«Το να έχεις κλειστοφοβία δεν βοηθάει την ώρα που βρίσκεσαι κλεισμένος σε ένα πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου. Απ' όσα μου είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ, το συγκεκριμένο ήταν μάλλον το πιο τρομακτικό.
Τα τελευταία λεπτά, μπορεί να ήταν τρία ή δέκα (τέτοιες στιγμές ο χρόνος δεν είναι εύκολα μετρήσιμος), είχα πειστεί ότι πρόκειται να πεθάνω άμεσα. Είχε προηγηθεί κυνηγητό με αυτοκίνητα για χιλιόμετρα, εγκλωβισμός, διαφυγή, πάλι εγκλωβισμός. Μπορεί να είναι αρκετά διασκεδαστικό στις ταινίες. αλλά όχι όταν συμβαίνει σε σένα τον ίδιο. Άνθρωποι με όπλα και μάσκες περικυκλώνουν το αυτοκίνητο και ανοίγουν τις πόρτες. Εμείς τις ανοίγουμε για την ακρίβεια, γιατί μας απειλούν με πιστόλια, πυροβολούν στον αέρα. Τρώω την πρώτη μπουνιά στο πρόσωπο, ακριβώς την ώρα που με τραβάνε έξω, πέφτω στην άσφαλτο, παραδόξως δεν πονάω, υποπτεύομαι ότι έχει σπάσει η μύτη από το ρυάκι που πέφτει πάνω στο παλτό μου και από εκεί στην άσφαλτο. Περίεργο πράγμα το μυαλό, μια σκέψη πετάγεται: Ευτυχώς που έβαλα το δερμάτινο που δεν ποτίζει γιατί το αίμα δεν φεύγει εύκολα από τα ρούχα, θυμάμαι ότι πρέπει να τα βάζεις σε κρύο νερό να μουλιάσουν μετά ή κάτι τέτοιο. Συνεχίζουν να μας χτυπάνε με κλωτσιές. Εάν μου είχαν επιτεθεί με μαχαίρι θα έπρεπε να προστατέψω την κοιλιά, τον λαιμό και τον θώρακα. Τώρα έχω διπλώσει τα χέρια επάνω στο κεφάλι μου, είναι σημαντικό να σώσω τα δόντια, το σαγόνι και τους κροτάφους. Το καταλαβαίνουν και αυτοί, ένας μου ρίχνει μια γερή πίσω στο κεφάλι.
Φωνάζω, όχι από πόνο αλλά για να του δώσω την ικανοποίηση, αλλιώς θα ξαναχτυπήσει. Μάλλον μπάτσος. Νυν, πρώην, εσαεί. Οι στρατιωτικοί δεν θα έκαναν τέτοια καραγκιοζιλίκια. Σε αυτά τα μέρη ο στρατός κάνει καθαρές δουλειές, ούτε φωνές υπέρ της μαμάς Ρωσίας, ούτε πυροβολισμοί στον αέρα, ούτε δισταγμοί. Έκοψαν ολόκληρη Κριμαία χωρίς μια σφαίρα. Ούτε και μαφία: δεν θα είχαμε φύγει όρθιοι. Σίγουρα μπάτσοι. Υπηρεσιακά πιστόλια Μακάροφ, πιο μικρά από τις παλάμες τους. Καλός ο πατριωτισμός, αλλά ακόμα και οι στρατιωτικοί έχουν καταλάβει ότι ο σχεδιασμός καλών όπλων χειρός έχει σταματήσει σε αυτά τα μέρη το 1947 και έχουν προμηθευτεί αυστριακά Glock. Αποτελεσματικά, αξιόπιστα, η χαρά του ένστολου φονιά. Θυμάμαι μια διαφήμιση που έλεγε ότι αποδεδειγμένα δεν μπλοκάρουν ακόμα και μετά από ένα εκατομμύριο πυροβολισμούς. Ο διαφημιστής μάλλον έχει σκεφτεί να καθαρίσει όλη τη Θεσσαλονίκη. Θα πρέπει να πέρασε πραγματικά άσχημα στην πενταήμερη. Σκέφτομαι την ηλίθια διαφήμιση, σχεδόν χαμογελάω όταν ένας με σηκώνει, μου αδειάζει τις τσέπες, μου βγάζει το δερμάτινο. Κολλάει το όπλο στα πλευρά και λέει να μπω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μας. Ναι, το πορτ μπαγκάζ, από κει ξεκινάει η ιστορία μου.
