Ανάπτυξη 1,5% του ΑΕΠ το β’ εξάμηνο προβλέπει η Alpha Bank. Ζητά ριζικές αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ, ενώ ξεκαθαρίζει πως οι φόροι που πληρώνουν τα νοικοκυριά είναι πολύ υψηλοί. Τα πυρά για το πολιτικό σύστημα και η σύγκριση με την Αργεντινή.
Μετά από μια 5ετή περίοδο προσαρμογής και επώδυνων αλλά απολύτως αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό έχει σταθεροποιήσει την οικονομία της και έχει ανακτήσει την δυναμική αναπτυξιακή της προοπτική εκτιμά η Alpha Bank, η οποία προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ το β’ εξάμηνο του έτους θα υπερβεί το 1,5%.
Ωστόσο η τράπεζα, στην εβδομαδιαία ανάλυσή της ασκεί σκληρή κριτική για το θέμα των φόρων και ειδικά του ΕΝΦΙΑ. Παράλληλα, καυτηριάζει τις πολιτικές επιλογές προ του 2009 εκτιμώντας ότι αυτές έφεραν τη χώρα σε αυτή τη θέση.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, και κυρίως των συνεπών φορολογουμένων, έχει καταστεί επαχθής, τονίζεται. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη «Taxation Trends in the European Union, Eurostat, June 2014», η φορολογία του κεφαλαίου (σ.σ. η φορολογία στο κεφάλαιο περιλαμβάνει φόρους στο εισόδημα από αποταμίευση και επενδύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων (κέρδη, τόκοι, ενοίκια, κ.λπ.) και φόρους στον συσσωρευμένο πλούτο από αποταμιεύσεις και επενδύσεις σε προηγούμενες περιόδους ) στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 7,3% του ΑΕΠ έναντι 6,7% του μέσου κοινοτικού όρου, με τα 2/3 των εσόδων να προέρχονται από την φορολογία του εισοδήματος που προκύπτει από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου και το 1/3 από την φορολογία κατοχής του κεφαλαίου. Οι Έλληνες πληρώνουν 4,9% του ΑΕΠ σε φόρους στο εισόδημα από κεφάλαιο και 2,4% σε φόρους στην κατοχή του κεφαλαίου, όταν στην ΕΕ των 28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,7% και 1,9%.
Στην Ελλάδα, όμως, τα νοικοκυριά ειδικότερα (διότι μέρος των φόρων αυτών πληρώνεται από τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους) πληρώνουν υπερδιπλάσιους φόρους στο κεφάλαιο απ’ ότι στην μέση κοινοτική χώρα, 1,4% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 0,6% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 Μάλιστα, στα νοικοκυριά η Ελλάδα το 2012 είχε την δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση του εισοδήματος στο κεφάλαιο, που αυξήθηκε μάλιστα κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, από 0,9% του ΑΕΠ πριν την κρίση σε 1,2% το 2011 και 1,4% το 2012.
Όσον αφορά ειδικότερα την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, η Ελλάδα έχει την 5η υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1.4% του ΑΕΠ του 2012, από 0.4% πριν την κρίση. Το σύνολο των επιβαρύνσεων από την ακίνητη περιουσία ανέρχεται στο 2,1% του ΑΕΠ, όταν προστίθενται τα φορολογικά έσοδα από μεταβιβάσεις, συναλλαγές κ.λπ.
Και δεν είναι μόνο η φορολογία στο κεφάλαιο που έχει αυξηθεί, σημειώνει η Alpha Bank. Οι φόροι στο εισόδημα από εργασία που πληρώνονται από τους εργαζομένους (σε αντιδιαστολή αυτών που πληρώνονται από εργοδότες ή μη απασχολούμενους), έχουν αυξηθεί από 6,1% του ΑΕΠ το 2011 σε 7,8% του ΑΕΠ το 2012. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, τα νοικοκυριά έχουν όντως επωμισθεί μεγάλο φορολογικό βάρος τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς, οι σχεδιαζόμενες από την Κυβέρνηση φοροελαφρύνσεις είναι επιθυμητές, αρκεί βεβαίως, να μην οδηγήσουν σε ένα φορολογικό σύστημα συρραφής ρυθμίσεων χωρίς αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή. Πρέπει, αντιθέτως, να διαμορφώνουν ένα φορολογικό σύστημα με όσο το δυνατόν ουδέτερη επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση.
