Μία εβδομάδα μετά την τραγωδία στο μαραθώνιο της Βοστώνης, οι αρχές προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τον ένα ύποπτο που είναι σοβαρά τραυματισμένος στο λαιμό και τη γλώσσα και δεν μπορεί να μιλήσει. Ωστόσο FBI και αστυνομία έπρεπε να προχωρήσουν με πολύ προσεκτικά βήματα μέχρι να εντοπίσουν τους δύο βομβιστές.
Πώς κατέληξαν στα αδέρφια Ταμερλάν και Ντζοκχάρ Τσαρνάεφ οι αρχές
Πριν από τα γεγονότα στο Γουότερταουν την Παρασκευή, που έσπειραν τον πανικό στους κατοίκους της πόλης και οδήγησαν στο θάνατο του ενός υπόπτου και τη σύλληψη του άλλου, οι ερευνητές είχαν δώσει μία μάχη ανάμεσα σε αναρίθμητα στοιχεία προκειμένου να καταλήξουν στο ποιους καταζητούν.
Από τις πρώτες ώρες, σε μία αποθήκη, άρχισαν να στοιβάζονται ματωμένα ρούχα, τσάντες, παπούτσια και άλλα αποδεικτικά στοιχεία από θύματα και αυτόπτες μάρτυρες προκειμένου να στεγνώσουν, ώστε είτε να εξεταστούν επιτόπου για στοιχεία είτε να σταλούν στα εργαστήρια του FBI για έλεγχο. Στην άλλη πλευρά της αποθήκης, δεκάδες ερευνητές έψαχναν σε βίντεο διάρκειας εκατοντάδων ωρών για ανθρώπους «που κάνουν κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους γύρω τους».
Χαρακτηριστικό είναι πως ένας μόνο ερευνητής αναγκάστηκε να παρακολουθήσει το ίδιο βίντεο 400 φορές. Στόχος ήταν να φτιάξει μία χρονική σειρά από όλες τις εικόνες που είχαν στα χέρια τους, ακολουθώντας πιθανούς υπόπτους ενώ κινούνταν στο χώρο. Μετά από τα πρώτα 24ωρα άρχισαν να επικεντρώνονται στους δύο άνδρες με καπέλο που μετέφεραν βαριές τσάντες ανάμεσα στον κόσμο κοντά στον τερματισμό, αλλά έφυγαν χωρίς αυτές. Σημείο κλειδί για την έρευνα ήταν όταν την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα βρήκαν σε βίντεο τον έναν από αυτούς να αντιδρά πολύ περίεργα τη στιγμή της μίας έκρηξης.
Την ώρα που οι αναλυτές έψαχναν καρέ- καρέ τα βίντεο, ένα στοιχείο θα ερχόταν από το νοσοκομείο. Μόλις ο Τζέφρι Μπάουμαν συνήλθε, έχοντας χάσει και τα δύο του πόδια στις εκρήξεις, ζήτησε χαρτί και μολύβι. «Τσάντα. Είδα τον τύπο. Με κοίταξε», έγραψε. Το FBI έσπευσε να μιλήσει μαζί του και η πληροφορία αποδείχθηκε πολύτιμη.
Τη στιγμή που αντιμετώπιζαν, κατά παραδοχή του FBI, πρόβλημα διαχείρισης των 2.000 πληροφοριών από βίντεο και εικόνες από κάθε πηγή- κάμερες παρακολούθησης στους δρόμους, από την τηλεοπτική κάλυψη και βέβαια από αυτά που είχε στείλει ο κόσμος- τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πρόσθεταν πίεση στους ερευνητές. Χιλιάδες ερασιτέχνες ντεντέκτιβ έβγαζαν τα δικά τους αυθαίρετα συμπεράσματα για τους υπόπτους.
Στο φόρουμ του Reddit.com, που πλέον έχει αφαιρεθεί, οι χρήστες έκαναν σενάρια. «Βρείτε ανθρώπους με μαύρες τσάντες», έγραψε ένας διαχειριστής. «Αν δείχνουν ύποπτοι, να τις ανεβάσετε. Μετά θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε τις κινήσεις τους, μέσα από τις φωτογραφίες».Ο διαχειριστής υπερασπίστηκε την κίνηση λέγοντας πως «έχει αποδειχθεί ότι χιλιάδες άνθρωποι μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο ταχύτερα και καλύτερα». Σύμφωνα όμως με τους ερευνητές, αυτό τους προκαλούσε πρόβλημα και ήταν ένας από τους λόγους που αποφάσισαν να δημοσιοποιήσουν τις φωτογραφίες των αδερφών Τσαρνάεφ την Πέμπτη, ώστε να πάψει η στοχοποίηση λάθος ανθρώπων στο διαδίκτυο.
Υπήρχαν βέβαια ενστάσεις για τη δημοσιοποίηση, με κάποιους ερευνητές να φοβούνται πως με αυτό τον τρόπο θα τους δώσουν την ευκαιρία να κρυφτούν ή, ακόμη χειρότερα, θα τους ωθήσουν να κάνουν κι άλλο «χτύπημα».
Όμως, το πρόγραμμα αναγνώρισης δεν εντόπισε το όνομα των δύο αγνώστων εκείνη τη στιγμή ανδρών. Και αυτό παρότι και οι δύο υπάρχουν στη βάση δεδομένων. Ο Ντζοκχάρ έχει άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί στη Μασαχουσέτη, τα αδέρφια είχαν μεταναστεύσει νόμιμα και ο Ταμερλάν είχε υπάρξει αντικείμενο έρευνας του FBI. Για αυτό θεωρούνταν επιβεβλημένη η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών.
Μόλις έγινε αυτό, η τηλεφωνική γραμμή του FBI δέχθηκε αναρίθμητες κλήσεις. Ανάμεσά τους, μία από τη θεία των Τσαρνάεφ, που έδωσε την ταυτότητα των υπόπτων.
Όπως περίμεναν στο FBI, η δημοσιοποίηση δεν βοήθησε μόνο στην αναγνώρισή τους, αλλά τους ώθησε να λάβουν δράση και ακολούθησαν τα γεγονότα στο πανεπιστήμιο ΜΙΤ και στους δρόμους του Γουότερταουν. Όμως οι ερευνητές επιμένουν πως αυτή ήταν η σωστή απόφαση, όχι μόνο επειδή έχουν στα χέρια τους τους υπόπτους, αλλά και γιατί όπως αποδείχθηκε εκείνοι προγραμμάτιζαν κι άλλες επιθέσεις.
iefimerida.gr