Μεγάλο το πορτ μπαγκάζ, εκτός από εμένα χωράει και τον Βόβα, κάμεραμαν, χτυπημένος πολύ. Προσπαθούν να χώσουν μέσα και τον Αντρέι που είναι ο μόνος ατάραχος. Τους μιλάει, ψάχνει τρόπο να βρει τα κουμπιά τους. «Παιδιά, και στο Κίεβο μας την πέφτουν και εσείς μας την πέφτετε, τι συμβαίνει;», ακούω να λέει. Έμπειρος δημοσιογράφος, δεκάδες αποστολές, πόλεμοι, Αφρική. Έμελλε να την πατήσει στην πατρίδα του. Μάλλον τους πείθει. Αργότερα θα του πω ότι είναι ευτύχημα ότι από τους ανθρώπους που ξέρω εκείνος ειδικά βρέθηκε δίπλα μου, άνθρωπος να βασιστείς. Μυαλό και θάρρος, καλός συνδυασμός. Το πορτ μπαγκάζ κλείνει από πάνω μου. Σκοτάδι. Τι θέλουν από μας; Πήραν τον εξοπλισμό, μας τρόμαξαν, μας χτύπησαν. Πήραν χαρτιά, ατζέντες, έγγραφα για να συνεχίσουν τη δουλειά οι υπηρεσίες. Τι θέλουν; Να μας μεταφέρουν αλλού για να μην βρεθούν τα πτώματα; Μπορεί. Να ζητήσουν λύτρα; Αυτό είναι αστείο, εκτός από τη μάνα μου κανένας δεν θα πλήρωνε δεκάρα. Η μάνα μου, άλλη σκέψη. Εκείνη την ώρα η ζωή δεν περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Μόνο το πρόσωπο της μάνας που κλαίει. Εκείνη θα νοιαστεί, θα τρέξει, θα βάλει τα μαύρα μέχρι να πεθάνει. Μην κλαις μάνα, έτσι είναι τα πράγματα, άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν. Μανούλα, θα σου δώσω ακόμα μια στεναχώρια. Στάσου. Δεν πέθανα ακόμα, ζω σε ένα πορτ μπαγκάζ.
Το αυτοκίνητο ξεκινάει, αρχίζει να με καταβάλλει η κλεισούρα. Σκέφτομαι ότι ακόμα και αν δεν με πυροβολήσουν μάλλον θα πεθάνω από καρδιακό επεισόδιο. Η κλεισούρα. Οι τοίχοι. Δεν μπορώ να κινηθώ, δεν μπορώ να τρέξω. Νιώθω το οξυγόνο να καταναλώνεται. Η καρδιά αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα, οι ανάσες γίνονται πιο κοφτές, πλησιάζω τα όρια του πανικού. Στα επόμενα λεπτά θα έχω αρχίσει να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι. Μετά μπορεί να λειτουργήσει κάποια δικλείδα ασφαλείας και να λιποθυμήσω, διαφορετικά πάπαλα. Ακόμα και η σκέψη γίνεται πιο δύσκολη όσο περνάει η ώρα. Σκέφτομαι να χτυπήσω το κεφάλι μου για να λιποθυμήσω. Όχι, δεν φτάνει ο χώρος για να πάρω φόρα και το μέταλλο του αυτοκινήτου είναι πιο μαλακό από τον τοίχο που χρειάζομαι. Έπρεπε να το είχα χτυπήσει όταν αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος, τώρα είναι αργά. Πρέπει να σκεφτώ γρήγορα! Ο χρόνος έχει στραφεί εναντίον μου.
