16 Μαρτίου 2014

Γιατί οι Ρωμιοί της Πόλης βρέθηκαν επί δεκαετίες στο στόχαστρο-Πώς η Τουρκία απέλασε τους Έλληνες της Πόλης-Οι διεκδικήσεις των Κωνσταντινουπολιτών μετά πενήντα έτη

Του Κώστα Ράπτη

Η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης, από την οποία συμπληρώνονται 50 χρόνια στις 16 Μαρτίου, υπήρξε το ισχυρότερο πλήγμα που δέχθηκε η πολίτικη ρωμιοσύνη, όμως δεν ήταν το πρώτο.

Γεγονός που μας θυμίζει, όπως επισημαίνει στο capital.gr ο πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών καθηγητής Νικόλαος Ουζούνογλου, ότι η πραγματική πηγή των δεινών δεν ήταν η όξυνση του Κυπριακού, που χρησιμοποιήθηκε τότε ως αφορμή, αλλά η αντιμετώπιση των μειονοτήτων από την Τουρκική Δημοκρατία με τη λογική του «εσωτερικού εχθρού». Άλλωστε, τα στελέχη του κεμαλικού καθεστώτος που ίδρυσαν την Τουρκική Δημοκρατία προέρχονται από το Κομιτάτατο των Νεοτούρκων, που επιδίωκε πάση θυσία να δημιουργήσει ένα ομοιογενές έθνος-κράτος.

Ήδη τα Σεπτεμβριανά του 1955 ήταν το μεγαλύτερο πογκρόμ που σημειώθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους μετά τη ναζιστική Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938. Ακόμη και το προηγούμενο του 1914-5 στη Δυτική Μικρά Ασία, οπότε εκτοπίσθηκαν 650.000 Έλληνες, δεν είναι απολύτως συγκρίσιμο, διότι ούτε και στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχαν πραγματοποιηθεί  διωγμοί σε μεγάλο αστικό κέντρο.

Αλλά και πριν τα Σεπτεμβριανά είχαν προηγηθεί οι «20 ηλικίες» τον Μάιο του 1941, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή, οπότε στην Τουρκία με μυστικό διάταγμα εκλήθησαν οι μειονοτικοί άνδρες από 18 μέχρι 45 ετών σε επιστράτευση: τους δόθηκε ειδική στολή και εστάλησαν σε τάγματα εργασίας για περίπου ενάμιση χρόνο. Οι συνθήκες εργασίας ήταν τρομερές:  οι επιστρατευμένοι φτιάχναν δρόμους, αεροδρόμια, μεταλλεία, κ.ο.κ. Οι άνω των 40 ετών στελνόντουσαν στη Θράκη ενώ οι νέοι στη Μικρά Ασία.

Αμέσως μετά, το 1942, ακολούθησε το varlik vergisi, ήτοι η δυσμενής φορολόγηση των μειονοτικών, που ισοδυναμούσε με κατάσχεση περιουσίας.

Παρόλα όσα είχαν γίνει, μας θυμίζει ο κ. Ουζούνογλου, η Τουρκία κατάφερε να αποτελέσει ιδρυτικό μέλος του ΟΗΕ και μάλιστα υπήρξε ένα από τα πρώτα κράτη που υιοθέτησε (το 1954, πριν την Ελλάδα) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υπογράφηκε στη Ρώμη το 1950.

Την δεκαετία του ’50 η Τουρκία είχε πια περάσει στον αστερισμό του πολυκομματισμού και κυβερνώνταν από το κόμμα του Menderes, ο οποίος πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις υπέρ των μειονοτήτων και στηρίχθηκε από αυτές, ακόμη στις εκλογές  του 1957, μετά τα Σεπτεμβριανά.

Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό, ότι οι διοργανωτές του πογκρόμ, δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους.
Η μειονότητα παρέμεινε στον τόπο της και διατήρησε ένα σφρίγος: η Εκκλησία, τα σχολεία, η Φιλόπτωχος, οι μορφωτικοί σύλλογοι ήταν ένας κοινωνικός ιστός που μπόρεσε να κρατηθεί – μάλιστα, οι 84 ναοί, που πλην 4-5 είχαν όλοι βανδαλισθεί στα Σεπτεμβριανά, μέσα σε μία πενταετία ανακαινίσθηκαν και επισκευάσθηκαν με δωρεές από το εσωτερικό της κοινότητας, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με επικεφαλής τον Πατριάρχη Αθηναγόρα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να μην αποψιλωθεί το ποίμνιό του. Δευτερευόντως δε η Ελλάδα που είχε μόλις εξέλθει του εμφυλίου πολέμου δεν αποτελούσε θελκτικό προορισμό.

