Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ξεκίνησε το χορό, με μια έκθεση σχετικά με τους χειραγωγούς ισοτιμιών, που επέκρινε το τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέχισε το θέμα τον περασμένο μήνα, όταν δημοσίευσε την έκθεσή της για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και ζήτησε μια σε βάθος ανάλυση του γερμανικού πλεονάσματος.
Η έμφαση στην Γερμανία φαίνεται πολύ πιο δικαιολογημένη στο πλαίσιο της Ευρώπης. Αλλά, ακόμη και εκεί, η Γερμανία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 30 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης (και λιγότερο από το ένα τέταρτο της παραγωγής στην ΕΕ ως σύνολο). Η Γερμανία είναι σημαντική, αλλά δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση. Αυτή η εστίαση στη Γερμανία παραβλέπει επίσης το γεγονός ότι η χώρα αποτελεί μόνο την κορυφή ενός τευτονικού παγόβουνου: όλες οι γερμανόφωνες χώρες της βόρειας Ευρώπης έχουν πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Πράγματι, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Σουηδία και η Νορβηγία έχουν πλεονάσματα που είναι μεγαλύτερα ως ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι της Γερμανίας.
Αυτό το συνολικό ετήσιο εξωτερικό πλεόνασμα αυτών των μικρών χωρών είναι περισσότερο από 250 δις δολάρια, ελαφρώς περισσότερο από αυτό της Γερμανίας και μόνο. Επιπλέον, τα δικά τους πλεονάσματα είναι πιο επίμονα από εκείνα της Γερμανίας: πριν από δέκα χρόνια, η Γερμανία είχε έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ οι γλωσσικοί συγγενείς της είχαν ήδη πλεονάσματα παρόμοια με τα σημερινά. Κατά την τελευταία δεκαετία, σε αυτή την ομάδα των μικρών χωρών έχει καταγραφεί ένα σωρευτικό πλεόνασμα μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό της Κίνας.
Είναι όλες αυτές οι χώρες ένοχες για μερκαντιλιστικές πολιτικές; Έχουν όλες δεσμευτεί στην ανταγωνιστική συγκράτηση των μισθών; Μεγάλο μέρος των εύκολων πολιτικών συμβουλών για τη διόρθωση του γερμανικού πλεονάσματος φαίνεται λανθασμένο, όταν κάποιος εξετάζει τα επίμονα πλεονάσματα αυτής της ποικιλόμορφης ομάδας χωρών. Μερικές, όπως η Γερμανία, είναι στην ευρωζώνη (Ολλανδία), άλλες έχουν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ μονομερώς (Ελβετία), ενώ άλλες διατηρούν ακόμα μια κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία (Σουηδία). Εντός της ευρωζώνης, το αντίστοιχο των γερμανικών πλεονασμάτων ήταν συνήθως τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών (κυρίως στην Ισπανία, αλλά και την Πορτογαλία και την Ελλάδα). Αυτό δεν ισχύει πλέον.
Σήμερα, το αντίστοιχο της υπερβολικής τευτονικής αποταμίευσης είναι η «αγγλοσαξονική» αρνητική αποταμίευση: οι περισσότερες αγγλόφωνες χώρες έχουν ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών (και αυτό συμβαίνει για αρκετό χρονικό διάστημα). Μαζί, το άθροισμα των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και μεγάλων χωρών της Κοινοπολιτείας ανέρχεται σε περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια δολάρια, ή περίπου το 60 % του παγκόσμιου συνόλου όλων των εξωτερικών ελλειμμάτων.
Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι εθνικοί φορείς χάραξης πολιτικής (και τα μέσα ενημέρωσης) σε μεγάλες αγγλόφωνες χώρες διαμαρτύρονται για το γερμανικό πλεόνασμα. Αλλά η δράση της Γερμανίας και μόνο θα έχει μικρό αντίκτυπο στις τύχες των χωρών αυτών, διότι τα ελλείμματά τους είναι πολύ μεγαλύτερα.
Το βασικό ερώτημα είναι ποιος θα ωφεληθεί αν η Γερμανία άρχιζε να εισάγει περισσότερα. Οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν μόνο το 10 % των γερμανικών εισαγωγών, σε σύγκριση με περίπου 40 % για τις άλλες πλεονασματικές χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία θα ωφελούσε συνεπώς αυτές τις άλλες πλεονασματικές χώρες (με χαμηλή ανεργία) τέσσερις φορές περισσότερο από τις περιφερειακές χώρες (με πολύ υψηλότερα ποσοστά ανεργίας). Άλλες χώρες με διαρθρωτικό πλεόνασμα, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Κίνας και της Ιαπωνίας , θα επωφεληθούν επίσης περισσότερο από την ισχυρότερη ζήτηση στη Γερμανία από ότι θα επωφελούταν η Ισπανία ή η Ελλάδα.
Η συζήτηση του γερμανικού πλεονάσματος συγχέει έτσι τα ζητήματα με δύο τρόπους. Πρώτον, αν και η γερμανική οικονομία και το πλεόνασμα φαίνονται μεγάλα στο πλαίσιο της Ευρώπης, μια προσαρμογή από τη Γερμανία και μόνο θα ωφελήσει την περιφέρεια της Ευρωζώνης μάλλον ελάχιστα. Δεύτερον, σε παγκόσμιο επίπεδο, η προσαρμογή από τη Γερμανία και μόνο θα ωφελήσει πολλές χώρες ελάχιστα μόνο, ενώ άλλες πλεονασματικές χώρες θα επωφεληθούν δυσανάλογα. Η προσαρμογή από όλες τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης θα είχε διπλασιάσει τον αντίκτυπο τυχόν επέκτασης της ζήτησης από τη Γερμανία και μόνο, λόγω του υψηλού βαθμού ενσωμάτωσης μεταξύ των «τευτονικών» χωρών.
Αυτό ισχύει τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο παγκόσμιο πλαίσιο. Ο συντονισμός εντός της Ευρωζώνης (για παράδειγμα μέσω της διαδικασίας της υπερβολικής ανισορροπίας, η οποία μπορεί τώρα να εφαρμοστεί στη Γερμανία), φαίνεται σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής, εάν ο στόχος είναι να βοηθήσει τις χώρες της περιφέρειας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αγγλόφωνες ελλειμματικές χώρες, επίσης, θα ωφεληθούν πολύ περισσότερο αν όλη η Βόρεια Ευρώπη αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση.
Η Γερμανία υπήρξε ένας ελκυστικός στόχος για τις χώρες με εξωτερικό έλλειμμα στην Ευρώπη και πέραν αυτής. Αλλά η επίθεση στη Γερμανία και μόνο φαίνεται να είναι ο λάθος τρόπος για να έχουν αποτελέσματα.
http://www.project-syndicate.org/commentary/daniel-gros-argues-that-the-growing-crticism-of-germany-s-external-surplus-is-misplaced