«Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται». Οι στίχοι των Γιάννη Ρίτσου και Ναζίμ Χικμέτ ταιριάζουν γάντι στην οικογένεια Κουτσολιούτσου, τους ιδιοκτήτες του επιχειρηματικού ομίλου Folli Follie, που κατάφεραν να γίνουν «φίρμες» πρώτα στην Ασία -με μεγάλο σταθμό την Κίνα- και μετά στην ίδια τους τη χώρα.
Έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι περισσότερες Eλληνίδες φαντάζονταν ότι οι λαμπερές βιτρίνες της Folli Follie ανήκαν σε κάποιον κομψό ιταλικό οίκο κοσμημάτων. Η αλήθεια είναι πως ο ιδρυτής της φίρμας, Δημήτρης Κουτσολιούτσος και η σύζυγος του Καίτη, αν και αμιγώς ελληνικής καταγωγής, έθεσαν τις βάσεις της επιχείρησης τους στο βορρά της Ιταλίας. Εκεί γνωρίστηκαν ως φοιτητές, «γαλουχήθηκαν» ως πολίτες του κόσμου και αποφάσισαν να κάνουν την «τρέλα» τους, να εκμεταλλευτούν δηλαδή το καλό τους γούστο, τα χειροποίητα κοσμήματα της Καίτης, το επιθετικό επιχειρηματικό δαιμόνιο του Δημήτρη και να χτίσουν μια φίρμα που μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα αποκτούσε παγκόσμια εμβέλεια. Πέρυσι το πρακτορείο Bloomberg ανέδειξε τον 71χρονο κ.Δ.Κουτσολιούτσο ως αναδυόμενο δισεκατομμυριούχο και τον συμπεριέλαβε στον σχετικό δείκτη που καταρτίζει. Καθόλου άσχημη αποτίμηση για τον αυτοδημιούργητο μεγιστάνα με καταγωγή από τη Λαμία αλλά τόπο διαμονής που μοιράζεται ανάμεσα στο Χονγκ Κόνγκ και την Εκάλη.
Η εταιρία του ζευγαριού ιδρύθηκε το 1982 και δημιούργησε το πρώτο της κατάστημα στο Κολωνάκι. Σήμερα βρίσκεται σε 28 χώρες και ελέγχει μια αλυσίδα 662 καταστημάτων. Τίποτα ωστόσο δεν ήταν προβλέψιμο από την αρχή. Ο Δ.Κουτσολιούτσος λέει πως διέγνωσε το «κενό στην αγορά». Διαπίστωσε πως ανάμεσα στο φθηνό faux bizoux και στα πανάκριβα κοσμήματα, μεσολαβούσε τότε… το χάος. Δεν υπήρχαν αναγνωρίσιμες φίρμες που να διαθέτουν «προσιτή πολυτέλεια». Και αποφάσισε να την προσφέρει εκείνος.
Σχεδόν επέβαλε το ασήμι ως luxury μέταλλο κοσμημάτων δημιουργώντας συλλογές κοσμημάτων με αφαιρετικό σχεδιασμό-πολύ διαφορετικό από το κυρίαρχο στυλ της τότε ελληνικής αργυροχρυσοχοίας που εμπνέονταν κυρίως από την Αρχαία Ελλάδα. Οι συλλογές σιγά σιγά διανθίστηκαν με ρολόγια – τη μεγάλη αγάπη του ίδιου του Δ.Κουτσολιούτσου- αλλά και αξεσουάρ μόδας όπως τσάντες και άλλα δερμάτινα είδη. Στη διοίκηση της εταιρίας εισήλθε σταδιακά και ο γιος του ζευγαριού, Τζώρτζης, σημερινός διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του ομίλου, και η οικογένεια αρχίζει πια να επεξεργάζεται νέα σχέδια.