Όμως στην Τουρκική Δημοκρατία, συνεχίζει ο κ. Ουζούνογλου, οι μειονότητες εκλήφθηκαν εξαρχής ως δυνάμει εσωτερικός εχθρός. Ήδη το 1946, όπως αποκάλυψε το 2005 στη διατριβή της η ιστορικός Dilek Güven, η τοπική διοίκηση του κυβερνώντος Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έθετε το στόχο να εοτασθούν τα 500 χρόνια της Άλωσης το 1953 χωρίς την παρουσία Ρωμιών στην Πόλη.

Επιπλέον, πριν από δύο χρόνια αποκαλύφθηκε ότι ο τότε πρόεδρος Celâl Bayar εκμυστηρεύεται το 1957 στον υπασπιστή του και μετέπειτα κινηματία του 1960, Refik Tulga: «έχουμε στα χέρια μας ένα ισχυρό μέσο κατά της Ελλάδος. Μπορούμε να απελάσουμε τους υπηκόους της, που έχουν περιουσίες και μάλιστα μπορούμε να διώξουμε και το Πατριαρχείο».

Άρα από το 1957 υπήρχε κρατικό σχέδιο να χτυπηθεί η μειονότητα με την απέλαση του ενός δεκάτου της, με την προσδοκία ότι αυτό θα παρασύρει και το υπόλοιπο - όπως και έγινε…

Η τύχη της μειονότητας, επιμένει ο κ. Ουζούνογλου, είχε προαποφασισθεί και δεν σχετιζόταν πολύ με τις ελληνοτουρκικές διαφορές: άλλωστε το 1932 το 1942, οπότε ελήφθησαν μέτρα κατά των Ρωμιών, δεν υπήρχαν ελληνοτουρκικές διαφορές. Και χωρίς το Κυπριακό η τύχη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, δεν θα ήταν διαφορετική. Θα βρισκόταν ίσως μια άλλη πρόφαση μετά από δέκα χρόνια…

Πώς η Τουρκία απέλασε τους Έλληνες της Πόλης
Το μοιραίο 1964

Μολονότι πέρασαν πενήντα χρόνια, το τραύμα παραμένει ανοιχτό. Οι απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ξεκίνησαν στις 16 Μαρτίου 1964, αποτέλεσαν το πλήγμα από το οποίο η ομογένεια (ακατάβλητη έως τότε, ακόμη και μετά το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955) δεν μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ. Όσοι μάλιστα είχαν άμεση εμπειρία των γεγονότων δύσκολα θα ξεχάσουν το κλίμα εκείνων των ημερών.

Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτρισθεί από τις συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων του Δεκεμβρίου 1963. “Ήμουν τότε 13 ετών και ζούσα τα γεγονότα καθημερινά. Είναι από τις πιο δύσκολες περιόδους που έζησε ο Ελληνισμός της Πόλης. Συζητούνταν ανοιχτά το ενδεχόμενο της  βίας και της εκδίκησης σε βάρος της μειονότητας. Μάλιστα πολλοί διέδιδαν ότι την Πρωτοχρονιά θα γινόταν ό,τι και με τους Αρμενίους τον Αύγουστο του 1896, δηλ. σφαγή. Από τον Ιανουάριο πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις από φοιτητικές οργανώσεις, δεχόμασταν απειλές για τη ζωή μας, ενώ στα σχολεία της ομογένειας γίνονταν επιθεωρήσεις τρομοκρατίας. Και τον Μάρτιο άρχισαν οι απελάσεις” μας διηγείται ο καθηγητής ΕΜΠ και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, Νικόλαος Ουζούνογλου.

Οι απελάσεις στηρίχθηκαν στην ιδιομορφία ότι ένα τμήμα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, αποτελούνταν από Έλληνες υπηκόους, των οποίων η παρουσία ως établis, κατά τη διπλωματική ορολογία, είχε κατοχυρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης.

