25 Ιουλίου 2014

Η ΕΛΠΙΔΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑ! FT για Ελλάδα: Μία εύθραυστη ηρεμία

Η Ελλάδα φαίνεται να επιστρέφει στην κανονικότητα, αλλά πίσω από την ηρεμία παραμένουν οι φόβοι για το μέλλον της, αναφέρει μακροσκελές δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times με τίτλο «Ελλάδα: Μία εύθραυστη ηρεμία» και υπότιτλο «Δύο χρόνια μετά τη χρεοκοπία της χώρας υπάρχουν ενδείξεις ότι η οικονομία γυρίζει σελίδα».

Μετά τη συρρίκνωσή της κατά 25% από τις αρχές του 2008, η ελληνική οικονομία έχει σταθεροποιηθεί και εφέτος πιθανόν να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αναφέρει το δημοσίευμα. Σημειώνει επίσης ότι η εικόνα της Ελλάδας έχει εξομαλυνθεί στις κεφαλαιαγορές, καθώς η χώρα άντλησε τον Απρίλιο το ποσό των 3 δισ. ευρώ με την έκδοση πενταετών ομολόγων, με ένα επιτόκιο μόνο 4,95% και επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ αυτό τον μήνα με τριετή ομόλογα.

Το δημοσίευμα παραθέτει στη συνέχεια δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου για τους κινδύνους όσον αφορά την ανάκαμψη της οικονομίας.

«Οι κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά μία νέα συγκυρία οικονομικών και πολιτικών κινδύνων αποτελούν μία πιθανή απειλή για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την οικονομική ανάκαμψη», δήλωσε ο κ. Παπαδήμος, προσθέτοντας ότι οι μεγάλες μειώσεις των εισοδημάτων και η «εξαιρετικά υψηλή» ανεργία «έχουν στηρίξει πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς και της ριζοσπαστικής αριστεράς. «Η μεγάλη βελτίωση των συνθηκών στις κεφαλαιαγορές δεν έχουν ακόμη αντανακλασθεί στην ελληνική οικονομία», σημείωσε ο πρώην πρωθυπουργός.

Για να δικαιολογήσει το χαμηλό κόστος δανεισμού της από τις κεφαλαιαγορές και να προσφέρει αποδόσεις στους μακροπρόθεσμους επενδυτές μετοχικών αξιών, η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο οικονομικό μοντέλο και αυτό θα απαιτήσει σημαντικές αλλαγές στην κοινωνία της, σημειώνει το δημοσίευμα.

«Αυτό που χρειαζόμαστε άμεσα και αρχίσαμε να το έχουμε είναι ένα σχέδιο πολιτικής», δήλωσε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που σχεδιάστηκε από τους διεθνείς πιστωτές αποτελεί μόνο την αρχή της διαδικασίας. «Θα χρειασθούμε το δικό μας μνημόνιο, το οποίο θα έχουμε διαπραγματευθεί με τους Έλληνες πολίτες. Χρειάζεται ένας βαθμός εσωτερικής νομιμοποίησης... Οι Έλληνες είναι γνωστοί ως ατομιστές, αλλά έχουν σχεδόν αναγκασθεί λόγω της κρίσης να συνεργάζονται περισσότερο», δήλωσε ο υπουργός.

Το δημοσίευμα σημειώνει ότι η εύθραυστη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά θα αντιμετωπίσει ένα ακόμη εμπόδιο τον Φεβρουάριο με την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Εάν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν σε μία υποψηφιότητα, θα ακολουθήσουν εκλογές. Εάν συμβεί αυτό, συνεχίζει η εφημερίδα, «το αριστερό αντιπολιτευόμενο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, που απορρίπτει τους αυστηρούς όρους διάσωσης που ζητούν οι πιστωτές της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο κόμμα και ίσως να σχηματίσει νέα κυβέρνηση».
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας έχει σταματήσει τις απειλές για αναστολή πληρωμών εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, εφόσον έλθει στην εξουσία, καθώς προσπαθεί να μετακινήσει το κόμμα του προς το κέντρο.

Ωστόσο, σημειώνουν οι Financial Times, ο κ. Τσίπρας συνεχίζει να επιθυμεί την επανακρατικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν πωληθεί σε ιδιώτες επενδυτές και να αποκαταστήσει τον κατώτατο μισθό στα προ κρίσης επίπεδα.

Οι παρατηρητές θα παρακολουθούν στενά τις επιδόσεις της Ρένας Δούρου που θα αναλάβει τον Σεπτέμβριο τη διοίκηση της Περιφέρειας Αττικής, σημειώνει η εφημερίδα, προσθέτοντας ότι η ίδια φαίνεται ρεαλίστρια. «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κατά των ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά θέλουμε οι επενδυτές να προσέχουν το περιβάλλον, να πληρώνουν όλους τους φόρους τους και να σέβονται τα δικαιώματα των εργαζομένων», δήλωσε η κ. Δούρου.

Ωστόσο, αναφέρει το δημοσίευμα, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει πιο μετριοπαθείς τις πολιτικές του, η ανάληψη από αυτόν της εξουσίας θα σήμαινε την πιθανή διακοπή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της Ελλάδας, καθώς οι άπειροι πολιτικοί του θα ασχολούνται με τα καθημερινά προβλήματα διακυβέρνησης. «Πρόκειται για μία προοπτική που ανησυχεί τους αξιωματούχους στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες», καταλήγει το δημοσίευμα.