06 Απριλίου 2013

Η κρίση αποκάλυψε τη "γύμνια" της κυπριακής οικονομίας: Θαμένο εμπορικό έλλειμμα διπλάσιο της Ελλάδος!!

Από τον Δημήτρη Κατσαγάνη

Αποκαλυπτική είναι η διαδρομή της κυπριακής οικονομίας από τον παράδεισο στην κόλαση.

«Αδελφά έθνη» είναι η Κύπρος και η Ελλάδα στο παραγωγικό και στο καταναλωτικό πρότυπο τους, με συντριπτικές συνέπειες από τη στιγμή που οι «πιστωτικές γραμμές» κόπηκαν από το ψαλίδι της ΕΚΤ στις δύο μεγάλες τράπεζες της μεγαλονήσου.

Το «μυστικό», όμως, για τη μεγάλη και, κυρίως, την απότομη κατάρρευση δεν βρίσκεται εκεί, αλλά σε κάτι που «κρυβόταν» επιμελώς κάτω από την πιστωτική αφθονία.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: Αν οι Έλληνες καταναλώνουν -όπως έχει υπερισχύσει να λέγεται- μία φορά περισσότερα απ΄ όσα παράγουν, οι Κύπριοι κάνουν το ίδιο δύο ή και ακόμα περισσότερες φορές.

Καθρέφτης αυτής της τρομακτικής ανισορροπίας είναι η ζυγαριά μεταξύ εισαγωγών ξένων προϊόντων (π.χ., τροφίμων, αλκοολούχων, ηλεκτρικών και οικιακών συσκευών κ.λπ.) και εξαγωγών κυπριακών προϊόντων, που γέρνει συντριπτικά υπέρ των εισαγωγών.

Αυτή η ανισορροπία μεταξύ εξαιρετικά μικρής εγχώριας παραγωγής - γιγάντιας εγχώριας κατανάλωσης αποτυπώνεται σε ένα τρομακτικά υψηλό -για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- εμπορικό έλλειμμα της κυπριακής οικονομίας (20%-30%). Ένα από τα τέσσερα προϊόντα που καταναλώνει ο κυπριακός πληθυσμός είναι εισαγόμενο. Αυτό ίσχυε τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και μετέπειτα στην Ευρωζώνη.

Σ΄ αυτήν την ανισορροπία οφείλεται προπαντός η βίαιη προσαρμογή της κυπριακής οικονομίας που μόλις ξεκίνησε και που ενδέχεται να οδηγήσει σε μια ύφεση-σοκ έως 20% στο διάστημα 2013-2014 (αντί 5%-6%, κατά τους αρχικούς υπολογισμούς), σύμφωνα με Κύπριους οικονομικούς αναλυτές.

Οι ίδιες πηγές αναφέρουν στο «Κ» πως η ανισορροπία ελάχιστης παραγωγής - μέγιστης κατανάλωσης στην Κύπρο δεν θα αντιμετωπιστεί με τη μέθοδο της κατάσχεσης καταθέσεων και της μαζικής εκκαθάρισης τραπεζών, που συμφωνήθηκε πρόσφατα μεταξύ τρόικας και κυπριακής κυβέρνησης. Στην απότομα βαθιά ύφεση, που έρχεται λόγω της ουσιαστικής διάλυσης του κυπριακού τραπεζικού μπλοκ, δεν θα συνθλίβουν μόνο τα εισοδήματα, αλλά και οι επιχειρήσεις των Κυπρίων, αυξάνοντας, έτσι, μεσοπρόθεσμα την ανάγκη εισαγωγών, αλλά και τις πιθανότητες για ακόμα μεγαλύτερα εμπορικά ελλείμματα... Φαύλος κύκλος.

Η Κύπρος, τελικά, δεν είναι μόνο μια από τις πρωταθλήτριες στον υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Κατέχει, ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα και ένα από τα μεγαλύτερα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών (στο οποίο περιλαμβάνονται όχι μόνο τα αγαθά, αλλά και οι υπηρεσίες) μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Και εδώ διαφέρει από τους ανταγωνιστές στην απόδοση υψηλών τραπεζικών επιτοκίων και χαμηλών φορολογικών συντελεστών, όπως το Λουξεμβούργο και η Μάλτα: Όταν, το 2004, η Κύπρος μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το εμπορικό έλλειμμά της αντιστοιχούσε περίπου στο εντυπωσιακό 25% του ΑΕΠ της χώρας.




Το 2008, οπότε η μεγαλόνησος μπήκε και στην Ευρωζώνη, το εμπορικό έλλειμμά της είχε εκτιναχθεί στο αστρονομικό 32%, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρισκόταν πάνω από το 17%! Να σημειωθεί πως η Ελλάδα είχε εμπορικό έλλειμμα κάτω από 15% έναν χρόνο πριν από το πρώτο Μνημόνιο. Εξάλλου, οι άλλοι δύο χρηματοπιστωτικοί-φορολογικοί παράδεισοι εντός Ευρωζώνης (Λουξεμβούργο, Μάλτα) εμφανίζουν αυτήν τη στιγμή εμπορικά ελλείμματα μεταξύ 12 % και 16%, αλλά έχουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.

Αμέσως μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη, η Κύπρος άρχισε να μειώνει το εμπορικό έλλειμμά της και, κυρίως, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της, για να φτάσουν, παραμονές της τρέχουσας κρίσης, στο 21% και 5,7%, αντίστοιχα. Η μείωση του εμπορικού ελλείμματος της Κύπρου τα τελευταία τέσσερα χρόνια οφειλόταν αποκλειστικά στην ύφεση και όχι στην υποκατάσταση των εισαγόμενων προϊόντων από αντίστοιχα προϊόντα που παράγονταν εντός Κύπρου.

Αντίθετα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε με πολύ βραδύτερους ρυθμούς, λόγω της αύξησης της τουριστικής κίνησης και, προπαντός, λόγω της εκτίναξης των χρηματοοικονομικών, κατασκευαστικών, μεταφορικών και «λοιπών» υπηρεσιών. Οι κλάδοι αυτοί «έτρεχαν» με ρυθμούς 4%-8% ετησίως από το 2004 και έπειτα, καταλαμβάνοντας πάνω από το 40% του ΑΕΠ της χώρας.

Στο μεταξύ, όμως, είχαν εκτιναχθεί δύο άλλα κρίσιμα, δημοσιονομικά αυτήν τη φορά, μεγέθη: Το κυπριακό έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 200% μέσα σε δύο χρόνια (2007-2009). Αυτό συνέβη όχι τόσο λόγω της στάσης της τότε κυβέρνησης Χριστόφια να μη μειώσει δραστικά τις κρατικές δαπάνες εν μέσω ύφεσης, αλλά προπαντός γιατί το σχετικά μικρό κυπριακό κρατικό χρέος άρχισε να μπαίνει στο στόχαστρο των αγορών, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της Κύπρου.

Η μεγάλη αύξηση του χρέους γενικής κυβέρνησης συνέβη, μάλιστα, αρκετά πριν από το 2012, όταν δηλαδή έγινε το PSI στα ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Έτσι, από ένα πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης ύψους σχεδόν 3,5% και δημόσιο χρέος 58% του ΑΕΠ το 2007 (έναν χρόνο, δηλαδή, πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη), οι Κύπριοι έφτασαν να έχουν έλλειμμα 6,2% και χρέος 71,1% του ΑΕΠ το 2011.

*Αναδημοσίευση από το Κεφάλαιο της 30ης Μαρτίου