Oι τηλεοπτικές αναμετρήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών είχαν νόημα, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να γίνει ακόμα και ελεύθερη συζήτηση χωρίς τηλεοπτικούς κανόνες χάρη στους οποίους μετατρέπεται η διαδικασία σε παράλληλους μονολόγους, όταν υπάρχουν δύο τρεις άντε τέσσερις πολιτικοί αρχηγοί.
Έτσι όπως είναι σήμερα το πολιτικό τοπίο αν κάτσουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ή επικεφαλής εκλογικών συνδυασμών στο ίδιο τραπέζι θα συμβούν δύο πράγματα: Είτε θα έχουμε μια ανιαρή διαδικασία πάρα πολλών παράλληλων μονολόγων όπου θα είναι αντικειμενικά αδύνατη και η σύγκριση μεταξύ των θέσεων που θα εκφράζει ο καθένας, γιατί πολύ απλά μέχρι να μιλήσει ο τελευταίος θα έχει ξεχάσει ο τηλεθεατής τι έχει πει ο πρώτος. Είτε αυτό που συμβαίνει με τα πάνελ όπου είναι καλεσμένοι οι βουλευτές ή εκπρόσωποι κομμάτων θα γίνει σε επίπεδο αρχηγών, χάος και όχι διάλογος με επιχειρήματα όπως συνήθως συμβαίνει.
Μπαίνει τώρα το ερώτημα αν πρέπει να γίνει τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων. Δηλαδή του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μάλιστα ο Αλέξης Τσίπρας επανήλθε χθες με γραπτή του δήλωση και ζήτησε εκ νέου debate με τον Αντώνη Σαμαρά σημειώνοντας πολύ χαρακτηριστικά: «Ό,τι κι αν μας χωρίζει, έχουμε υποχρέωση απέναντι στην ιστορία, απέναντι στη δημοκρατία να προσέλθουμε με ανοιχτά χαρτιά και με επιχειρήματα απέναντι στον ελληνικό λαό. Σε έναν δημόσιο διάλογο ανοιχτό, ειλικρινή. Αντίστοιχο τόσο του δημοκρατικού ήθους, όσο και της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Και ας αφήσουμε τον ελληνικό λαό να κρίνει ψέματα και αλήθειες. Να κρίνει το σωστότερο, το ωφελιμότερο για το μέλλον της πατρίδας. Καλώ τον κ. Σαμαρά να ανταποκριθεί σε έναν καθαρό και ανοιχτό δημόσιο τηλεοπτικό διάλογο. Σε εθνική εμβέλεια, μπροστά στον υπέρτατο κριτή μας: τον ελληνικό λαό».
Ακούγεται ωραίο εκ πρώτης όψεως, σε ένα βαθμό θεμιτό, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ένα θέμα κατά πόσο είναι ηθικό αυτό από την πλευρά της Αριστεράς που πρεσβεύει άλλα ήθη σύμφωνα με τις διακηρύξεις της. Το πρόβλημα δεν αυτό καθ’ αυτό το αίτημα για debate μεταξύ των δύο πρώτων πολιτικών δυνάμεων αλλά η αντίληψη που διακατέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά τον Αλέξη Τσίπρα. Το πρόβλημα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι δεν έχουν φωνή και δεν έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν ισοτιμία στην προβολή των θέσεών τους αλλά και μια διαδικασία που να τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως ισότιμες πολιτικές δυνάμεις με τους δύο πρώτους ενώπιον του ελληνικού λαού αλλά και του δικαιώματος διεκδίκησης της εξουσίας.
Με απλά λόγια πως αισθανόταν ο ΣΥΡΙΖΑ όταν γίνονταν debate μεταξύ Σημίτη-Έβερτ, Σημίτη-Καραμανλή ή Παπανδρέου-Καραμανλή και ο τότε ΣΥΝ και τα άλλα μικρότερα σε εκλογική δύναμη κόμματα τα παρακολουθούσαν όπως όλοι οι απλοί πολίτες;
Γιατί σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διψήφια ποσοστά αλλάζει στάση στη διαδικασία αναπαράγοντας την αλαζονεία του άλλοτε κραταιού δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ; Πόσο συνάδει με το ήθος της Αριστεράς κάτι τέτοιο; Αλήθεια, με τι φερεγγυότητα απευθύνεται τότε στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τους ζητάει και μετεκλογική συνεργασία, απ’ τη στιγμή που ουσιαστικά δεν τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της ισότιμης πολιτικής τους παρουσίας στην πολιτική ζωή του τόπου;
Ένα απλό παράδειγμα από τα χρόνια της κρίσης θα κάνει περισσότερο σαφές και το τραγελαφικό της διαδικασίας αλλά και της «τηλεοπτικής δημοκρατίας». Αν γινόταν debate μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων στην προεκλογική περίοδο ενόψει του Μαΐου του 2012 θα έπρεπε να καθίσουν απέναντι οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ο Τσίπρας τότε ήταν το 4%. Και όμως σε εκείνες τις εκλογές αναδείχτηκε σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης με δύο μονάδες διαφορά από την ΝΔ που ήταν πρώτη.
