Η αλήθεια μιας ταινίας φαίνεται στον χρόνο. Το σκεφτόμουν τις προάλλες, όταν έπεσα τυχαία σε μια από τις πιο αγαπημένες μου ελληνικές ταινίες. Το «Βαλκανιζατέρ» του Σωτήρη Γκορίτσα. Αφού με τρόμο συνειδητοποίησα ότι έχουν περάσει 18 ολόκληρα χρόνια, εντυπωσιάστηκα με το πόσο σύγχρονη παραμένει.
Το στόρι έχει ως εξής: δύο μπατίρηδες φίλοι, ο Φώτης κι ο Σταύρος από την Εδεσσα, έχοντας ακούσει ότι το διαρκώς υποτιμώμενο βουλγαρικό λέβα ανταλλάσσεται όσο όσο στη μαύρη αγορά της Σόφιας αν κάποιος έχει δολάρια, σκαρφίζονται την εξής κομπίνα. Να υπεξαιρέσουν για μία εβδομάδα το ταμείο του αφεντικού της γυναίκας του Σταύρου (που έλειπε στο εξωτερικό) και να μετατρέψουν τις δραχμές σε δολάρια. Στη συνέχεια να πάνε στη Σόφια και να ανταλλάξουν τα δολάρια με λέβα και μετά να φτάσουν μέχρι την Ελβετία για να ξαναμετατρέψουν νομίμως τα λέβα σε δολάρια. Και στο τέλος να γυρίσουν στην Ελλάδα, επιστρέφοντας, βέβαια, στο ταμείο και τα «δανεικά» που είχαν υπεξαιρέσει. Οι δύο φίλοι πίστευαν ακράδαντα ότι με τα κέρδη που θα είχαν από το πανούργο σχέδιό τους θα κατόρθωναν όχι μόνον να ζουν για τα επόμενα χρόνια χωρίς να δουλεύουν, αλλά να κάνουν πραγματικότητα τα πιο τρελά τους όνειρα.
Η ταινία είναι το ωραιότερο road movie που έχει γυριστεί από Ελληνα σκηνοθέτη. Οι δε πρωταγωνιστές της, ο Στ. Μάινας και ο Γερ. Σκιαδαρέσης, είναι υπέροχοι στους ρόλους που έχει φιλοτεχνήσει ο Γκορίτσας. Περνώντας με το σαραβαλάκι τα σύνορα, δεν μπορούν να κρύψουν την αυτονόητη υπεροψία τους έναντι των φτωχοπρόδρομων Βουλγάρων. Αλλά την ίδια στιγμή εκπλήσσονται όταν ακούν πολλές βουλγαρικές λέξεις να μοιάζουν με ελληνικές (ομλέτ, μπιφτέκ, σαλάτ) και, ανομολόγητα, αναρωτιούνται μήπως τελικά οι Ελληνες δεν διαφέρουμε και τόσο από τους πάμφτωχους γείτονές μας.
Το ίδιο επιτυχημένα σκηνοθετεί ο Γκορίτσας και την άφιξη των δύο φίλων στη Ζυρίχη. Εκεί η νεοελληνική βαλκανική μας υπεροψία δίνει τη θέση της στη γνωστή υφέρπουσα ευρωπαϊκή μας ξενοφοβία. Την οποία τούτη τη φορά οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να κρύψουν, διότι από τα γεννοφάσκια τους έχουν διδαχθεί την υπεροχή των Ελλήνων που μπορούν να κοροϊδεύουν τους πάντες. Πόσο μάλλον τους κουτόφραγκους του Βορρά.
Την ταινία απογειώνει η εξαιρετική μουσική του Ν. Πορτοκάλογλου. Συνειδητοποίησα μάλιστα πόσο τυχερή είναι μια ταινία όταν τα τραγούδια της αποδειχθούν διαχρονικά. Διότι ακούγοντάς τα και χρόνια μετά, το μυαλό πάντα πάει στις εικόνες της ταινίας κι έτσι μένει και εκείνη ζωντανή στη μνήμη. Το φινάλε του «Βαλκανιζατέρ» συνοψίζεται στο εκπληκτικό στιχάκι του Πορτοκάλογλου «ταπί και ψύχραιμοι γυρίζουμε στο σπίτι, πάλι τους έξυπνους τους πιάσαν απ’ τη μύτη». Φράση που από μόνη της έχει την τόσο γλυκιά αίσθηση της αυτοκριτικής, όταν αυτή προκύπτει από ειλικρινή μετάνοια και κυρίως βαθιά αυτογνωσία που οδηγεί στον αυτοσαρκασμό. Παρεμπιπτόντως, σκεφτόμουν ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τόσο ο Πορτοκάλογλου όσο κι ο Γκορίτσας είναι από τους ελάχιστους δημιουργούς που στα χρόνια της κρίσης δεν ενέδωσαν -προς τιμήν τους- στον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού και της αόριστης μετάθεσης των ευθυνών μας στους... ξένους εχθρούς. Δεν έκαναν, δηλαδή, ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί τους οι οποίοι, ενώ δεν είχαν κόψει στη ζωή τους μια απόδειξη, καταγγέλλουν τη Μέρκελ για τη χρεοκοπία μας, χαϊδεύοντας τα αυτιά του συρμού.