Οι «ατσαλάκωτοι», αυτή η σιχαμερή φάρα των ανθρώπων που δεν έχουν σμπαραλιαστεί στη ζωή τους, δεν έχουν ακουμπήσει τον ανυπόφορο πόνο, δεν έχουν εκτεθεί, δεν έχουν πλαντάξει στο κλάμα, δεν έχουν χάσει το πιο πολύτιμο. Άνθρωποι άτυχοι, δεν έμαθαν ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται στο να αποφεύγεις τον πόνο αλλά να τον ξεπερνάς, να του χαμογελάς, να τον χρησιμοποιείς σαν πρώτη ύλη για να φτιάξεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Δεν απέκτησαν τα εργαλεία να επιζούν μέσα στην φρίκη. Στο πορτ μπαγκάζ της ζωής μου σκέφτομαι ότι δεν είμαι απ' αυτούς, σίγουρα υπάρχει μια παρακαταθήκη μέσα μου για αυτές τις καταστάσεις. Ναι, έχω κάτι. Τον διακόπτη που κλείνει την λειτουργία του μυαλού, κλείνει τους φόβους, το άγχος, την ελπίδα. Κυρίως την ελπίδα, χειρότερη απ' όλες τις πλάνες. Ο διαλογισμός. Κάτι σαν τη προσευχή, αλλά πιο αποτελεσματικό στις έκτακτες καταστάσεις. Επικίνδυνο εργαλείο, σε σώζει μια φορά και συνεχίζει να σε σώζει για πολύ καιρό ακόμα, θες δε θες. Συνήθως δε θες, η βόλεψη είναι πολύ βολικό πράγμα, η βόλεψη στη ρουτίνα, στην θαλπωρή, ακόμα και η βόλεψη στον φόβο.
Κανείς δεν θέλει να κοιτάξει πραγματικά μέσα του, πέραν από το μυαλό και τον εγωισμό σου. Στο πορτ μπαγκάζ που βρίσκομαι δεν έχω άλλη επιλογή, κλείνω τα μάτια. Επικεντρώνομαι στην ανάσα μου, χαλαρώνω το σώμα μου. Διώχνω μια μια τις σκέψεις που έρχονται και προσπαθώ να κοιτάξω μέσα μου. Οι ανάσες σταθεροποιούνται, οι σφυγμοί πέφτουν. Παύω να προσέχω το τράνταγμα του αυτοκινήτου που κινείται. Με επαναφέρει ο Βόβα που βογκάει. Θέλω να του πω να σκάσει αλλά είναι καλό παιδί. Χώρισε πρόσφατα, τον νιώθω. Σε δύο μέρες από τώρα θα μάθει ότι ένα σπασμένο πλευρό του έχει καρφωθεί μέσα στον πνεύμονα και αιμορραγεί. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει. «Βόβα, μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Κάνε διαλογισμό. Χαλάρωσε το σώμα σου, επικέντρωσε την προσοχή σου μόνο στο σημείο της μύτης όπου νιώθεις την ανάσα σου και προσπάθησε να μην σκέφτεσαι απολύτως τίποτα. Κατάλαβες;» Φυσικά και κατάλαβε, δεν έχει και άλλη επιλογή. Σε λίγο ησυχάζει, μπήκε και αυτός στο λούκι.
