10 Ιανουαρίου 2015

ΜΠΑ! ΠΩΣ ΚΙ ΕΤΣΙ;«Guardian» κατά ΣΥΡΙΖΑ: O Τσίπρας διαιωνίζει το δυσλειτουργικό σύστημα που έριξε την Ελλάδα στην κρίση

Όταν οι Έλληνες πάνε στις κάλπες στις 25 Ιανουαρίου, θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποιες σχετικά θεμελιώδεις επιλογές. Σε αντίθεση με ό,τι θα θέλανε να πιστέψετε πολλοί πολιτικοί και σχολιαστές, αυτές οι εκλογές δεν αφορούν το αν οι έλληνες θέλουν να παραμείνουν στο ευρώ –η πλειοψηφία θέλει ξεκάθαρα να παραμείνει.

Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν αυτή η τελευταία εξέλιξη στο δράμα θα αναγκάσει επιτέλους τους Έλληνες πολιτικούς να ενεργήσουν προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας τους.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι Έλληνες ψηφοφόροι ταλαντεύονται μεταξύ του θυμού και του φόβου: θυμού για το τεράστιο κόστος που επωμίστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής, και φόβου για το τι θα συμβεί αν ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρήσει να επιβάλει ένα ακόμα κούρεμα στο διεθνές χρέος της Ελλάδας.

Στην τελευταία αναδιάρθρωση χρέους, το 2012, οι πιστωτές ήδη υποσχέθηκαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χρέος της σε πιο βιώσιμα επίπεδα μέχρι το 2020 –υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα θα συνεχίσει να βελτιώνει τον προϋπολογισμό της.

Οι Έλληνες έχουν το δημοκρατικό δικαίωμα να εκλέξουν έναν ηγέτη που θέλει να σκίσει αυτή τη συμφωνία, όπως και οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Φινλανδοί και άλλοι έχουν το δικαίωμα να εκλέξουν κυβερνήσεις που επιμένουν στην τήρηση τέτοιων συμφωνιών.

Αν και ο Τσίπρας λέει πως δεν θέλει να φύγει από την ευρωζώνη, η αναμέτρηση που θα προκύψει θα μπορούσε να αναγκάσει τη χώρα να βγει από την νομισματική ένωση.

Σήμερα, το φάσμα ενός «Grexit» είναι πιο απειλητικό για τους Έλληνες απ’ ότι για την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι μεταρρυθμίσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία χουν κάνει αυτές τις χώρες πιο ανθεκτικές. Τα διεθνή κεφάλαια διάσωσης και η ΕΚΤ βρίσκονται σε ετοιμότητα να βοηθήσουν στην περίπτωση που διαδοθεί ο πανικός.

Πέντε από τα οκτώ κορυφαία γερμανικά ινστιτούτα οικονομικών ερευνών θεωρούν πως η ευρωζώνη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τώρα μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Γερμανία ή οι άλλες χώρες της ευρωζώνης θέλουν η Ελλάδα να φύγει. Ακόμα και αν η μετάσταση είναι περιορισμένη, μια νέα επιδείνωση της κρίσης της ευρωζώνης θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη, θα έπληττε την εύθραυστη ανάκαμψη της περιοχής και θα έκανε τους ηγέτες της Ευρώπης –πολλοί από τους οποίους έχουν κηρύξει το τέλος της κρίσης- να μοιάζουν ανόητοι. Οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα ήταν σοβαρές.

Ως εκ τούτου, ακόμα και αν η υπόλοιπη Ευρώπη δεν θέλει να εκβιαστεί, πιθανότατα θα είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση, είτε υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, του Τσίπρα, ή ενός νέου συνασπισμού, θα μπορούσε εύλογα να απαιτήσει μια νέα συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η τρόικα θα συμφωνήσει να επανεξετάσει το θέμα του χρέους ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα υποσχεθεί να κάνει την οικονομία της χώρας κατάλληλη για το μέλλον.

