09 Σεπτεμβρίου 2014

Μ.Βορίδης: Εκτόξευση δαπανών για διαγνωστικές εξετάσεις στο α’ εξάμηνο

Την αναγκαιότητα διαρθρωτικής παρέμβασης στο ζήτημα διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων, επισήμανε ο υπουργός Υγείας Μάκης Βορίδης, αναφέροντας ότι αυτό πηγάζει τόσο από την εξέλιξη των δαπανών, οι οποίες έχουν εκτοξευθεί, όσο και από την ανάγκη εξορθολογισμού της πρακτικής των προληπτικών εξετάσεων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, το 2012 οι δαπάνες των διαγνωστικών εξετάσεων ήταν 300 εκατ. ευρώ, το 2013 υπερέβησαν τα 500 εκατ. και το α’ εξάμηνο του 2014 έχει δαπανηθεί το σύνολο του κλειστού προϋπολογισμού που είναι 323 εκατ. ευρώ, φτάνοντας τα 340 εκατ. «Αν δεν παρεμβαίναμε η δαπάνη θα κατέληγε στα 700 εκατ. ευρώ», σημείωσε ο υπουργός.

Η υπουργική απόφαση θέτει όρια και προϋποθέσεις για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων βάσει κατευθυντήριων οδηγιών που ισχύουν σε άλλα κράτη, φέρνοντας αλλαγές στα μέχρι τώρα δεδομένα, όπως π.χ. στη διενέργεια του τεστ ΠΑΠ, το οποίο σύμφωνα με την απόφαση δεν ενδείκνυται πλέον σε γυναίκες κάτω των 21 ετών και σε όσες είναι πάνω από 65 με αρνητικούς προηγούμενους ελέγχους και θα διενεργείται ανά τριετία στις ηλικίες από 21 έως 65 ετών.

«Το μέτρο αυτό προστατεύει τον έντιμο, συγκροτημένο, σοβαρό γιατρό έναντι αυτών που κάνουν προκλητή συνταγογράφηση», ανέφερε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι αυτό δεν σημαίνει ότι ο γιατρός δεν θα συνταγογραφεί και δεν θα διενεργούνται εξετάσεις, ωστόσο θα υπόκειται στον έλεγχο του ΕΟΠΥΥ, και θα πρέπει να αιτιολογήσει τη σχέση της διάγνωσής του και την αναγκαιότητα της εξέτασης που συνταγογραφεί.

«Κοστολογικό εργαλείο» η ΕΣΑΝ

Παράλληλα, ο κ. Βορίδης έδωσε διευκρινίσεις για τη σύσταση της Εταιρείας Συστήματος Αμοιβών Νοσοκομείων ΑΕ (ΕΣΑΝ ΑΕ), που προβλέπει νομοσχέδιο το οποίο εισέρχεται προς ψήφιση αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής, και το οποίο έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων από φορείς γιατρών και εργαζομένων στα νοσοκομεία.

Διαμορφώνεται, επισήμανε ο υπουργός, ένα κοστολογικό σύστημα, το οποίο αφορά τις νοσοκομειακές δαπάνες, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα, με τη δημιουργία 900 διαγνωστικών ομάδων, προκειμένου να υπάρξει ένας προσδιορισμός αυτού του κόστους.

Ο κ. Βορίδης διευκρίνισε ότι η κοστολόγηση δεν επηρεάζει τη νοσηλεία και τις επιλογές που θα γίνουν στο πλαίσιο της νοσηλείας, εκείνο που κάνει είναι απλώς να τις κοστολογεί. «Το σημαντικό είναι ότι φτιάχνεις προϋπολογισμούς, οι οποίοι είναι πια αξιόπιστοι», είπε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι η μεταρρύθμιση αυτή «αποπολιτικοποιεί τη διαδικασία της κοστολόγησης, καθιστώντας την αξιολογικά ουδέτερη», καθώς «σε ένα κομμάτι τεχνικό δημιουργείται μια ακριβής διαδικασία, η οποία μπορεί με τεχνοκρατικό τρόπο να φέρει τα εμπλεκόμενα μέρη προκειμένου να καθορίσουν με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο το κόστος».

Αντιδράσεις των γιατρών

«Οι περικοπές στις διαγνωστικές εξετάσεις, που έγιναν βάσει πρόσφατης απόφασης του υπουργού Υγείας, είναι παντελώς απαράδεκτες» και «θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών», αναφέρει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας, (ΟΕΝΓΕ), Δημήτρης Βαρνάβας. Πρόκειται, σημειώνει, για εξετάσεις που συμβάλλουν στην πρόληψη σοβαρών νοσημάτων, όπως το τεστ ΠΑΠ και οι εξετάσεις καρκίνου του προστάτη, και αποτελούν τεράστια επιτεύγματα στην ιατρική επιστήμη.

«Είναι τραγικό η κυβέρνηση εν μία νυκτί να διαγράφει αυτές τις εξετάσεις για οικονομικούς και μόνον λόγους, αφήνοντας τους πολίτες απροστάτευτους απέναντι σε θανατηφόρα νοσήματα», υποστηρίζει ο κ. Βαρνάβας, σημειώνοντας ότι η ΟΕΝΓΕ προτίθεται να ζητήσει την παρέμβαση των διεθνών ιατρικών οργάνων, «ώστε να πάψει επιτέλους η ανερμάτιστη και εγκληματική πολιτική περικοπών στην υγεία».

Παράλληλα, σε κινητοποίηση και σε τρίωρη στάση εργασίας 12:00-15:00, με συγκέντρωση έξω από την Βουλή, στις 12.30, τις οποίες έχουν προκηρύξει η ΟΕΝΓΕ, η ΕΙΝΑΠ και η ΠΟΕΔΗΝ για το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας περί σύστασης και λειτουργίας της ΕΣΑΝ ΑΕ καλεί αύριο τους γιατρούς ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ).

Ο ΠΙΣ αναφέρει ότι το νομοσχέδιο «αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, σε μία κρίσιμη περίοδο για τη κοινωνία, ενώ επιτείνει παράλληλα την ανασφάλεια στον πληθυσμό και προκαλεί αισθήματα αγανάκτησης και οργής για την ραγδαία αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας.»