21 Σεπτεμβρίου 2014

Δ. Γαλαμάτης: Η πρόκληση για την κεντροδεξιά

Οι δύο μεγάλες ιδεολογίες, που καθόρισαν την μορφή του κόσμου μας, έχουν αποκαθηλωθεί.

Ο σοσιαλισμός κατέρρευσε και τυπικά το 1989, αφού είχε προλάβει να εξοντώσει εκατομμύρια ανθρώπους.

Στα συντρίμμια του, ο επευλαύνων νεοφιλελευθερισμός, διακήρυξε την είσοδο σε μια εποχή χωρίς ιδεολογικές συγκρούσεις με ελάχιστο κράτος , αρρύθμιστες αγορές και ξέφρενο καταναλωτισμό. Δύο δεκαετίες αργότερα, ήταν η σειρά του να αμφισβητηθεί. Η υπόθεση Lehman Brothers υπήρξε το σημείο καμπής.
Παράλληλα στην Ελλάδα, δημιουργήσαμε ένα πελατειακό μοντέλο που οδήγησε κοινωνία και πολιτεία σε μια άθλια συναλλαγή , σε μια υποκριτική συνύπαρξη, που ισορροπούσε στο αμοιβαίο ψέμα. Ο παραγωγικός κοινωνικός πόλος λοιδορήθηκε και συστηματικά συμπιέστηκε από τον κρατικοδίαιτο, παρασιτικό και διαπλεκόμενο.

Τα παραπάνω υποβάθμισαν την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και τη σημασία της πολιτικής και οδήγησαν σε βάλτο την πολιτική σκέψη. Δημιούργησαν σειρά στρεβλώσεων με δύο οδυνηρές συνέπειες. Πρώτον, κατέστησαν την χώρα τον ιδανικό ένοχο στην κρίση της ευρωζώνης και δεύτερον επέτρεψαν σε ακραίες φωνές και στην «τεχνοκρατία» να κουνούν το δάχτυλο στο πολίτευμα και την πολιτική.

Η Αριστερά από την άλλη επιχειρεί να αξιοποιήσει προς όφελος της την κρίση, αλλά και τις προφανείς ευθύνες του πολιτικού κατεστημένου τα τελευταία 25 χρόνια.

Ο αριστερόστροφος προσανατολισμός των ελίτ στο χώρο του πολιτισμού, της ενημέρωσης και της «διανόησης», επεδίωξε συστηματικά και πολλές φορές – κάποιες όχι άδικα -κατάφερε να περιχαρακώσει την κεντροδεξιά παράταξη, στα δεσμά του εθνικισμού, της ξενοφοβίας, της διατήρησης των κοινωνικών ανισοτήτων

Με αυτά δεδομένα, η πρόκληση για την κεντροδεξιά, κυρίαρχος εκφραστής της οποίας είναι η Νέα Δημοκρατία, για ένα νέο σχέδιο, το οποίο θα περιγράφει «ποια Ελλάδα θέλουμε να έχουμε στο τέλος αυτού του δρόμου» , στο «για ποιον τελικά θα σωθεί αυτός ο τόπος» και «πώς τελικά θα φτάσουμε εκεί» είναι μεγάλη.

Η προσήλωση της κυβέρνησης στις μάχες για τη σωτηρία της οικονομίας και άρα της χώρας, δεν πρέπει να την κάνει να αφήσει πίσω της αυτήν την ανάγκη.

Θεμέλιο για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα είναι ένα νέο «θεσμικό ξεκίνημα» για τον τόπο, μια ουσιαστική Συνταγματική αλλαγή. Οι θεσμοί, επιδιώκουν να λύσουν προβλήματα, μιας ορισμένης εποχής. Όταν ξεπερνιούνται από τις περιστάσεις πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές.

Μια αλλαγή που θα συμπαρασύρει και σε συνολική αναδιοργάνωση το πολιτικό σύστημα, με θεσμικές, πέραν του Συντάγματος, αλλαγές, όπως για παράδειγμα : ευρεία προσφυγή σε δημοψηφίσματα και διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, σταθερό και σύγχρονο εκλογικό νόμο, διασφάλιση της τετραετούς θητείας των κυβερνήσεων, νομοθετική κατοχύρωση εσωκομματικών ψηφοφοριών, υποχρέωση ανάρτησης σε κοινό ιστότοπο προγραμματικών θέσεων κάθε σχηματισμού που συμμετέχει σε εθνικές ή αυτοδιοικητικές εκλογές.

Η περίοδος που διανύουμε προσφέρεται για να ανθήσει αυτός ο προβληματισμός.