Γιώργος Μαυρωτάς
Σήμερα κλείνουμε 40 μέρες που είναι νεκρό το Πολυτεχνείο. Όχι μαθήματα, όχι εξετάσεις, όχι ερευνητική δραστηριότητα. Στα γραφεία έχουν πιάσει αράχνες τα πληκτρολόγια και στα εργαστήρια οι συσκευές. Ο λόγος, γνωστός. Εδώ και πάνω από πέντε εβδομάδες οι διοικητικοί υπάλληλοι μαζί με μερίδα φοιτητών και μελών ΔΕΠ έχουν επιβάλει lock out λόγω της διαθεσιμότητας στην οποία θα τεθούν 400 από τους 870 διοικητικούς υπαλλήλους.
Δεν θα επαναλάβω όσα έχω πει κι εδώ στο Protagon καθώς και στον εποικοδομητικό διάλογο με τους αναγνώστες. Όσο και αν θεωρούμε (χωρίς να είμαστε μακριά από την πραγματικότητα) ότι η κυβέρνηση αυθαιρετεί, ότι δεν έχει σχέδιο, ότι απλά θέλει «να βγουν τα νούμερα» της διαθεσιμότητας, το να κλείνει κάποιος το Πολυτεχνείο ή το Πανεπιστήμιο (όχι για μια δυο μέρες συμβολικά αλλά για 40!) το θεωρώ «εκτός θέματος». Ναι, είναι όντως μεγάλο πρόβλημα η απώλεια σχεδόν των μισών διοικητικών υπαλλήλων. Κυρίως για τους ίδιους αλλά βέβαια και για το ίδρυμα. Αν όμως το επ’ αόριστον κλείσιμο του ΕΜΠ είναι η απάντηση, τότε νομίζω δεν έχει καν νόημα η ερώτηση.
Σήμερα όμως αυτό που με τρομάζει περισσότερο δεν είναι τα άδεια αμφιθέατρα ή τα αραχνιασμένα πληκτρολόγια. Ούτε ακόμα το πώς θα λειτουργήσει (όταν λειτουργήσει) το ΕΜΠ με τους μισούς σχεδόν διοικητικούς υπαλλήλους. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι έχουμε συνηθίσει την κατάσταση. Νομίζω ότι πλέον βλέπουμε ως απόλυτα φυσιολογικό το φαινόμενο του να είναι κλειστό πάνω από ένα μήνα το πρώτο τεχνολογικό ίδρυμα της χώρας με ό,τι αυτό σημαίνει σε χαμένες διδακτικές ώρες, χαμένες εξετάσεις, χαμένες ερευνητικές ώρες και διεθνείς συνεργασίες.
Επίσης το κλείσιμο αυτό το θεωρώ εξαιρετικά αμφίβολο αν βοηθάει τελικά τον αγώνα των εργαζομένων. Αλήθεια ο αγώνας των εργαζομένων σε τι τελικά έχει ωφεληθεί από αυτές τις 40 μέρες που είναι κλειστό το ΕΜΠ (πέρα από κάποιες παρασκηνιακές, συντεχνιακές εξαιρέσεις); Απ’ ό,τι ξέρω έχουν γίνει οι προσφυγές των υπαλλήλων και των πρυτανικών αρχών στη Δικαιοσύνη και δεν νομίζω η Δικαιοσύνη να πιέζεται από τέτοιες καταστάσεις. Το να πιέζουν την κυβέρνηση κι αυτό αμφίβολο το θεωρώ επίσης. Με περισσότερα επιχειρήματα κατά των Πανεπιστημίων την οπλίζουν προκειμένου να περάσει την πολιτική της. Τέλος, το αν η ελληνική κοινωνία συμφωνεί με αυτού του είδους τον αγώνα δεν έχετε παρά να ρωτήσετε γύρω σας.
Η δική μου ερμηνεία για το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι η εξής: Αυτό που πιστεύω ότι έχει κυριαρχήσει είναι η ακατανίκητη δύναμη της αδράνειας της πλειοψηφίας. Δυστυχώς μας έχουν κάνει να συνηθίσουμε αυτήν την κατάσταση. Σαν μικροί Μιθριδάτες, πίνοντας λίγο-λίγο το δηλητήριο της ανοχής απέναντι σε τέτοιες πρακτικές τώρα πια έχουμε συνηθίσει. Κάτι που θα ήταν ανήκουστο σε οποιοδήποτε μέρος του πολιτισμένου κόσμου, εδώ έχει καταλήξει να είναι μια αποδεκτή μορφή διαμαρτυρίας. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η θεωρία των δύο άκρων έχει επιβληθεί κι εντός ΕΜΠ επιδιώκοντας τη σιωπή της πλειοψηφίας: Ή είσαι με το λουκέτο στο ΕΜΠ ή είσαι μνημονιακός και θες να απολυθούν οι συνάδελφοί σου. Κανείς λοιπόν δεν έχει όρεξη να τα βάλει με τις οργανωμένες μειοψηφίες (οι οποίες αποτελούν τελικά το κατεστημένο στο ΕΜΠ) που εκμεταλλεύονται την αγωνία των εργαζομένων και έχουν στήσει το δικό τους παιχνίδι. Πύρινοι μονόλογοι και παρομοιώσεις της σημερινής κατάστασης με τον Νοέμβρη του ’73 χωρίς να τους περνάει από το μυαλό το πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές (άσε που τότε υπήρχε και τίμημα). Το δράμα των εργαζομένων και οι άτσαλες κινήσεις της κυβέρνησης έχουν φτιάξει ένα ωραίο ντεκόρ για να κάνουν αυτές οι οργανωμένες μειοψηφίες αυτό που ξέρουν καλά: να αντλούν εξουσία από την αναμπουμπούλα. Το λουκέτο τούς κάνει προνομιακούς συνομιλητές καθότι αυτοί διακινούνται στους χώρους κι ελέγχουν τα δρώμενα. Ένα ανοικτό Πανεπιστήμιο που λειτουργεί με όλα τα μέλη της Πανεπιστημιακής κοινότητας δεν τους αφήνει φαίνεται πολύ χώρο και χρόνο. Αλλιώς, δεν βρίσκω άλλη δικαιολογία γιατί αυτή η επιμονή στο κλειστό Πολυτεχνείο.
Άλλο η αλληλεγγύη απέναντι στους εργαζομένους κι άλλο η σύμπραξη στη συντελούμενη καταστροφή. Η αλληλεγγύη στους εργαζόμενους του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη νέκρωση του Πολυτεχνείου. Όποιος προωθεί τέτοιες λογικές μάλλον δεν θέλει το καλό του Πολυτεχνείου, αλλά παίζει τα δικά του παιχνίδια. Και στο μυαλό των περισσοτέρων αναπόφευκτα αναδύεται το ερώτημα: Τελικά το Πολυτεχνείο κινδυνεύει περισσότερο από την έλλειψη προσωπικού ή από την έλλειψη μέτρου; Φοβάμαι, το δεύτερο…