Επρόκειτο κυρίως για τους απογόνους όσων είχαν μεταναστεύσει στην Πόλη από την Ελλάδα μετά την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος και μέχρι την Ανακωχή του 1918. Το 1964 αποτελούσαν περίπου το 10% της μειονότητας. Το 1927 στην πρώτη απογραφή της Τουρκικής Δημοκρατίας καταγράφηκαν 120.000 Ελληνόφωνοι εκ των οποίων οι 25.000 ήσαν Έλληνες υπήκοοι και οι υπόλοιποι (ανάμεσά τους και 7.000 Ίμβριοι και Τενέδιοι) ήσαν Ρωμιοί τουρκικής υπηκοότητας. Το 1931 όταν πραγματοποιήθηκε  καταγραφή των μειονοτικών υπό την αιγίδα της κοινωνίας των Εθνών καταμετρήθηκαν 78.700 άτομα, χωρίς να εγγραφούν (και αποτελεί αυτό μεγάλο διπλωματικό σφάλμα της εποχής, τονίζει ο κ. Ουζούνογλου) οι Έλληνες υπήκοοι. Αντίθετα, στην αντίστοιχη διαδικασία στη Δυτική Θράκη (όπου το σύνολο της μουσουλμανικής μειονότητας είχε ελληνική υπηκοότητα) η καταγραφή έγινε και με την αναφορά εθνοτικής προέλευσης (Τούρκοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι).

Ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε περίπου στο μισό το 1932, όταν, ενώ μεσουρανούσε η ελληνοτουρκική φιλία Κεμάλ-Βενιζέλου, η Τουρκία απαγόρευσε την άσκηση 20 επαγγελμάτων (όχι απαραιτήτως εξεζητημένων) από ξένους υπηκόους. Ήταν συνεπώς αυτή η μεγαλύτερη “έξοδος” μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.

Ωστόσο, οι Έλληνες υπήκοοι ήταν επί της ουσίας αξεχώριστοι από την υπόλοιπη μειονότητα. Οι περισσότεροι είχαν παντρευτεί ομογενείς με τουρκική υπηκοότητα και δεν είχαν καν μεταβεί ποτέ στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσαν με ειδική ταυτότητα, η οποία ανανεωνόταν κάθε δύο χρόνια.

Το σχέδιο της απέλασής τους, τονίζει ο συνομιλητής μας,, κυοφορούνταν επί μακρόν.  Το Νοέμβριο 1957 είχε γίνει έφοδος της Αστυνομίας εν ώρα συνεδρίασης στην Ελληνική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως (τον σύλλογο των Ελλήνων υπηκόων που είχε ιδρυθεί το 1934 και είχε χαρακτήρα φιλολογικό και φιλανθρωπικό – πρωτοστατώντας λ.χ. αποστολή επισιστικής βοήθειας με το πλοίο “Κουρτουλούς” στην Ελλάδα κατά την Κατοχή). Το αρχείο του συλλόγου  κατασχέθηκε και από εκεί βρέθηκαν οι τουρκικές αρχές να έχουν στην κατοχή τους τα ονόματα των μελών από τα οποία καταρτίσθηκαν επτά χρόνια μετά οι πρώτες λίστες των απελάσεων.

Στις 16 Μαρτίου 1964 η Άγκυρα ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 περί εμπορίου και εγκατάστασης και ανακοίνωσε τις πρώτες λίστες απελάσεων. Ωστόσο οι Έλληνες établis  δεν υπάγονταν στη συμφωνία  του 1930 αλλά στην προγενέστερη κσι προφανώς ισχυρότερη από μία διμερή σύμβαση Συνθήκη της Λωζάνης.

“Η διαδικασία έχει γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», αλλά ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο ήπια” διηγείται ο κ. Ουζούνογλου. “ Δεχόσουν το βράδυ μία επίσκεψη από αστυνομικούς με πολιτικά. Σε καλούσαν την επομένη στο τμήμα και σε έβαζαν να υπογράψεις ένα έγγραφο που δεν σε άφηναν καν να το διαβάσεις και αποτελούσε, φαίνεται, ομολογία κατασκοπείας και οικειοθελούς αποχώρησης. Υποχρεωνόσουν δε να ειδοποιήσεις από ποια μεθοριακή δίοδο θα φύγεις, ώστε να ελεγχθείς. Η διαδικασία ελέγχου στο τελωνείο ήταν εξευτελιστική. Το μόνο δικαίωμα των απευλαυνόμενων ήταν να φέρουν μία αποσκευή των 20 κιλών και 20 δολάρια”.