Δεν φτάνουν τα… μερεμέτια για τον ΕΝΦΙΑ
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις, καθώς η φορολογία με τον ΕΝΦΙΑ, από φορολογία σε επιμέρους ακίνητα μετατράπηκε σε φορολογία με δημευτικό χαρακτήρα επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Και αυτό συμβαίνει διότι, πέραν όλων των άλλων, επιδιώκεται να εφαρμοσθεί και σε μια συγκυρία όπου η απόδοση της περιουσίας όχι μόνο συνεχώς μειώνεται αλλά ταυτόχρονα ήδη υπερφορολογείται ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου, όπως είναι η ακίνητη περιουσία, είτε δεν έχει απόδοση (για να πληρωθούν οι φόροι) είτε δεν μπορεί καν να ρευστοποιηθεί.
Απαιτείται, συνεπώς, επαναφορά του ΕΝΦΙΑ σε σωστή βάση (φόρος σε επιμέρους ακίνητα) και κατάργηση του ‘συμπληρωματικού’ φόρου, που είναι και ο μεγάλος ένοχος στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πέραν των απαλλαγών που έχουν δοθεί στις αγροτικές περιοχές και το γεγονός ότι επιβάλλεται σε αντικειμενικές αξίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις πραγματικές.
Ο νόμος όπως είναι δεν επιδέχεται διόρθωση και η λύση δεν είναι, βεβαίως, να αυξηθεί το αφορολόγητο και να μετακυλισθεί η διαφορά στον συμπληρωματικό φόρο. Η λογική της αναμόρφωσής του νόμου δεν μπορεί να είναι η μετακύλιση φορολογικού βάρους στους γνωστούς «άλλους». Εάν, όμως, δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων, όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί.
Στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την δημευτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή για να μην κλωτσήσουμε την καρδάρα με το γάλα, που την γεμίσαμε με πολύ προσπάθεια και τόσες θυσίες. Η διόρθωση του νόμου δεν μπορεί να γίνει μόνο με προσπάθειες εξωραϊσμού. Αν ο νόμος δεν αλλάξει ουσιαστικά, οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και δυσάρεστες για την ελληνική οικονομία.
Οι πολιτικές ευθύνες
Σύμφωνα με την Alpha Bank η περίπτωση του ΕΝΦΙΑ είναι ενδεικτική των σοβαρών ιδεολογικών αγκυλώσεων και στρεβλώσεων που εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα (μετά από μια 5ετή πορεία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) και που εξακολουθούν να θέτουν εμπόδια στην ανάκαμψη και στην έξοδο της οικονομίας μας από την κρίση.
«Είναι γεγονός ότι η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας επιτεύχθηκαν με τεράστιο κόστος της προσαρμογής» τονίζει η Alpha Bank.
«Σε ορισμένες πτυχές της, εκτιμά, η προσαρμογή κατέστη εξαιρετικά πιο επώδυνη, ιδιαίτερα όταν ήταν αναγκαίο να προωθηθεί υπό το βάρος διατηρούμενων ακόμη ιδεολογικών, συντεχνιακών και γραφειοκρατικών στρεβλώσεων. Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ και γενικότερα της παραγωγικής δραστηριότητας και της απασχόλησης κατά την περίοδο της προσαρμογής αποτελούν πράγματι οδυνηρές εξελίξεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της χώρας και θα απαιτηθεί αρκετός χρόνος και προσπάθεια για να καλυφθούν οι πληγές που δημιουργήθηκαν.
Το πιο οδυνηρό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι από πολλές πλευρές συνεχίζεται η αποπροσανατολιστική τακτική της απόδοσης του κόστους προσαρμογής στα προγράμματα που εφαρμόστηκαν για να εξασφαλιστεί η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, αντί στις αιτίες, τις πολιτικές και τις πρακτικές που οδήγησαν (εντελώς αναίτια) την Ελλάδα σε αυτή την κρίση.
