Χριστίνα Ταχιάου
Το ότι η αξιοπιστία της δημοσιογραφίας είναι στον πάτο, δε χωρεί αμφιβολία. Σιχαίνομαι, όμως, τα μισά λόγια, τις μισές δουλειές και τις υποψίες που εκτοξεύονται ως βεβαιότητες. Προτιμώ τις βεβαιότητες. Απ’ το να μιλάμε, λοιπόν, γενικώς κι αορίστως για «αυτά που μας σερβίρουν», προτιμώ να δώσω ένα παράδειγμα με ονόματα και στοιχεία.
Χαζεύω στο Mega. Ακούω αναγγελία για ρεπορτάζ σχετικά με «ένα πρόσωπο που είχε συγκλονίσει κάποτε το πανελλήνιο και τώρα τον βλέπουμε σε έναν άλλο ρόλο». Επρόκειτο για τον Βασίλη Δοσούλα, ο οποίος το 1994, σε ηλικία 10 ετών, είχε χτυπηθεί από ιπτάμενο δελφίνι στο Τολό, με αποτέλεσμα να χάσει τα δυο του πόδια. Η είδηση είναι ότι ο Βασίλης σήμερα άλλαξε επαγγελματικό προσανατολισμό κι ενώ σπούδασε μηχανικός άνοιξε εστιατόριο με φίλους του. Το νόημα ήταν «Η κρίση με έκανε από μηχανικό, εστιάτορα». Κι ας βλέπαμε στην εικόνα ένα πανέμορφο, ακριβό, trendy εστιατόριο, που σε καμιά περίπτωση δεν έδειχνε προϊόν ανάγκης ή φτώχιας.
Βέβαια, από τα λεγόμενα του Βασίλη, το ρεπορτάζ δεν επιβεβαιωνόταν. Πουθενά δεν είπε ότι «Η κρίση με έκανε να εγκαταλείψω τις σπουδές μου, το επάγγελμα που ονειρεύτηκα και να στραφώ σε κάτι από ανάγκη». Αντίθετα, αυτό που έλεγε ήταν: «Πάντα ήμουν ανήσυχος άνθρωπος. Αν και σπούδασα μηχανικός, ήθελα να δοκιμάζω καινούργια πράγματα. Πριν λίγα χρόνια ασχολήθηκα με μια άλλη δουλειά (σημ.: δε θυμάμαι ποια ακριβώς) και τώρα με τους φίλους μου ανοίξαμε αυτή την επιχείρηση στην οποία μπλα μπλα».
Δεν πα να έλεγε, όμως, ο ίδιος ο Βασίλης, ότι γουστάρει αυτό που κάνει; Το ρεπορτάζ επέμενε: «Η κρίση τον έκανε από μηχανικό, εστιάτορα». Είπα να πάρω τηλέφωνο να διαμαρτυρηθώ, μετά λέω «άσε καλύτερα». Αλλά «το ρεπορτάζ της κρίσης» δε μ’ άφησε.
Καπάκι βλέπω μια πασίγνωστη φιγούρα από τη Θεσσαλονίκη: τον Δημήτρη Εικοσιδυό, ως Δημήτρη Δημητριάδη, τον οποίο «Η κρίση έκανε από μηχανικό, σουβλατζή». Με ανοιχτό το στόμα έβλεπα τον Δημήτρη, ο οποίος κάποτε, όντως, υπήρξε εξαιρετικός μηχανικός αυτοκινήτων αλλά έκτοτε έχουν περάσει καμιά 15αριά χρόνια μέσα στα οποία ασχολήθηκε με επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης ενώ υπήρξε συνεργάτης στους ΑΜΑΝ, να προβάλλεται ως θύμα της κρίσης! Ποιος; Ο Εικοσιδυός! Ο άνθρωπος που εδώ και τουλάχιστον 7 χρόνια ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη δεις, εάν περάσεις από το εξαιρετικό σουβλατζίδικο της οδού Κούσκουρα. Βέβαια, ο ίδιος δεν έλεγε ευθέως «ξέρετε, εμένα η κρίση με έκανε σουβλατζή» γιατί ήξερε ότι θα τις φάει, (η Θεσσαλονίκη είναι μικρό χωριό και γνωριζόμαστε μεταξύ μας), αλλά το έλεγε το ρεπορτάζ.
Εκνευρίστηκα άσχημα, μετά το ξέχασα.
Πριν δυο μέρες, όμως, πέρασα από την Κούσκουρα και -μαντέψτε!- έπεσα πάνω στον «μηχανικό που η κρίση έκανε σουβλατζή». «Καλά, ρε» του είπα, «είναι δυνατόν να σε βλέπουμε σε ρεπορτάζ ως θύμα της κρίσης;». «Είχε γυριστεί το καλοκαίρι» μου είπε «και ήταν γενικά για το μαγαζί, δεν ήξερα ακριβώς πώς θα βγει». Είπαμε ακόμη καναδυό κουβέντες, του είπα ότι θα γράψω σχετικά, χαιρετιστήκαμε, έφυγα.
Μιλώντας δεξιά κι αριστερά, άκουσα μια άλλη περίπτωση «μηχανικού που έγινε μάγειρας λόγω της κρίσης» για τις ανάγκες ενός «ρεπορτάζ της κρίσης». Επειδή, όμως ο «μηχανικός» δεν είχε σπουδάσει μηχανικός αλλά μάγειρας στο Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων στη Νέα Μηχανιώνα έξω από τη Θεσσαλονίκη, κάτι που γνώριζε πολύς κόσμος, ο «μηχανικός που έγινε μάγειρας» έφαγε χοντρό κράξιμο από φίλους και γνωστούς. Μάλιστα, έπαιρναν κι οι καθηγητές του τηλέφωνο κι έλεγαν «Καλά τι είναι αυτά που έλεγες; Τι μηχανικός και πράσινα άλογα;».
Έλα, όμως, που ο «μηχανικός που έγινε μάγειρας λόγω κρίσης» άρεσε στα κανάλια κι έγινε χαμός από τηλεφωνήματα που τον ζητούσαν! «Μας έπαιρναν από παντού, εκπομπές και δελτία. Κι απ’ τη Στάη μας είχαν πάρει» λένε συνάδερφοί του γελώντας. Βεβαίως, μετά από τόσο κράξιμο κι έχοντας ένα στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, ο άνθρωπος δεν τόλμησε να ξαναβγεί να πει ότι σπούδασε μηχανικός.
Πολλοί θα βγουν τώρα και θα πουν «τα βάζεις με τα παιδιά που κάνουν ρεπορτάζ, τι φταίνε αυτά που παίρνουν έναν βασικό, οι διευθυντάδες με τις μισθάρες τους τα ζητάν». Ναι, κατανοητό ως επιχείρημα. Αφήνω κατά μέρος ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, διότι οι υπέρμαχοι του επιχειρήματος μπροστά στο «πρώτα ο άνθρωπος και μετά οι αριθμοί» το ξεχνούν. Αν, όμως, ο καθένας μας δεν αντισταθεί με τις δικές του, μικρές δυνάμεις, προκοπή δε θα γίνει. Πιο πιθανό θεωρώ να γίνει αντιστροφή των στραβών από εμάς «τους μικρούς» παρά από τους μεγάλους από πάνω.
Και πολύ πιο εύκολο.