Ξαναβυθίζομαι. Πιο εύκολα αυτή τη φορά. Παύω να νιώθω το σώμα μου, οι σκέψεις φεύγουν μια μια, σχεδόν ακούω το μυαλό μου να επιβραδύνεται. Όλα όσα έζησε κανείς, όσα του έμαθαν οι γονείς, το σχολείο, οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι φιλοδοξίες, τα πρόσωπα, οι έρωτες, είναι όλα μικρά πολύχρωμα λέπια που συσσωρεύτηκαν επάνω σε μια χρυσή οθόνη. Από κάπου ανοίγει ένα παράθυρο και μπαίνει ρεύμα δροσερού αέρα, τα λέπια σαλεύουν, σηκώνονται. Δεν είναι τόσο βαριά όσο φαίνονται, στροβιλίζονται, παίζουν με το φως. Όλα όσα έζησε κανείς σε όλη τη ζωή του δείχνει να είναι παιχνίδι στα μάτια ενός παιδιού. Από που έρχεται όμως το φως; Αναρωτιέσαι. Έρχεται από την ίδια την οθόνη που βρίσκεται ακριβώς από κάτω και τώρα καθαρίζει λιγάκι, όχι μέχρι σημείου να διαβάσεις αυτά που θέλει να σου δείξει αλλά ίσα ίσα να περάσει το φως. Χρειάζεται πολύς αέρας ακόμα για να καθαρίσει, χρόνια αεράκι ή μια δυνατή θύελλα. Φύσα! Φυσάει κρύος αέρας, αυτή τη φορά από το πορτ μπαγκάζ που ανοίγει. «Βγείτε γρήγορα, ελάτε μπροστά, την κοπανάμε από δω!». Ο Αντρέι δείχνει να έχει χάσει την ψυχραιμία του.
Είμαστε έξι στο αυτοκίνητο. Εκτός από εμένα, τον Αντρέι και τον Βόβα υπάρχει και ένας ακόμα εικονολήπτης, ο Πάσα. Έχει τέσσερα δόντια σπασμένα, αιμορραγεί. Ο οδηγός, δεν θυμάμαι το όνομά του, και η Λένα. Το κορίτσι. Κάθεται στα γόνατα ενός από τους εικονολήπτες. Ευτυχώς δεν την πείραξαν, σκέφτομαι. Το μυαλό κάνει επανεκκίνηση, προσπαθεί να βρει οικείες φόρμες: «Λένα, μια ευκαιρία είχα να καθίσεις στα γόνατά μου και την έχασα» λέει φωναχτά το μυαλό μου. Ο εαυτός κοιτάει το μυαλό και χαμογελάει. «Ανόητο μυαλό, τρόμαξες. Έχασες μερικές στιγμές και τρόμαξες. Ξαναδούλεψε τώρα που σε χρειάζομαι». Μπλόκο στο δρόμο, ίση απόσταση Σεβαστούπολη – Συμφερούπολη. Τα «παιδιά» έχουν ενημερωθεί, γελάνε, κάνουν «τυπικό έλεγχο» στο αμάξι μπας και τους ξέφυγε καμιά κάμερα, κανένα μικρόφωνο. «Τι έγινε; Πάθατε κανένα ατύχημα;» με ρωτάει δείχνοντας τα σπασμένα μούτρα. Χαμογελάω. «Ξέρετε πως είναι στα μέρη σας, βότκα, γυναίκες, χαβιάρι. Συμβαίνουν και ατυχήματα» λέω. «Να προσέχετε την άλλη φορά. Μην πηγαίνετε σε επικίνδυνα μέρη» λέει. Φυσικά, ό,τι πεις. Μας αφήνουν. Το μυαλό δουλεύει πια με χίλια. Ανανεωμένο από την ξεκούραση και χωρίς την έπαρση που το διακατέχει συνήθως, πιάνει συζήτηση με τον εαυτό.