Προφανώς σήμερα δεν είναι ακριβώς ίδια τα πράγματα αλλά με ποιο αντικειμενικό και θεσμικό κριτήριο θα κρίνουμε εκ των προτέρων ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι και θα είναι οι δύο πρώτοι; Κανένα παρά μόνο οι δημοσκοπήσεις ή οι πολιτικές εκτιμήσεις στη βάση του κλίματος και των δημοσκοπήσεων. Ναι αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν είναι θεσμός της Δημοκρατίας είναι ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης. Δεν είναι δυνατόν η δημοκρατία να άγεται και να φέρεται μεταξύ τηλεόρασης και δημοσκοπήσεων.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι τιμητικό για το ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ότι έκανε στο παρελθόν, στις εποχές της παντοδυναμίας τους οι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Και αν όλα αυτά τα κάνει σήμερα ως αντιπολίτευση, αν γίνει κυβέρνηση τι θα κάνει; Προφανώς το debate δεν είναι αυτό καθ’ αυτό η ουσία είναι η αφορμή για να διαπιστώσει κανείς ότι η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για τις δημοκρατικές διαδικασίες είναι αλά καρτ και σ’ αυτό το σημείο αντιγράφει τις χειρότερες σελίδες της στάσης του Αντρέα Παπανδρέου έναντι της Αριστεράς στο όνομα της αντιμετώπισης της «επάρατου Δεξιάς». Το ακόμα χειρότερο για την Αριστερά είναι ότι τουλάχιστον ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ήταν σοσιαλδημοκράτης ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας ότι κάνουν το κάνουν στο όνομα της Αριστεράς.
Κάλχας
Έτσι όπως είναι σήμερα το πολιτικό τοπίο αν κάτσουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ή επικεφαλής εκλογικών συνδυασμών στο ίδιο τραπέζι θα συμβούν δύο πράγματα: Είτε θα έχουμε μια ανιαρή διαδικασία πάρα πολλών παράλληλων μονολόγων όπου θα είναι αντικειμενικά αδύνατη και η σύγκριση μεταξύ των θέσεων που θα εκφράζει ο καθένας, γιατί πολύ απλά μέχρι να μιλήσει ο τελευταίος θα έχει ξεχάσει ο τηλεθεατής τι έχει πει ο πρώτος. Είτε αυτό που συμβαίνει με τα πάνελ όπου είναι καλεσμένοι οι βουλευτές ή εκπρόσωποι κομμάτων θα γίνει σε επίπεδο αρχηγών, χάος και όχι διάλογος με επιχειρήματα όπως συνήθως συμβαίνει.
Μπαίνει τώρα το ερώτημα αν πρέπει να γίνει τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων. Δηλαδή του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μάλιστα ο Αλέξης Τσίπρας επανήλθε χθες με γραπτή του δήλωση και ζήτησε εκ νέου debate με τον Αντώνη Σαμαρά σημειώνοντας πολύ χαρακτηριστικά: «Ό,τι κι αν μας χωρίζει, έχουμε υποχρέωση απέναντι στην ιστορία, απέναντι στη δημοκρατία να προσέλθουμε με ανοιχτά χαρτιά και με επιχειρήματα απέναντι στον ελληνικό λαό. Σε έναν δημόσιο διάλογο ανοιχτό, ειλικρινή. Αντίστοιχο τόσο του δημοκρατικού ήθους, όσο και της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Και ας αφήσουμε τον ελληνικό λαό να κρίνει ψέματα και αλήθειες. Να κρίνει το σωστότερο, το ωφελιμότερο για το μέλλον της πατρίδας. Καλώ τον κ. Σαμαρά να ανταποκριθεί σε έναν καθαρό και ανοιχτό δημόσιο τηλεοπτικό διάλογο. Σε εθνική εμβέλεια, μπροστά στον υπέρτατο κριτή μας: τον ελληνικό λαό».
