14 Σεπτεμβρίου 2013

Το φάντασμα του Γλωσσικού με περικεφαλαία και χλαμύδα

Του Στέφανου Κασιμάτη

Συγχωρήστε με αν καταφεύγω πάλι στη «μητέρα της μαθήσεως» (αν επαναλαμβάνομαι λιγάκι, θέλω να πω...), αλλά η επιθυμία της ακινησίας είναι η βάση του υπαρκτού Ελληνισμού. Για πολλές δεκαετίες, είχαμε το περίφημο γλωσσικό ζήτημα μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας. Στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά την ύστερη φάση του ζητήματος, οι δύο αυτές μορφές της γλώσσας συνυπήρχαν, σε μια κατάσταση επίσημης διγλωσσίας: γράφαμε κυρίως, αλλά και ορισμένες φορές μιλούσαμε κιόλας, τη μία ή την άλλη αναλόγως της επισημότητας της περίστασης.
Προσωπικά, καθόλου δεν με ενοχλούσε αυτή η συνύπαρξη. Αντιθέτως, επειδή ακριβώς η κοινωνική και η λειτουργική χρήση όριζε και τη σωστή επιλογή του ύφους, έβρισκα ότι η μείξη επέτρεπε μεγαλύτερες εκφραστικές δυνατότητες, λ.χ. στην ειρωνεία.
Ομως το θέμα, όπως σχεδόν κάθε τι στην Ελλάδα, πολιτικοποιήθηκε και η σχέση δημοτικής και καθαρεύουσας έγινε μια κατάσταση «Win-Lose», που λέμε στη σύγχρονη καθομιλουμένη ή, αν προτιμάτε, «ή αυτοί ή εμείς», που λένε ο Τσίπρας με τα Burberry, ο Κοτσιφάκης με τις τιράντες και τα άλλα τα παιδιά. Καλώς ή κακώς, το ζήτημα πάντως το έλυσε η Ιστορία, με καθοριστική τη συμβολή του Γεωργίου Παπαδοπούλου, ο οποίος επί δικτατορίας ανήγαγε ακουσίως την καθαρεύουσα σε γλωσσικό όργανο της θεατρικής επιθεώρησης.

Το 1977, αν θυμάμαι καλά, επί υπουργού παιδείας Γεωργίου Ράλλη, η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα. Δεν ήταν εύκολο. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά, πάντως, είναι ότι την ίδια χρονιά έδινα εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο και οι καθηγητές μάς «συνέστησαν καλοπροαιρέτως» να γράψουμε την έκθεση στη δημοτική. Θυμάμαι σαν τώρα την αμηχανία μου μπροστά στην κόλλα, όταν μας έδωσαν το θέμα. Μου φαινόταν κάπως απρεπές να γράψω έκθεση, δηλαδή ένα κείμενο υποτίθεται «σοβαρό» και «επίσημο», στη δημοτική. Αλλά η αντίληψη του συμφέροντός μου στο τέλος επικράτησε.

Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, δεν τίθεται πλέον θέμα μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Η πρώτη έχει πάρει, δυστυχώς, τον δρόμο για να συναντήσει την αρχαία. Οσο για τη δεύτερη, αφού σταδιακά αποπολιτικοποιήθηκε, προσαρμόστηκε κουτσά-στραβά και εξακολουθεί να προσαρμόζεται στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Αυτό ακριβώς όμως, δηλαδή η λύση που έφερε ο χρόνος στο πρόβλημα, είναι τελικά το πρόβλημά μας. Βλέπετε, λατρεύουμε την ακινησία του χρόνου και, γι' αυτό, χρειαζόμαστε οπωσδήποτε ένα νέο γλωσσικό ζήτημα. Το έχουμε ανάγκη -πώς το λένε;- για να το πολιτικοποιήσουμε και μετά να πλακωθούμε. Ετσι μας προέκυψε το ζήτημα με τη διδασκαλία των αρχαίων. Δώσ' του, λοιπόν, πάλι απ' την αρχή! Είναι τα αρχαία νεκρή γλώσσα ή δεν είναι;