«Τι κάνεις; Γιατί το κάνεις; Αξίζει τον κόπο;» ρωτάει. «Είναι η δουλειά μου. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Μου αρέσει» απαντάει. «Τι σου αρέσει; Τι θέλεις; Χρήμα; Δόξα; Γυναίκες; Ένταση;» ρωτάει. «Δεν έχει τίποτα απ' όλα αυτά. Είναι ψέμα, πλάνη. Θέλω να κάνω κάτι καλό. Θέλω να μεταφέρω το φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι. Να πω ιστορίες. Θέλω να μάθω την αλήθεια και να την πω στους άλλους» απαντάει. «Σε ποιους άλλους; Τους ξέρεις τους άλλους. Τους έχεις δει να έρχονται και να φεύγουν. Έχεις καταλάβει να αξίζουν; Δεν τα έχουν τάχα τακτοποιημένα στα κεφάλια τους; Τις ιδεολογίες τους, τις ταμπέλες τους. Είσαι παραμυθάς ή παραμυθιάζεσαι που πιστεύεις ότι θα κάνεις κάτι καλό για αυτούς;» ρωτάει. «Το κάνω για μένα. Και εν τέλει δεν είναι έτσι όλοι. Υπάρχουν κάποιοι που χρειάζονται τη δουλειά μας. Υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτά αυτιά. Και αυτοί που τα έχουν κλειστά μπορεί να τα ανοίξουν κάποτε. Και πρέπει να υπάρχει κάποιος δίπλα τους» απαντάει. «Και ποιος τάχα μου είσαι εσύ που πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι αξίζεις; Ποιος είσαι;» ρωτάει. «Δεν είμαι κανείς. Δεν είμαι τίποτα. Αξίζω όσο το τελευταίο κείμενο που έγραψα, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Αυτό κάνω, αυτό μπορώ να κάνω και προσπαθώ να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ» απαντάει. «Και τι μπορείς να κάνεις σήμερα;» ρωτάει. «Όχι πολλά αλλά πρέπει να γράψω κάτι, γιατί αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνει κανένας άλλος.»
Φωνάζω, όχι από πόνο αλλά για να του δώσω την ικανοποίηση, αλλιώς θα ξαναχτυπήσει. Μάλλον μπάτσος. Νυν, πρώην, εσαεί. Οι στρατιωτικοί δεν θα έκαναν τέτοια καραγκιοζιλίκια. Σε αυτά τα μέρη ο στρατός κάνει καθαρές δουλειές, ούτε φωνές υπέρ της μαμάς Ρωσίας, ούτε πυροβολισμοί στον αέρα, ούτε δισταγμοί. Έκοψαν ολόκληρη Κριμαία χωρίς μια σφαίρα. Ούτε και μαφία: δεν θα είχαμε φύγει όρθιοι. Σίγουρα μπάτσοι. Υπηρεσιακά πιστόλια Μακάροφ, πιο μικρά από τις παλάμες τους. Καλός ο πατριωτισμός, αλλά ακόμα και οι στρατιωτικοί έχουν καταλάβει ότι ο σχεδιασμός καλών όπλων χειρός έχει σταματήσει σε αυτά τα μέρη το 1947 και έχουν προμηθευτεί αυστριακά Glock. Αποτελεσματικά, αξιόπιστα, η χαρά του ένστολου φονιά. Θυμάμαι μια διαφήμιση που έλεγε ότι αποδεδειγμένα δεν μπλοκάρουν ακόμα και μετά από ένα εκατομμύριο πυροβολισμούς. Ο διαφημιστής μάλλον έχει σκεφτεί να καθαρίσει όλη τη Θεσσαλονίκη. Θα πρέπει να πέρασε πραγματικά άσχημα στην πενταήμερη. Σκέφτομαι την ηλίθια διαφήμιση, σχεδόν χαμογελάω όταν ένας με σηκώνει, μου αδειάζει τις τσέπες, μου βγάζει το δερμάτινο. Κολλάει το όπλο στα πλευρά και λέει να μπω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μας. Ναι, το πορτ μπαγκάζ, από κει ξεκινάει η ιστορία μου.