Οι λίστες έφθασαν να μεγαλώνουν. Δεν ανανεώνονταν πια οι άδειες παραμονής. Παράλληλα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων υπηκόων δεσμεύονταν. Για να επισημοποιηθεί αυτό και να μπορούν τα δικαστήρια να χειρίζονται το θέμα, εκδόθηκε το μυστικό διάταγμα του Νοεμβρίου 1964 που αναφέρει  ότι τα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται  σε αντίποινα για τη βάναυση μεταχείριση από την Ελλάδα των Τούρκων πολιτών (;). Από τους τραπεζικούς λογαριασμούς, συμπληρώνει ο κ. Ουζούνογλου, επιτρεπόταν η ανάληψη μόνο 1500 λιρών το μήνα για όσους δεν είχαν εισόδημα από εργασία. Οι  Έλληνες υπήκοοι δεν είχαν ούτε κληρονομικά δικαιώματα πια. Μερικοί πρόλαβαν να βγάλουν στα γρήγορα διαζύγιο, ώστε να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στις συζύγους.

Σε πολλές περιπτώσεις εργοστάσια και μαγαζιά καταλήφθηκαν  ότι από τοπικούς παράγοντες. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1987, οπότε διέρρευσε το διάταγμα και ο Θ. Πάγκαλος το παρουσίασε στην Κομισιόν, ενώ η κυβέρνηση Οζάλ διαπραγματευόταν με την Ε.Ε.  και έτσι αναγκάσθηκε η Τουρκία να το ανακαλέσει. Αρκετοί κατάφεραν τότε και πούλησαν τις περιουσίες τους, παραμελημένες επί 25 χρόνια. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί όμως είχαν εξανεμισθεί από τον πληθωρισμό.

Οι διεκδικήσεις των Κωνσταντινουπολιτών μετά πενήντα έτη

«Το 1964 δεν υπήρξε παρά μόνο ένας άγνωστος Τούρκος που μας υποστήριξε δημοσίως: είχε γράψει στην στήλη των αναγνωστών  της εφημερίδας   Hürriyet,  ότι αυτό που γίνεται εις βάρος των Ρωμιών είναι ένα αίσχος – για να δεχθεί οχετό υβρεολογίου από άλλους αναγνώστες και να υποχρεωθεί μετά λίγες μέρες να ανακαλέσει. Επίσης, μία φορά ο αριστερός δημοσιογράφος  Çetin Altan  έγραψε κατά τις καμπάνιας "Πολίτη, μίλα μόνο τούρκικα!". Και μόνο αυτό δείχνει την τότε επικρατούσα ατμόσφαιρα.

Σήμερα, πάλι, είναι αρκετές δεκάδες χιλιάδες είναι αυτοί που σηκώνουν τη φωνή τους και μιλάνε». Πενήντα χρόνια ακριβώς μετά τις απελάσεις του 1964 που αποτέλεσαν το μοιραίο πλήγμα κατά της ελληνικής μειονότητας της Πόλης, ο πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, καθηγητής Νικόλας Ουζούνογλου περιγράφει στο capital.gr, τις αλλαγές στην τουρκική κοινωνία που επιτρέπουν και στην ομογένεια μια περισσότερο αποφασιστική διεκδίκηση της επανόρθωσης των εις βάρος της αδικιών.

Το βασικό άρθρο του καταστατικού της Ομοσπονδίας, η οποία ιδρύθηκε το 2006, είναι απλό: στόχος είναι η συνέχιση και αναζωογόνηση της ελληνικής παρουσίας στην Πόλη, με βάση το καθεστώς της Συνθήκης της Λωζάνη. Η δε επιχειρηματολογία είναι σαφής: «Αυτά που συνέβησαν στην κοινότητά μας είναι προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν από πάρα πολλούς  πολίτες της Τουρκίας, στον βαθμό που το κράτος απείχε από τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», όπως αναφέρει ο κ. Ουζούνογλου.

Η κύρια διεκδίκηση για τους απελαθέντες αφορά το περιουσιακό, όπου υφίστανται προσκόμματα ακόμη και μετά την κατάργηση του μυστικού διατάγματος του 1964, καθώς η Κωνσταντινούπολη και πολύ περισσότερο η Ίμβρος και η Τένεδος θεωρούνται παραμερθόριες περιοχές, όπου δεν επιτρέπεται η ιδιοκτησία γης από αλλοδαπούς ορισμένων κρατών και μεταξύ αυτών της Ελλάδος, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να είναι ευκολότερη λ.χ. η αγορά γης από Έλληνα υπήκοο στην Άγκυρα. Για δε τα κληρονομικά δικαιώματα, καταλυτική υπήρξε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2009 στην «υπόθεση Πιστικά».