Θα αναρωτιέστε μάλλον πώς θυμήθηκα το «Βαλκανιζατέρ» και την κομπίνα με τα βουλγαρικά λέβα. Θα σας πω. Ενας καλός φίλος προσπαθεί τους τελευταίους μήνες να νοικιάσει ένα μεγάλο κατάστημα που έχει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Και τον απασχολεί βέβαια να διασφαλίσει την περιουσία του στην περίπτωση του Grexit. Ναι, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, στα μεγάλα μισθωτήρια αναζητούνται ήδη ρήτρες για το πώς θα υπολογίζεται το τίμημα σε περίπτωση που η Ελλάδα οδηγηθεί στη δραχμή.
Πιθανώς δεν θα το πιστέψετε, αλλά ο επίλογος είναι πέρα για πέρα αληθινός. Τον φίλο μου προσέγγισε εκπρόσωπος μεγάλης βουλγαρικής εταιρείας η οποία επιθυμεί να εισβάλει στην Ελλάδα και του ζήτησε να νοικιάσει το κατάστημά του. Πριν μάλιστα μπουν σε λεπτομέρειες, ο Βούλγαρος έσπευσε μόνος του να καθησυχάσει τον φίλο μου. «Μην ανησυχείς για το ενοίκιο αν βγείτε από την Ευρωζώνη και απαγορευτούν στην Ελλάδα οι συναλλαγές σε ευρώ», του είπε, και πρόσθεσε: «Θα δεσμευτώ στο συμβόλαιο ότι θα σε πληρώνω κάθε μήνα σε λέβα, το οποίο, όπως ξέρεις, είναι κλειδωμένο πια με το ευρώ κι έτσι θα είσαι διασφαλισμένος».
ΥΓ.: Καλή μας τύχη στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων...
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ
Το στόρι έχει ως εξής: δύο μπατίρηδες φίλοι, ο Φώτης κι ο Σταύρος από την Εδεσσα, έχοντας ακούσει ότι το διαρκώς υποτιμώμενο βουλγαρικό λέβα ανταλλάσσεται όσο όσο στη μαύρη αγορά της Σόφιας αν κάποιος έχει δολάρια, σκαρφίζονται την εξής κομπίνα. Να υπεξαιρέσουν για μία εβδομάδα το ταμείο του αφεντικού της γυναίκας του Σταύρου (που έλειπε στο εξωτερικό) και να μετατρέψουν τις δραχμές σε δολάρια. Στη συνέχεια να πάνε στη Σόφια και να ανταλλάξουν τα δολάρια με λέβα και μετά να φτάσουν μέχρι την Ελβετία για να ξαναμετατρέψουν νομίμως τα λέβα σε δολάρια. Και στο τέλος να γυρίσουν στην Ελλάδα, επιστρέφοντας, βέβαια, στο ταμείο και τα «δανεικά» που είχαν υπεξαιρέσει. Οι δύο φίλοι πίστευαν ακράδαντα ότι με τα κέρδη που θα είχαν από το πανούργο σχέδιό τους θα κατόρθωναν όχι μόνον να ζουν για τα επόμενα χρόνια χωρίς να δουλεύουν, αλλά να κάνουν πραγματικότητα τα πιο τρελά τους όνειρα.
Η ταινία είναι το ωραιότερο road movie που έχει γυριστεί από Ελληνα σκηνοθέτη. Οι δε πρωταγωνιστές της, ο Στ. Μάινας και ο Γερ. Σκιαδαρέσης, είναι υπέροχοι στους ρόλους που έχει φιλοτεχνήσει ο Γκορίτσας. Περνώντας με το σαραβαλάκι τα σύνορα, δεν μπορούν να κρύψουν την αυτονόητη υπεροψία τους έναντι των φτωχοπρόδρομων Βουλγάρων. Αλλά την ίδια στιγμή εκπλήσσονται όταν ακούν πολλές βουλγαρικές λέξεις να μοιάζουν με ελληνικές (ομλέτ, μπιφτέκ, σαλάτ) και, ανομολόγητα, αναρωτιούνται μήπως τελικά οι Ελληνες δεν διαφέρουμε και τόσο από τους πάμφτωχους γείτονές μας.