Μεγάλο το πορτ μπαγκάζ, εκτός από εμένα χωράει και τον Βόβα, κάμεραμαν, χτυπημένος πολύ. Προσπαθούν να χώσουν μέσα και τον Αντρέι που είναι ο μόνος ατάραχος. Τους μιλάει, ψάχνει τρόπο να βρει τα κουμπιά τους. «Παιδιά, και στο Κίεβο μας την πέφτουν και εσείς μας την πέφτετε, τι συμβαίνει;», ακούω να λέει. Έμπειρος δημοσιογράφος, δεκάδες αποστολές, πόλεμοι, Αφρική. Έμελλε να την πατήσει στην πατρίδα του. Μάλλον τους πείθει. Αργότερα θα του πω ότι είναι ευτύχημα ότι από τους ανθρώπους που ξέρω εκείνος ειδικά βρέθηκε δίπλα μου, άνθρωπος να βασιστείς. Μυαλό και θάρρος, καλός συνδυασμός. Το πορτ μπαγκάζ κλείνει από πάνω μου. Σκοτάδι. Τι θέλουν από μας; Πήραν τον εξοπλισμό, μας τρόμαξαν, μας χτύπησαν. Πήραν χαρτιά, ατζέντες, έγγραφα για να συνεχίσουν τη δουλειά οι υπηρεσίες. Τι θέλουν; Να μας μεταφέρουν αλλού για να μην βρεθούν τα πτώματα; Μπορεί. Να ζητήσουν λύτρα; Αυτό είναι αστείο, εκτός από τη μάνα μου κανένας δεν θα πλήρωνε δεκάρα. Η μάνα μου, άλλη σκέψη. Εκείνη την ώρα η ζωή δεν περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Μόνο το πρόσωπο της μάνας που κλαίει. Εκείνη θα νοιαστεί, θα τρέξει, θα βάλει τα μαύρα μέχρι να πεθάνει. Μην κλαις μάνα, έτσι είναι τα πράγματα, άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν. Μανούλα, θα σου δώσω ακόμα μια στεναχώρια. Στάσου. Δεν πέθανα ακόμα, ζω σε ένα πορτ μπαγκάζ.
Το αυτοκίνητο ξεκινάει, αρχίζει να με καταβάλλει η κλεισούρα. Σκέφτομαι ότι ακόμα και αν δεν με πυροβολήσουν μάλλον θα πεθάνω από καρδιακό επεισόδιο. Η κλεισούρα. Οι τοίχοι. Δεν μπορώ να κινηθώ, δεν μπορώ να τρέξω. Νιώθω το οξυγόνο να καταναλώνεται. Η καρδιά αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα, οι ανάσες γίνονται πιο κοφτές, πλησιάζω τα όρια του πανικού. Στα επόμενα λεπτά θα έχω αρχίσει να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι. Μετά μπορεί να λειτουργήσει κάποια δικλείδα ασφαλείας και να λιποθυμήσω, διαφορετικά πάπαλα. Ακόμα και η σκέψη γίνεται πιο δύσκολη όσο περνάει η ώρα. Σκέφτομαι να χτυπήσω το κεφάλι μου για να λιποθυμήσω. Όχι, δεν φτάνει ο χώρος για να πάρω φόρα και το μέταλλο του αυτοκινήτου είναι πιο μαλακό από τον τοίχο που χρειάζομαι. Έπρεπε να το είχα χτυπήσει όταν αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος, τώρα είναι αργά. Πρέπει να σκεφτώ γρήγορα! Ο χρόνος έχει στραφεί εναντίον μου.
Οι «ατσαλάκωτοι», αυτή η σιχαμερή φάρα των ανθρώπων που δεν έχουν σμπαραλιαστεί στη ζωή τους, δεν έχουν ακουμπήσει τον ανυπόφορο πόνο, δεν έχουν εκτεθεί, δεν έχουν πλαντάξει στο κλάμα, δεν έχουν χάσει το πιο πολύτιμο. Άνθρωποι άτυχοι, δεν έμαθαν ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται στο να αποφεύγεις τον πόνο αλλά να τον ξεπερνάς, να του χαμογελάς, να τον χρησιμοποιείς σαν πρώτη ύλη για να φτιάξεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Δεν απέκτησαν τα εργαλεία να επιζούν μέσα στην φρίκη. Στο πορτ μπαγκάζ της ζωής μου σκέφτομαι ότι δεν είμαι απ' αυτούς, σίγουρα υπάρχει μια παρακαταθήκη μέσα μου για αυτές τις καταστάσεις. Ναι, έχω κάτι. Τον διακόπτη που κλείνει την λειτουργία του μυαλού, κλείνει τους φόβους, το άγχος, την ελπίδα. Κυρίως την ελπίδα, χειρότερη απ' όλες τις πλάνες. Ο διαλογισμός. Κάτι σαν τη προσευχή, αλλά πιο αποτελεσματικό στις έκτακτες καταστάσεις. Επικίνδυνο εργαλείο, σε σώζει μια φορά και συνεχίζει να σε σώζει για πολύ καιρό ακόμα, θες δε θες. Συνήθως δε θες, η βόλεψη είναι πολύ βολικό πράγμα, η βόλεψη στη ρουτίνα, στην θαλπωρή, ακόμα και η βόλεψη στον φόβο.