Ακούγεται ωραίο εκ πρώτης όψεως, σε ένα βαθμό θεμιτό, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ένα θέμα κατά πόσο είναι ηθικό αυτό από την πλευρά της Αριστεράς που πρεσβεύει άλλα ήθη σύμφωνα με τις διακηρύξεις της. Το πρόβλημα δεν αυτό καθ’ αυτό το αίτημα για debate μεταξύ των δύο πρώτων πολιτικών δυνάμεων αλλά η αντίληψη που διακατέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά τον Αλέξη Τσίπρα. Το πρόβλημα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι δεν έχουν φωνή και δεν έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν ισοτιμία στην προβολή των θέσεών τους αλλά και μια διαδικασία που να τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως ισότιμες πολιτικές δυνάμεις με τους δύο πρώτους ενώπιον του ελληνικού λαού αλλά και του δικαιώματος διεκδίκησης της εξουσίας.
Με απλά λόγια πως αισθανόταν ο ΣΥΡΙΖΑ όταν γίνονταν debate μεταξύ Σημίτη-Έβερτ, Σημίτη-Καραμανλή ή Παπανδρέου-Καραμανλή και ο τότε ΣΥΝ και τα άλλα μικρότερα σε εκλογική δύναμη κόμματα τα παρακολουθούσαν όπως όλοι οι απλοί πολίτες;
Γιατί σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διψήφια ποσοστά αλλάζει στάση στη διαδικασία αναπαράγοντας την αλαζονεία του άλλοτε κραταιού δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ; Πόσο συνάδει με το ήθος της Αριστεράς κάτι τέτοιο; Αλήθεια, με τι φερεγγυότητα απευθύνεται τότε στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τους ζητάει και μετεκλογική συνεργασία, απ’ τη στιγμή που ουσιαστικά δεν τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της ισότιμης πολιτικής τους παρουσίας στην πολιτική ζωή του τόπου;
Ένα απλό παράδειγμα από τα χρόνια της κρίσης θα κάνει περισσότερο σαφές και το τραγελαφικό της διαδικασίας αλλά και της «τηλεοπτικής δημοκρατίας». Αν γινόταν debate μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων στην προεκλογική περίοδο ενόψει του Μαΐου του 2012 θα έπρεπε να καθίσουν απέναντι οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ο Τσίπρας τότε ήταν το 4%. Και όμως σε εκείνες τις εκλογές αναδείχτηκε σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης με δύο μονάδες διαφορά από την ΝΔ που ήταν πρώτη.
Προφανώς σήμερα δεν είναι ακριβώς ίδια τα πράγματα αλλά με ποιο αντικειμενικό και θεσμικό κριτήριο θα κρίνουμε εκ των προτέρων ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι και θα είναι οι δύο πρώτοι; Κανένα παρά μόνο οι δημοσκοπήσεις ή οι πολιτικές εκτιμήσεις στη βάση του κλίματος και των δημοσκοπήσεων. Ναι αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν είναι θεσμός της Δημοκρατίας είναι ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης. Δεν είναι δυνατόν η δημοκρατία να άγεται και να φέρεται μεταξύ τηλεόρασης και δημοσκοπήσεων.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι τιμητικό για το ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ότι έκανε στο παρελθόν, στις εποχές της παντοδυναμίας τους οι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Και αν όλα αυτά τα κάνει σήμερα ως αντιπολίτευση, αν γίνει κυβέρνηση τι θα κάνει; Προφανώς το debate δεν είναι αυτό καθ’ αυτό η ουσία είναι η αφορμή για να διαπιστώσει κανείς ότι η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για τις δημοκρατικές διαδικασίες είναι αλά καρτ και σ’ αυτό το σημείο αντιγράφει τις χειρότερες σελίδες της στάσης του Αντρέα Παπανδρέου έναντι της Αριστεράς στο όνομα της αντιμετώπισης της «επάρατου Δεξιάς». Το ακόμα χειρότερο για την Αριστερά είναι ότι τουλάχιστον ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ήταν σοσιαλδημοκράτης ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας ότι κάνουν το κάνουν στο όνομα της Αριστεράς.
Κάλχας