Επρόκειτο για Ελληνίδα υπήκοο η οποία υιοθετήθηκε τη δεκαετία του ‘50 από οικογένεια Ρωμιών Τούρκων υπηκόων, ιδιοκτητών δύο πολυκατοικιών στο Πέραν. Οι κληρονόμοι της μετά την άρση του διατάγματος προχώρησαν σε μέγαλο δικαστικό αγώνα ο οποίος κατέληξε στο Στρασβούργο όπου δικαιώθηκαν με αποζημίωση 5 εκατ. ευρώ. Δικηγόρος της υπόθεσης αυτής ήταν ο Δημήτρης Γλεντής.

Όμως ο μεγάλος όγκος των Κωνσταντινουπολιτών ήσαν οι Τούρκοι υπήκοοι και εδώ η διεκδίκηση αφορά τη δυνατότητα της δεύτερης και τρίτης γενιάς να ανακτήσουν την τουρκική υπηκοότητα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των αρρένων ομογενών που ήσαν νεώτεροι των 20 ετών κατά τη «μεγάλη έξοδο του 1964 ή γεννήθηκαν μετέπειτα στην Ελλάδα και αλλού έχασαν την τουρκική ιθαγένεια εφόσον δεν υπηρέτησαν στον τουρκικό στρατό. Το αποτέλεσμα είναι η πλειοψηφία των γεννηθέντων στην Πόλη ελληνορθοδόξων που διατηρούν την τουρκική υπηκοότητα να είναι γυναίκες προχωρημένης ηλικίας. Εκτιμάται ότι σε όλο τον κόσμο ζουν περίπου 40.000 Ρωμιοί/ές τουρκικής υπηκοότητας και άλλοι 100.000 που την έχουν απολέσει. Επιπλέον, όσοι είχαν γεννηθεί από το 1963 έως το 1981 δεν μπορούσαν να πάρουν υπηκοότητα από την πλευρά της μητέρας. Αυτό ήρθη πρόσφατα, όπως και η σύνδεση της υπηκοότητας με την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς, ακόμη και αν είχε διαγραφεί, να αποκτήσει την υπηκοότητα μέσα σε δύο-τρεις μήνες, αφού υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο τουρκικό προξενείο. Όμως για τους άνδρες εγείρεται το ζήτημα το αντισηκώματος της στρατιωτικής θητείας, διότι στην Τουρκία δεν υπάρχει όριο ηλικία στράτευσης και κανείς θεωρείται ανυπότακτος ακόμη και στην ηλικία των 70 ετών. «Ως ομοσπονδία» αναφέρει ο κ. Ουζούνογλου «ζητούμε ειδική ρύθμιση για τις περιπτώσεις όσων έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό ή εξαναγκάσθηκαν σε φυγή, διότι το αντισήκωμε των 6.000 ευρώ είναι πολύ υψηλό». Ούτως ή άλλως επιτρέπεται πλέον στην Τουρκία η διπλή υπηκοότητα και αναγνωρίζεται ως ισότιμη η θητεία στον ελληνικό στρατό (εφόσον πρόκειται για νατοϊκή χώρα).

Ο κύριος συνομιλητής για αυτά τα ζητήματα είναι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. «Έχω δει τρεις φορές τον Ahmet Davutoğlu: προσπαθεί να δώσει την εικόνα ότι η χώρα του έχει αλλάξει ραγδαία και διορθώνει τα λάθη της και παροτρύνει και την Ελλάδα να κάνει το ίδιο. Αλλά όταν ερωτάται από πού και ως πού θέτει λ.χ. το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ως διμερές, ουσιαστικά δεν απαντάει» μας αναφέρει ο κ. Ουζούνογλου. Και συμπληρώνει: «Στο θέμα των υπηκοοτήτων υπάρχει πάντως μια ευκαμψία. Εμείς ζητάμε όμως οργανωμένη υποστήριξη για παλιννόστηση των Ρωμιών, όπως έκαναν από ηθική υποχρέωση οι Γερμανοί με τους Εβραίους. Έχουμε θέσει το ζήτημα και στην Ε.Ε. και αναμένουμε απαντήσεις. Διεκδικούμε επίσης την πολύτιμη βιβλιοθήκη του ονομαστού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως που κατασχέθηκε το 1925. Η τουρκική πλευρά δηλώνει ότι έχει αναθέσει το θέμα προς μελέτη».

Αν οι διεκδικήσεις αυτές ευοδωθούν, θα πρόκειται για σημαντική δικαίωση των ανθρώπων που έζησαν για δύο δεκαετίες απολύτως μετέωροι, αφού και η Ελλάδα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αρνούνταν να τους προσφέρει υπηκοότητα, αλλά ακόμη και άδεια εργασίας…


Πηγή:www.capital.gr