21 Μαρτίου 2014

Καλά μαλάκ@ς είστε ρε;; Οι ΝYT αναρωτιούνται αν ο Χένες θα μπορούσε να είχε συμβεί στην Ελλάδα...

Η περίπτωση του πρώην άσου της μπάλας και προέδρου της Μπάγερν Μονάχου, Ούλι Χένες, που αποδέχθηκε την καταδίκη του για φοροδιαφυγή, μπορεί να αποτελέσει ένα καλό μάθημα για τους Έλληνες, υποστηρίζουν σε άρθρο τους οι «Νew York Times».

Ο Χένες, είναι ο πρώτος διάσημος Γερμανός που καταδικάζεται για φοροδιαφυγή, ύψους 28,5 εκατ. ευρώ σε λογαριασμό την Ελβετία. Μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου παραιτήθηκε από πρόεδρος της ομάδας, αρνήθηκε να ασκήσει έφεση και δέχθηκε να εκτίσει την 3,5 ετών ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε, σε μια ηρωική πράξη, όπως τη χαρακτηρίζουν οι «Νew York Times», που αναφέρουν επίσης, ότι για το γερμανικό Τύπο οι υποθέσεις φοροδιαφυγής είναι «εθνικό γνώρισμα των Ελλήνων».

Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, συμπεραίνει ο αρθρογράφος, και παραθέτει τα «στραβά και ανάποδα» του ελληνικού φορολογικού συστήματος:

Ανεπάρκεια, διαφθορά, πολύπλοκη νομοθεσία και αυτο-αναιρούμενες διαδικασίες.

Έλλειψη φορολογικής συμφωνίας με την Ελβετία (όπου οι Έλληνες διατηρούν μεταξύ 30 δισ.- 60 δισ. ευρώ σε λογαριασμούς), που έχει παραλύσει τις προσπάθειες για τον επαναπατρισμό παράνομων κερδών. Ελάχιστη πολιτική βούληση για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Κανένα κίνητρο για όσους αποκρύπτουν χρήματα να υποβάλουν αίτηση για αμνηστία, όπως έκανε ο Χένες και άλλοι 55.000 Γερμανικοί φοροφυγάδες τα τελευταία 4 χρόνια, καταβάλλοντας συνολικά 3.5 δισ. ευρώ σε φόρους.

Δεκάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες στην Ελλάδα δηλώνουν στην εφορία μόλις τα μισά από τα έσοδά τους- σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ- με ετήσιο κόστος για τη χώρα 3,2 δισ. ευρώ ή 1,75%του ΑΕΠ.

Οφειλές σε φόρους ύψους 62,3 δισ. ευρώ, ενώ για την εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων περνούν χρόνια.

Φοροδιαφυγή σε μεγάλη κλίμακα από μικρές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενους και υψηλά εισοδήματα. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στο να ζητήσει διεθνή βοήθεια το 2010, σημειώνουν οι «Νew York Times», γι αυτό και ως βασικός όρος στη συμφωνία με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ μπήκε η βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Ατιμωρησία για πλούσιους, ισχυρούς και όσους έχουν καλές διασυνδέσεις.

Οι πολίτες δεν φοβούνται να εξαπατήσουν λόγω των αδυναμιών του φορολογικού συστήματος, το οποίο αντιθέτως τους ενθαρρύνει να το κάνουν.

Σύμφωνα με τους «Νew York Times» όσο η Ελλάδα δανειζόταν για να κλείσει τις «τρύπες» στον προϋπολογισμό της, η φοροδιαφυγή συνεχιζόταν ως ένα έγκλημα χωρίς θύματα, ενώ διαπιστώνουν ότι μόλις τα τελευταία 4 χρόνια έχει καταστεί σαφές στη χώρα μας ότι η πληρωμή φόρων και η επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης συνδέονται μεταξύ τους.

Ο αρθρογράφος «βλέπει» ότι έχουν σημειωθεί κάποια θετικά βήματα: η δημιουργία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, η οικονομική αστυνομία, ο έλεγχος μεγάλου πλούτου, η ηλεκτρονική διασταύρωση λογαριασμών και η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που έχει «παγώσει», 170 εκατ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία, σε 405 περιπτώσεις, που έχουν σταλεί στον εισαγγελέα. Πλέον, οι συλλήψεις για φορολογικές υποθέσεις είναι άνευ προηγουμένου, ενώ πολλές περισσότερες επιχειρήσεις και επαγγελματίες κόβουν αποδείξεις, σημειώνει.

Αντιθέτως, στη Γερμανία το φορολογικό και νομικό σύστημα προκαλεί φόβο σε όσους διαπράττουν απάτες και τιμωρεί ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης.

Στην περίπτωση του Χένες βλέπουμε πώς ένα πρόσωπο που αποτελεί εθνικό πρότυπο μπορεί να διαχωρίσει τη δημόσια εικόνα του από τις παράνομες πράξεις του, γράφουν οι «Νew York Times». «Στην Ελλάδα, οι πολιτικοί και οι πολίτες θα μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι είναι πατριώτες, φίλοι και καλοί πολίτες, ενώ εργάζονται για να υπονομεύσουν τα θεμέλια της κοινωνίας: την εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, την εμπιστοσύνη μεταξύ κυβερνώντων και αυτών που κυβερνούν».

Όταν και στην Ελλάδα οι παράνομοι αρχίσουν να φοβούνται τη φοροδιαφυγή και αρχίσουν να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, μόνο τότε θα αρχίσει να καλλιεργείται σταδιακά ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αποθάρρυνσης της εξαπάτησης, αναγκάζοντας ακόμα και τον πιο απρόθυμο πολιτικό να διεκδικήσει την «κυριότητα της μεταρρύθμισης».