Ποσώς με απασχολεί αν τα αρχαία είναι μια νεκρή γλώσσα ή όχι. (Πιο νεκρή δεν γίνεται, εδώ που τα λέμε...) Διότι αυτό δεν έχει καμία σημασία με το αν αξίζει και είναι χρήσιμο να διδάσκεται ή όχι. Εντύπωσή μου είναι, τολμώ να πω, ότι κάποια εξοικείωση των μορφωμένων στρωμάτων της κοινωνίας με τις ρίζες της γλώσσας μας μάλλον δεν κάνει κακό και, ιδίως, αν θέλουμε να κοκορευόμαστε για την Ιστορία μας, τον πολιτισμό μας και τα συμπαρομαρτούντα. Χρήσιμο είναι -νομίζω, γιατί μπορεί να κάνω και λάθος- να έχουμε μια «γλωσσική αίσθηση» κειμένων, ακόμη και αν δεν τα καταλαβαίνουμε πλήρως.

Από εκεί και πέρα, το πώς θα διδάσκεται και πόσο, είναι θέμα επί του οποίου μόνον οι ειδικοί μπορούν να έχουν άποψη: δηλαδή, οι επαΐοντες, όχι οι πολλοί. Δεν γίνεται ο κάθε πικραμένος (σ.σ.: ζητώ συγγνώμη από τον φίλτατο τέως πρωθυπουργό για το σχήμα λόγου...) να έχει άποψη για ζητήματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Το θλιβερό με την περίπτωσή μας, όμως, είναι ότι εδώ, στη χώρα που «γέννησε τη δημοκρατία», αλλά τελειοποίησε την οχλοκρατία, αυτό το οποίο σε οιαδήποτε προηγμένη χώρα θα το έλυνε μια επιτροπή ειδικών, δεν γίνεται να λυθεί με τον μόνο ενδεδειγμένο τρόπο. Διότι είτε οι ίδιοι οι επαΐοντες είναι πολιτικοποιημένοι είτε η απόφασή τους δεν θα τύχει σεβασμού από τους πολλούς που έχουν μάθει να κρίνουν τα πάντα πολιτικά. Η δήθεν προοδευτική -αλλά, στην πραγματικότητα, σκοταδιστική- κουλτούρα της Μεταπολίτευσης έχει καταργήσει τις διακρίσεις, ακόμη και μεταξύ ειδικών και ασχέτων. Το κύρος, αυτό που λένε σε μια άλλη νεκρή γλώσσα «auctoritas» και οι νεοέλληνες το λέμε στη λατινική της εποχής μας «authority», δεν αναγνωρίζεται πια. Το κύρος ταυτίζεται με το «δίκιο» (όπως το σχολείο με το «σχολειό» του Τσίπρα) και το αποφασίζουν οι αριθμοί. Η ζημία έγινε πια και θέλει πολύ χρόνο και πολλή προσπάθεια για να ξεγίνει.

Οι «θυμωμένοι» και οι κοινοί θνητοί

Χειρότερο από τον προπηλακισμό του Προκόπη Παυλόπουλου είναι το ότι ο εκπρόσωπος των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ αποδοκίμασε «εν μέρει» το γεγονός, επειδή, λέει, «οι εργαζόμενοι είναι θυμωμένοι». Προκειμένου όμως να υφίσταται αυτό που λέμε «πολιτισμός», απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι ορισμένες πράξεις δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση· και, όταν συμβαίνουν πρέπει να είναι κατακριτέες, έστω και αν υπάρχει κατανόηση για τα κίνητρά τους. Ειδάλλως, η ανθρωποκτονία δεν θα ήταν αδίκημα, αλλά μια πράξη σαν όλες τις άλλες, πότε αποδεκτή και πότε μη αποδεκτή, αναλόγως των περιστάσεων. Υποθέτω ότι ο εκπρόσωπος των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ θα το έχει σκεφθεί αυτό, αλλά θεωρεί μάλλον ότι αυτοί που εκπροσωπεί ανήκουν σε κάποια ανώτερη κατηγορία. Και ανήκουν, πράγματι· διότι μέσο όρο μεικτών μηνιαίων αποδοχών οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ έχουν τις 4.000 ευρώ. Εν αντιθέσει, δε, με τους «παρακατιανούς» των ΕΛΒΟ και ΕΑΣ, ούτε μειώσεις 40% έχουν υποστεί ούτε απλήρωτοι είναι για οκτώ μήνες...

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