Κανείς δεν θέλει να κοιτάξει πραγματικά μέσα του, πέραν από το μυαλό και τον εγωισμό σου. Στο πορτ μπαγκάζ που βρίσκομαι δεν έχω άλλη επιλογή, κλείνω τα μάτια. Επικεντρώνομαι στην ανάσα μου, χαλαρώνω το σώμα μου. Διώχνω μια μια τις σκέψεις που έρχονται και προσπαθώ να κοιτάξω μέσα μου. Οι ανάσες σταθεροποιούνται, οι σφυγμοί πέφτουν. Παύω να προσέχω το τράνταγμα του αυτοκινήτου που κινείται. Με επαναφέρει ο Βόβα που βογκάει. Θέλω να του πω να σκάσει αλλά είναι καλό παιδί. Χώρισε πρόσφατα, τον νιώθω. Σε δύο μέρες από τώρα θα μάθει ότι ένα σπασμένο πλευρό του έχει καρφωθεί μέσα στον πνεύμονα και αιμορραγεί. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει. «Βόβα, μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Κάνε διαλογισμό. Χαλάρωσε το σώμα σου, επικέντρωσε την προσοχή σου μόνο στο σημείο της μύτης όπου νιώθεις την ανάσα σου και προσπάθησε να μην σκέφτεσαι απολύτως τίποτα. Κατάλαβες;» Φυσικά και κατάλαβε, δεν έχει και άλλη επιλογή. Σε λίγο ησυχάζει, μπήκε και αυτός στο λούκι.
Ξαναβυθίζομαι. Πιο εύκολα αυτή τη φορά. Παύω να νιώθω το σώμα μου, οι σκέψεις φεύγουν μια μια, σχεδόν ακούω το μυαλό μου να επιβραδύνεται. Όλα όσα έζησε κανείς, όσα του έμαθαν οι γονείς, το σχολείο, οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι φιλοδοξίες, τα πρόσωπα, οι έρωτες, είναι όλα μικρά πολύχρωμα λέπια που συσσωρεύτηκαν επάνω σε μια χρυσή οθόνη. Από κάπου ανοίγει ένα παράθυρο και μπαίνει ρεύμα δροσερού αέρα, τα λέπια σαλεύουν, σηκώνονται. Δεν είναι τόσο βαριά όσο φαίνονται, στροβιλίζονται, παίζουν με το φως. Όλα όσα έζησε κανείς σε όλη τη ζωή του δείχνει να είναι παιχνίδι στα μάτια ενός παιδιού. Από που έρχεται όμως το φως; Αναρωτιέσαι. Έρχεται από την ίδια την οθόνη που βρίσκεται ακριβώς από κάτω και τώρα καθαρίζει λιγάκι, όχι μέχρι σημείου να διαβάσεις αυτά που θέλει να σου δείξει αλλά ίσα ίσα να περάσει το φως. Χρειάζεται πολύς αέρας ακόμα για να καθαρίσει, χρόνια αεράκι ή μια δυνατή θύελλα. Φύσα! Φυσάει κρύος αέρας, αυτή τη φορά από το πορτ μπαγκάζ που ανοίγει. «Βγείτε γρήγορα, ελάτε μπροστά, την κοπανάμε από δω!». Ο Αντρέι δείχνει να έχει χάσει την ψυχραιμία του.