Το ίδιο επιτυχημένα σκηνοθετεί ο Γκορίτσας και την άφιξη των δύο φίλων στη Ζυρίχη. Εκεί η νεοελληνική βαλκανική μας υπεροψία δίνει τη θέση της στη γνωστή υφέρπουσα ευρωπαϊκή μας ξενοφοβία. Την οποία τούτη τη φορά οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να κρύψουν, διότι από τα γεννοφάσκια τους έχουν διδαχθεί την υπεροχή των Ελλήνων που μπορούν να κοροϊδεύουν τους πάντες. Πόσο μάλλον τους κουτόφραγκους του Βορρά.
Την ταινία απογειώνει η εξαιρετική μουσική του Ν. Πορτοκάλογλου. Συνειδητοποίησα μάλιστα πόσο τυχερή είναι μια ταινία όταν τα τραγούδια της αποδειχθούν διαχρονικά. Διότι ακούγοντάς τα και χρόνια μετά, το μυαλό πάντα πάει στις εικόνες της ταινίας κι έτσι μένει και εκείνη ζωντανή στη μνήμη. Το φινάλε του «Βαλκανιζατέρ» συνοψίζεται στο εκπληκτικό στιχάκι του Πορτοκάλογλου «ταπί και ψύχραιμοι γυρίζουμε στο σπίτι, πάλι τους έξυπνους τους πιάσαν απ’ τη μύτη». Φράση που από μόνη της έχει την τόσο γλυκιά αίσθηση της αυτοκριτικής, όταν αυτή προκύπτει από ειλικρινή μετάνοια και κυρίως βαθιά αυτογνωσία που οδηγεί στον αυτοσαρκασμό. Παρεμπιπτόντως, σκεφτόμουν ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τόσο ο Πορτοκάλογλου όσο κι ο Γκορίτσας είναι από τους ελάχιστους δημιουργούς που στα χρόνια της κρίσης δεν ενέδωσαν -προς τιμήν τους- στον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού και της αόριστης μετάθεσης των ευθυνών μας στους... ξένους εχθρούς. Δεν έκαναν, δηλαδή, ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί τους οι οποίοι, ενώ δεν είχαν κόψει στη ζωή τους μια απόδειξη, καταγγέλλουν τη Μέρκελ για τη χρεοκοπία μας, χαϊδεύοντας τα αυτιά του συρμού.
Θα αναρωτιέστε μάλλον πώς θυμήθηκα το «Βαλκανιζατέρ» και την κομπίνα με τα βουλγαρικά λέβα. Θα σας πω. Ενας καλός φίλος προσπαθεί τους τελευταίους μήνες να νοικιάσει ένα μεγάλο κατάστημα που έχει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Και τον απασχολεί βέβαια να διασφαλίσει την περιουσία του στην περίπτωση του Grexit. Ναι, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, στα μεγάλα μισθωτήρια αναζητούνται ήδη ρήτρες για το πώς θα υπολογίζεται το τίμημα σε περίπτωση που η Ελλάδα οδηγηθεί στη δραχμή.
Πιθανώς δεν θα το πιστέψετε, αλλά ο επίλογος είναι πέρα για πέρα αληθινός. Τον φίλο μου προσέγγισε εκπρόσωπος μεγάλης βουλγαρικής εταιρείας η οποία επιθυμεί να εισβάλει στην Ελλάδα και του ζήτησε να νοικιάσει το κατάστημά του. Πριν μάλιστα μπουν σε λεπτομέρειες, ο Βούλγαρος έσπευσε μόνος του να καθησυχάσει τον φίλο μου. «Μην ανησυχείς για το ενοίκιο αν βγείτε από την Ευρωζώνη και απαγορευτούν στην Ελλάδα οι συναλλαγές σε ευρώ», του είπε, και πρόσθεσε: «Θα δεσμευτώ στο συμβόλαιο ότι θα σε πληρώνω κάθε μήνα σε λέβα, το οποίο, όπως ξέρεις, είναι κλειδωμένο πια με το ευρώ κι έτσι θα είσαι διασφαλισμένος».
ΥΓ.: Καλή μας τύχη στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων...
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