Η οικονομική μεταρρύθμιση, ωστόσο, δεν είναι αυτό για το οποίο μιλούν οι έλληνες πολιτικοί σε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία. Οι έλληνες ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν την απίστευτη επιλογή μεταξύ της επανεκλογής των παραδοσιακών πολιτικών που έβαλαν την Ελλάδα σε αυτούς τους μπελάδες, ή της εκλογής του Τσίπρα ή άλλων λαϊκιστών που κάνουν μη ρεαλιστικές υποσχέσεις για υψηλότερους μισθούς και μεγαλύτερη ασφάλεια.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Τσίπρας είναι ριζοσπαστικός, αλλά ότι δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικός. Υποσχόμενος κρατικό χρήμα στους ψηφοφόρους και προστασία για τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, διαιωνίζει το δυσλειτουργικό σύστημα που έριξε την Ελλάδα στην κρίση.

Τα τελευταία χρόνια, ο κυβερνών συνασπισμός των δυο καθιερωμένων κομμάτων έχει προσπαθήσει να κρατήσει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της διατήρησης του συστήματος της γραφειοκρατικής ρουσφετολογίας που βοήθησαν να «χτιστεί» από την δεκαετία του 1970, και του εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας –όπως το υποσχέθηκαν στους διεθνείς πιστωτές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα συχνά αγωνιώδες «μπρος-πίσω», με τους αξιωματούχους της τρόικα να φεύγουν τακτικά εκνευρισμένοι με την κωλυσιεργία της Ελλάδας.

Δεν είναι μόνο η έμφαση που δίνει η τρόικα στην λιτότητα, η οποία έχει προκαλέσει τόσο πόνο στον Ελληνικό λαό. Εξίσου σημαντικές ήταν και οι τεράστιες προσαρμογές που επιβλήθηκαν σε μια εξαιρετικά άκαμπτη οικονομία. Παρά τις πολλές προσπάθειες που έγιναν για να ανοίξουν προστατευόμενοι τομείς από το 2010, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο υπερβολικά ρυθμισμένες οικονομίες της Ευρώπης.

Οι αργοκίνητες γραφειοκρατίες και η υπερβολική ανάγκη συμπλήρωσης εντύπων είναι ο βασικός λόγος για τον οποίον δεν έχουν ανακάμψει οι ελληνικές εξαγωγές, όπως αυτές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.

Η απουσία ενός αξιόπιστου κτηματολογίου κρατάει πίσω τις επενδύσεις. Το μη μεταρρυθμισμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εξακολουθεί να ευνοεί τα πιο εύπορα νοικοκυριά παρά τους φτωχούς. Αν και το φορολογικό βάρος στον απλό λαό έχει αυξηθεί, οι πλούσιοι και οι επιχειρήσεις μπορούν ακόμα συχνά να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους. Και οι μισθοί στον δημόσιο τομέα έχουν μειωθεί, όχι όμως τόσο όσο αυτοί του ιδιωτικού τομέα.

Οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να σοβαρευτούν για να βγάλουν τις «αλυσίδες» από την οικονομία

Οι οικονομολόγοι πιστεύουν πως τα οφέλη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν γρήγορα να πραγματοποιηθούν στην αναποτελεσματική ελληνική οικονομία, και θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικά. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως εάν η κυβέρνηση καταργούσε επιβαρυντικές ρυθμίσεις.

Το ΙΟΒΕ υπολογίζει πως οι βελτιώσεις στο επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά περισσότερο από 2% σε μόλις δυο χρόνια, ενώ τα βήματα για την αύξηση του ανταγωνισμού στις βιομηχανίες και τις υπηρεσίες θα είχαν ακόμα μεγαλύτερη επίπτωση.

Η Ελλάδα έχει αρχίσει να χτίζει μια πιο υγιή οικονομία στα ερείπια μιας φούσκας του δημοσίου τομέα και ενός στραγγαλισμένου ιδιωτικού τομέα. Τα κόστη ήταν υπερβολικά. Θα ήταν μια πραγματική Ελληνική τραγωδία αν η επόμενη ελληνική κυβέρνηση «χαλάσει» τα πιθανά οφέλη και αντιστρέψει την πρόοδο.