Αυτές οι πολιτικές και πρακτικές μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και στην απώλεια ενός σημαντικού μέρους της ανεξαρτησίας της χώρας στην άσκηση της εγχώριας οικονομικής πολιτικής. Και αυτές οι πολιτικές, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000, αλλά και των προηγούμενων δεκαετιών, μας οδήγησαν στην πτώση του ΑΕΠ και στη δραματική αύξηση της ανεργίας στην περίοδο 2010-2013.
Δεν ήταν τα Μνημόνια που προκάλεσαν την τεράστια ύφεση και την πτώση του ΑΕΠ κατά 23,5% σε έξι έτη, αλλά η προκλητική παραβίαση πριν από το 2009 από το ελληνικό δημόσιο και γενικότερα από το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας κάθε έννοιας χρηστής διαχείρισης, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στη χώρα είχαν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις (έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας – με αντίστοιχο πλεόνασμα στο λογαριασμό κεφαλαίων - ύψους άνω των €30 δισ. ή του 14% του ΑΕΠ).
Μάλιστα, και αυτά τα (μεγάλα πολλές φορές) λάθη που έγιναν στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής στην περίοδο 2010-2014 και αυτά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία έγκαιρης απεξάρτησής μας από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις των περασμένων 10ετιών. Ακόμη και οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία από αδικαιολόγητες εμμονές και λανθασμένες πολλές φορές πολιτικές της Τρόικα και αυτές οφείλονται στην καταστροφική πορεία της χώρας πριν από το 2009. Αν η προσαρμογή της οικονομίας που είχε αρχίσει στη δεκαετία του 1990, με την προσπάθεια για την ένταξη στο Ευρώ, συνεχιζόταν με ακόμη πιο έντονο ρυθμό στη δεκαετία του 2000, τότε και η ανάπτυξη θα ήταν ισχυρότερη σε αυτή τη 10ετία και η Ελλάδα θα είχε αποφύγει πλήρως την κρίση και θα ήταν μεταξύ των χωρών που δεν θα είχαν υποστεί συνέπειες ούτε και από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009. Διότι η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες που είχαν ένα πολύ αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα χωρίς τοξικά ομόλογα, χωρίς έκθεση σε επισφαλείς τοποθετήσεις και με πολύ χαμηλή (σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες) δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας της.
Η σύγκριση με την Αργεντινή
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση και εισέρχεται στην ανάπτυξη μετά από 5-ετή επώδυνη προσαρμογή, ενώ η Αργεντινή που κήρυξε μονομερώς στάση πληρωμών για να αποφύγει την αναγκαία προσαρμογή, επανέρχεται σήμερα, 15-έτη μετά την κρίση χρέους, στο προσκήνιο μετά τη νέα εμπλοκή που παρουσιάστηκε όσον αφορά την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της και την κατάταξή της και πάλι σε κατάσταση επιλεκτικής χρεοκοπίας, σε μια περίοδο ουσιαστικής επιδείνωσης των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας της.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έκανε η Ελλάδα στην περίοδο 2010-2014 θα πρέπει να αρχίσει κάποια στιγμή να το εφαρμόζει και η Αργεντινή. Ωστόσο, το γεγονός ότι η προσαρμογή έχει ήδη καθυστερήσει για πάνω από 15 χρόνια δεν βοηθάει στην ελαχιστοποίηση του κόστους προσαρμογής. Σε αυτή την προσπάθεια προσαρμογής η Αργεντινή θα διαπιστώσει, ενδεχομένως, και το ότι η σταθεροποίηση και η πραγματική-διεθνώς ανταγωνιστική - ανάπτυξη δεν θα είναι δυνατόν να εγκαθιδρυθούν, αν η Κυβέρνησή της δεν ξεκινήσει την προσπάθεια για αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας διεθνώς και για την απαλλαγή της από το στίγμα του να θεωρείται σήμερα παγκοσμίως ως χώρα που περιμένει τους διεθνείς επενδυτές που την χρηματοδοτούν στη γωνία, για να κηρύξει στάση πληρωμών κάθε φορά που εκτιμά ότι δεν μπορεί πια να τους πείσει να της δανείσουν περισσότερα