07 Ιανουαρίου 2015

Ο στρατιώτης που δεν σκοτωνόταν -Εχασε χέρι, μάτι και αφτί, αλλά βγήκε ζωντανός από τρεις πολέμους [εικόνες]

Θα μπορούσε να απολαύσει την αριστοκρατική ζωή, όμως αυτός ζούσε και ανέπνεε για τον πόλεμο. Ηθελε να είναι μονίμως στην πρώτη γραμμή του πυρός. Και παρότι έχασε χέρι, μάτι και αφτί, κατάφερε να βγει ζωντανός από τρεις πολέμους.
Ο Σερ Αντριαν Κάρτον ντε Βίαρτ έχει μία ιστορία που ίσως να ταίριαζε σε σενάριο. Μέσα σε έξι δεκαετίες βρέθηκε σε αμέτρητες μάχες τριών πολέμων, επέζησε από αναρίθμητα τραύματα από σφαίρα, από συντριβή αεροπλάνου, αλλά και από στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.

Μετείχε στον πόλεμο των Μπόερς, τον Α' και τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ εύκολα χάνει κανείς το λογαριασμό για το πόσες φορές τραυματίστηκε σοβαρά. Μόνο στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, αυτό του συνέβη οχτώ φορές, σύμφωνα με το BBC.


Η πιο χαρακτηριστική εικόνα του είναι ίσως εκείνη στην οποία, έχοντας ήδη χάσει ένα μάτι και ένα χέρι στη μάχη, οι άνδρες του έβλεπαν τον διοικητή τους να απασφαλίζει χειροβομβίδες με τα δόντια του και να τις πετά με το μοναδικό του χέρι στη μάχη του Σομ, κερδίζοντας το Σταυρό της Βικτώριας. Και παρά τα όσα έζησε, στην αυτοβιογραφία του έγραψε «Ειλικρινά, απόλαυσα τον πόλεμο».

Γεννήθηκε σε αριστοκρατική οικογένεια στις Βρυξέλλες, στις 5 Μαΐου του 1880. Το 1891 τον έστειλαν σε οικοτροφείο στην Αγγλία και στη συνέχεια σπούδασε νομική στην Οξφόρδη. Ομως, το 1899 εγκατέλειψε τις σπουδές του και έφυγε για τη Νότια Αφρική, για να υπηρετήσει ως ιππέας στο βρετανικό στρατό κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου των Μποερ. Επειδή δεν είχε φτάσει ακόμη σε στρατεύσιμη ηλικία, δεν ήταν Βρετανός υπήκοος και δεν είχε τη συγκατάθεση του πατέρα του, προσποιήθηκε ότι ήταν 25 ετών και κατετάγη χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο.


Εκεί, πήρε το βάπτισμα του πυρός αποκομίζοντας τραύματα από σφαίρα στο στομάχι και τη βουβωνική χώρα και κατά συνέπεια τον έστειλαν πίσω στην Αγγλία. Στο ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου, το Νοέμβριο του 1914 ήταν πλέον Βρετανός πολίτης. Κατά τη διάρκεια μάχης στη Σομαλιλάνδη, δέχθηκε σφαίρα στο μπράτσο και το πρόσωπο, χάνοντας το αριστερό του μάτι και μέρος του αφτιού του και παρασημοφορήθηκε για αυτό. Ομως, όπως λέει ένας από τους άνδρες που πολεμούσαν δίπλα του, ο ίδιος σίγουρα θεώρησε ευλογία τον τραυματισμό του, γιατί του επέτρεψε να επιστρέψει στην Ευρώπη, όπου ήταν η πραγματική δράση.

Αρχικά πήγε σε νοσοκομείο στο Παρκ Λέιν, στην Αγγλία. Εμελλε να επιστρέψει εκεί και τις υπόλοιπες φορές που τραυματίστηκε. Και ήταν τόσες πολλές, που κρατούσαν εκεί τις πιτζάμες του για την επόμενη φορά που θα χρειαζόταν να νοσηλευτεί.


Στη δεύτερη μάχη του Ιπρ, το σφυροκόπημα των Γερμανών κατέστρεψε το αριστερό του χέρι. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, έκοψε ο ίδιος δύο δάχτυλα, όταν ο γιατρός αρνήθηκε να τα ακρωτηριάσει. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, χειρούργος του ακρωτηρίασε ολόκληρο το χέρι του.

Για τους άνδρες που υπηρέτησαν δίπλα του, ήταν μία έμπνευση ο τρόπος που αντιμετώπιζε κάθε τραυματισμό και το πώς επανερχόταν από αυτούς χωρίς να εγκαταλείπει. Η στάση του και τα όσα τους έλεγε έδιωχνε το φόβο που είχαν μέσα τους, ενώ εκείνος δεν έλειπε ποτέ από την πρώτη γραμμή.


Παρά τα παράσημα του, δεν ανέφερε καν στην αυτοβιογραφία του τον Σταυρό της Βικτώρια, την ανώτερη τιμή του βρετανικού στρατού για γενναιότητα. Αργότερα είχε πει σε ένα φίλο ότι τον είχε κερδίσει το τάγμα του, γιατί ο κάθε ένας από τους άνδρες του είχε κάνει ό,τι και αυτός

Οταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, βρέθηκε στη Νορβηγία το 1940 και στη Βόρεια Ιρλανδία για ένα διάστημα. Τον Απρίλιο του 1941, τον έστειλαν στη Γιουγκοσλαβία, αλλά το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε πάνω από τη Μεσόγειο. Αφού κολύμπησε ως την ακτή, τον αιχμαλώτισαν οι Ιταλοί. Παρότι είχε ήδη περάσει τα 60, έκανε πολλές απόπειρες να δραπετεύσει από το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου και μία από αυτές άντεξε για οχτώ μέρες πριν τον ξαναπιάσουν

Τελικά, τον απελευθέρωσαν μετά από δύο χρόνια και ο Ουίστον Τσόρτσιλ τον έστειλε στην Κίνα ως προσωπικό αντιπρόσωπό του στον Τσιανγκ κάι Σεκ, ένα πόστο που κράτησε ως το 1946. Τελικά, όταν αποσύρθηκε, ασχολήθηκε με το ψάρεμα και πέθανε ήσυχα το 1963 στα 83 του χρόνια.


Ρούλα Βλασσοπούλου
iefimerida.gr