι απ' όλα αυτά διαθέτουν άλλες ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις όπως η Βρετανία, η οποία πλήττεται από μία ανισόρροπη οικονομία, από έναν «παραφουσκωμένο» χρηματοοικονομικό τομέα, ένα ασύμμετρο και απαρχαιωμένο σύνταγμα, από πολιτικούς και Τύπο αμφιλεγόμενης αξίας, τέλος από ένα προβληματικό κράτος πρόνοιας;
Το όραμα μίας Ευρώπης βασισμένης στο γερμανικό μοντέλο σίγουρα έχει πολλά πλεονεκτήματα. Κάθε φορά όμως που επιχειρείται η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, τα αναδυόμενα προβλήματα είναι περισσότερα από τις λύσεις.
Η Γερμανία βρίσκεται σε τόσο ισχυρή οικονομική θέση όχι εξαιτίας μιας ισχυρής καταναλωτικής αγοράς, αλλά εξαιτίας της εξαγωγικής ισχύος της: ας μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία πρωτοστατεί στον τομέα εξαγωγών της «προβληματικής» νότιας Ευρώπης, στην οποία εξάγει επίσης πίστωση, είναι δηλαδή ο μεγαλύτερος πιστωτής της.
Το θέμα είναι ότι οι ίδιες αυτές παραπαίουσες οικονομίες της Ευρώπης έχουν πάψει πλέον να «τρέφονται» αποκλειστικά με «πίστωση» από τη Φραγκφούρτη: το διαιτολόγιό της έχει εμπλουτιστεί πια με ολοένα και πιο δυσάρεστα «μέτρα λιτότητας» από το Βερολίνο. Κι εκεί εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα: στην αδυναμία τους να ακολουθήσουν και να συνταχθούν με το μοντέλο του δανειστή τους. Όπως εκεί επίσης εντοπίζονται και οι λόγοι της ολοένα διογκούμενης Γερμανοφοβίας.
iefimerida.gr