Στις αντιδράσεις και τα εμπόδια που θα συναντήσει η ελληνική κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας παρά την επέκταση της δανειακής σύμβασης κατά τέσσερις μήνες αναφέρεται με δημοσίευμά του ο Economist. Οπως γράφει χαρακτηριστικά, μπορεί φαινομενικά η συμφωνία της Παρασκευής στο Eurogroup να ήταν μια απλή υπόθεση, ωστόσο, η κατάσταση δεν θα είναι εύκολη στη συνέχεια.
«Για τα πρότυπα της ευρωζώνης φάνηκε μια απλή υπόθεση. Γύρω στις 20:30 το βράδυ της Παρασκευής το Eurogroup συμφώνησε να επεκτείνει τη δανειακή σύμβαση στην Ελλάδα, η οποία επρόκειτο να λήξει στις 28 Φεβρουαρίου. Η συμφωνία εξασφαλίστηκε μετά βίας. Δύο προηγούμενα Eurogroup είχαν τελειώσει ανεπιτυχώς, και μια αψιμαχία μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών κυβερνήσεων στις 19 Φεβρουαρίου είχε “δηλητηριάσει” περαιτέρω το κλίμα», αναφέρεται στο δημοσίευμα του Economist, ενώ επισημαίνεται ότι η ελληνική πλευρά θα χρειαστεί να κάνει κάποιες οδυνηρές υποχωρήσεις.
«Η παράταση θα ξεκλειδώσει τη χρηματοδότηση που χρειάζεται η Ελλάδα για να επιβιώσει μέσα στους επόμενους μήνες και, τουλάχιστον για την ώρα θα καταλαγιάσουν οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο Grexit. Αυτά είναι τα καλά νέα. Ωστόσο, οι απαισιόδοξοι της ευρωζώνης ποτέ δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ για να ενισχύσουν τη θέση τους. Οι αμφιβολίες αρχίζουν με τους όρους της συμφωνίας χθες το βράδυ. Μέχρι τη Δευτέρα η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να παρουσιάσει μια λίστα με τις μεταρρυθμίσεις που είχε την πρόθεση να πραγματοποιήσει σύμφωνα με τους όρους της επέκτασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, θεσμοί που ήταν κάποτε γνωστοί ως η “τρόικα” και μετονομάστηκαν σε “όργανα” σε μια χειρονομία αναγνώρισης της ευαισθησίας της ελληνικής πλευράς, πρέπει να δώσουν τη σύμφωνη γνώμη τους. Αν δεν το κάνουν, όπως είπε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, “η συμφωνία είναι νεκρή”. Η διάταξη επιτρέπει στους Έλληνες να διεκδικήσουν τουλάχιστον τη λήψη αποφάσεων γύρω από τις πολιτικές της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιθανό να χρειαστεί να κάνουν κάποιες οδυνηρές παραχωρήσεις, όπως για παράδειγμα για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος».
Το δημοσίευμα συνεχίζει κάνοντας αναφορά στη δυσκολία που θα έχει η ελληνική κυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες να ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους, δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός εξελέγη με τη δέσμευση να «σκίσει» τα μνημόνια και να αφήσει πίσω τη λιτότητα. Παρόλα αυτά, «η Ελλάδα δεν κατάφερε καμία αλλαγή σε ό,τι αφορά τους όρους για το χρέος που ξεπερνά το 175% του ΑΕΠ, ενώ θα πρέπει η κυβέρνηση να απέχει και από μονομερείς ενέργειες».
«Παράλληλα, τόσο τα πιο “σκληροπυρηνικά” μέλη του ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι Έλληνες που ψήφισαν υπέρ της ρήξης θα δυσκολευτούν να τα καταπιούν όλα αυτά», αναφέρει το δημοσίευμα.
«Ακόμα πάντως και στην περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει να διευθετήσει σημαντικά θέματα και πάλι αντιμετωπίζει πρόβλημα χρηματοδότησης, καθώς η οικονομική βοήθεια δεν θα αποδεσμευτεί πριν από την επιθεώρηση του προγράμματος κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί πριν από το τέλος Απριλίου».
«Ωστόσο, η αναταραχή των τελευταίων εβδομάδων μπορεί να είναι λεπτομέρεια μπροστά σε αυτά που θα ακολουθήσουν» συνεχίζει το άρθρο. Η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει στις αγορές στο τέλος Ιουνίου, και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξασφαλίσει νωρίτερα μια μακροπρόθεσμη συμφωνία χρηματοδότησης με τους εταίρους στην ευρωζώνη. Οι περισσότεροι θα αποκαλέσουν τη συμφωνία αυτή “τρίτο Μνημόνιο”, ωστόσο ο όρος που προτιμά ο κ. Βαρουφάκης είναι “σύμβαση για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη”. Ανεξάρτητα από την ονοματολογία, οι όροι της συμφωνίας θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαλειφθούν. Σε αντίθεση με το δεύτερο πακέτο διάσωσης η συμφωνία αυτή θα “ανήκει” στον κ. Τσίπρα, ο οποίος δεν θα είναι σε θέση να κατηγορήσει τον προκάτοχό του για αυτό. Η λήξη της προθεσμίας θα έρθει τη χειρότερη στιγμή για τους Έλληνες τον Ιούλιο-Αύγουστο, καθώς η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με την εξαγορά ομολόγων ύψους 6,7 δισ. ευρώ. Αυτός είναι και ο λόγος που αρχικά η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε εξάμηνη παράταση».
Το δημοσίευμα καταλήγει με την αναφορά ότι ο κ. Τσίπρας ίσως αναγκαστεί να θέσει την έκβαση των συνομιλιών σε δημοψήφισμα, ή να προκηρύξει νέες εκλογές.