Είμαστε έξι στο αυτοκίνητο. Εκτός από εμένα, τον Αντρέι και τον Βόβα υπάρχει και ένας ακόμα εικονολήπτης, ο Πάσα. Έχει τέσσερα δόντια σπασμένα, αιμορραγεί. Ο οδηγός, δεν θυμάμαι το όνομά του, και η Λένα. Το κορίτσι. Κάθεται στα γόνατα ενός από τους εικονολήπτες. Ευτυχώς δεν την πείραξαν, σκέφτομαι. Το μυαλό κάνει επανεκκίνηση, προσπαθεί να βρει οικείες φόρμες: «Λένα, μια ευκαιρία είχα να καθίσεις στα γόνατά μου και την έχασα» λέει φωναχτά το μυαλό μου. Ο εαυτός κοιτάει το μυαλό και χαμογελάει. «Ανόητο μυαλό, τρόμαξες. Έχασες μερικές στιγμές και τρόμαξες. Ξαναδούλεψε τώρα που σε χρειάζομαι». Μπλόκο στο δρόμο, ίση απόσταση Σεβαστούπολη – Συμφερούπολη. Τα «παιδιά» έχουν ενημερωθεί, γελάνε, κάνουν «τυπικό έλεγχο» στο αμάξι μπας και τους ξέφυγε καμιά κάμερα, κανένα μικρόφωνο. «Τι έγινε; Πάθατε κανένα ατύχημα;» με ρωτάει δείχνοντας τα σπασμένα μούτρα. Χαμογελάω. «Ξέρετε πως είναι στα μέρη σας, βότκα, γυναίκες, χαβιάρι. Συμβαίνουν και ατυχήματα» λέω. «Να προσέχετε την άλλη φορά. Μην πηγαίνετε σε επικίνδυνα μέρη» λέει. Φυσικά, ό,τι πεις. Μας αφήνουν. Το μυαλό δουλεύει πια με χίλια. Ανανεωμένο από την ξεκούραση και χωρίς την έπαρση που το διακατέχει συνήθως, πιάνει συζήτηση με τον εαυτό.
«Τι κάνεις; Γιατί το κάνεις; Αξίζει τον κόπο;» ρωτάει. «Είναι η δουλειά μου. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Μου αρέσει» απαντάει. «Τι σου αρέσει; Τι θέλεις; Χρήμα; Δόξα; Γυναίκες; Ένταση;» ρωτάει. «Δεν έχει τίποτα απ' όλα αυτά. Είναι ψέμα, πλάνη. Θέλω να κάνω κάτι καλό. Θέλω να μεταφέρω το φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι. Να πω ιστορίες. Θέλω να μάθω την αλήθεια και να την πω στους άλλους» απαντάει. «Σε ποιους άλλους; Τους ξέρεις τους άλλους. Τους έχεις δει να έρχονται και να φεύγουν. Έχεις καταλάβει να αξίζουν; Δεν τα έχουν τάχα τακτοποιημένα στα κεφάλια τους; Τις ιδεολογίες τους, τις ταμπέλες τους. Είσαι παραμυθάς ή παραμυθιάζεσαι που πιστεύεις ότι θα κάνεις κάτι καλό για αυτούς;» ρωτάει. «Το κάνω για μένα. Και εν τέλει δεν είναι έτσι όλοι. Υπάρχουν κάποιοι που χρειάζονται τη δουλειά μας. Υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτά αυτιά. Και αυτοί που τα έχουν κλειστά μπορεί να τα ανοίξουν κάποτε. Και πρέπει να υπάρχει κάποιος δίπλα τους» απαντάει. «Και ποιος τάχα μου είσαι εσύ που πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι αξίζεις; Ποιος είσαι;» ρωτάει. «Δεν είμαι κανείς. Δεν είμαι τίποτα. Αξίζω όσο το τελευταίο κείμενο που έγραψα, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Αυτό κάνω, αυτό μπορώ να κάνω και προσπαθώ να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ» απαντάει. «Και τι μπορείς να κάνεις σήμερα;» ρωτάει. «Όχι πολλά αλλά πρέπει να γράψω κάτι, γιατί αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνει κανένας άλλος.»