Μόλις το 1995, και ενώ όλοι οι εξωστρεφείς επιχειρηματίες επένδυαν στο «Ελντοράντο των Βαλκανίων», ή το πολύ-πολύ κατέστρωναν σχέδια εισόδου σε κάποια ευρωπαϊκή αγορά, το ζεύγος Κουτσολιούτσου κάνει μια εντελώς απρόσμενη κίνηση και εισέρχεται στην Ιαπωνία. Ως άλλος Λευκάδιος Χερν, ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος σχεδόν εγκαθίσταται στην Ιαπωνία προκειμένου να δοκιμάσει τη δυναμική της φίρμας του. Στην αρχή συνεταιρίζεται και αναπτύσσει καταστήματα της φίρμας στα πιο εμβληματικά εμπορικά σημεία της ιαπωνικής αγοράς. Αποκτά διακριτό ρόλο στις ελληνο-ιαπωνικές εμπορικές σχέσεις και βοηθά όποιον πατριώτη επιχειρηματία προσπαθεί να ακολουθήσει τα βήματα του σε μια από τις πιο απαιτητικές αγορές του πλανήτη. Φροντίζει να προτάξει την ελληνική ταυτότητα της εταιρίας,( στρατηγική που ακολούθησε συνεπώς και αργότερα με διεθνής καμπάνιες που είχαν ως επίκεντρο τη Σαντορίνη και την Ελλάδα με το μότο «Crazy for Greece»), καταφέρνοντας να καταστήσει την Folli Follie τόσο αναγνωρίσιμη, όσο το ελαιόλαδο, στους Ιάπωνες.
Η δουλειά πηγαίνει καλά και η Ιαπωνία αποτελεί πλέον μια βάση για βαθμηδόν επέκταση και στις υπόλοιπες αγορές της Ασίας. Αποτολμά μάλιστα και το πρώτο βήμα εισόδου στις ΗΠΑ με ένα κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Αν και η κίνηση δεν απέδωσε τότε, ο όμιλος θα ξαναπροσπαθήσει λίγα χρόνια αργότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όμως η εταιρία έχει βάλει πλώρη για την Κίνα, αποτελώντας μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές εταιρίες που πάτησαν στην γεμάτη προκλήσεις αγορά. Συνεταιρισμοί με ντόπιους συνεργάτες, δικτύωση με παράγοντες της αγοράς και μεταφορά της παραγωγής στο Χόνγκ Κόνγκ ήταν τα κλειδιά που ήραν σιγά σιγά τα εμπόδια της αυτόνομης δραστηριότητας. Μετά από την πρώτη δεκαετία, η Folli Follie άνοιγε σχεδόν ένα νέο κατάστημα την εβδομάδα στις πιο κεντρικές λεωφόρους των μεγάλων αστικών κέντρων μιας αχανούς χώρας, όπου η καταναλωτική ζήτηση δεν έχει αντίπαλο. «Μπροστά από τα καταστήματά μας στη Σαγκάη και στο Πεκίνο περνούν σε καθημερινή βάση περίπου 2,5 εκατομμύρια καταναλωτές. Για να καταλάβετε για τι μεγέθη μιλάμε, μπροστά από τα καταστήματα της Ερμού την παραμονή των Χριστουγέννων περνούν το πολύ 100.000 πελάτες» έλεγε ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος.
Ο συγχρωτισμός με την νέα δυναμικά αναπτυσσόμενη οικονομική ελίτ της Κίνας οδηγεί και στην «κουμπαριά» με τον πανίσχυρο όμιλο Fosun, ο οποίος παίρνει θέση στο μετοχικό κεφάλαιο της ελληνικής εταιρίας με ποσοστό άνω του 13%.Ο ισχυρός άνδρας της Fosun μάλιστα, Guo Guangchang, εκμυστηρεύτηκε ότι έλαβε την απόφαση να γίνει στρατηγικός εταίρος της ελληνικής εταιρίας καθ’υπόδειξη της συζύγου του, διάσημης Κινέζας δημοσιογράφου, η οποία είναι θαυμάστρια και πιστή πελάτισσα της Folli Follie. Σε κάθε περίπτωση η Fosun έκανε την απόβαση της στη χώρα μέσω της οικογένειας Κουτσολιούτσου και συνεχίζει να επενδύει σε τουρισμό και μεγάλα projects όπως το Ελληνικό.
Πριν η κρίση διαταράξει τις ισορροπίες, η Folli Follie είχε γίνει πια ένα όμιλος διεθνούς εμβέλειας με θυγατρικές τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη. Παράγει χρήμα και έχει φθηνή πρόσβαση σ’αυτό και έτσι σπεύδει να εκμεταλλευτεί τις επενδυτικές ευκαιρίες που βρίσκονται μπροστά της.
Πέρα από τις επεκτάσεις της δικής της φίρμας προχωρά σε μεγάλες εξαγορές όπως εκείνης των Καταστημάτων Αφορολογήτων Ειδών(KAE), αρχικά με συνεταίρο τον Πάνο Γερμανό. Αργότερα εξαγοράζει το ποσοστό του και η οικογένεια Κουτσολιούτσου γίνεται ο βασικός μέτοχος, μιας εταιρίας που είναι υπολογίσιμος παίκτης στο ταξιδιωτικό εμπόριο της ΝΑ Μεσογείου. Εξετάζουν μάλιστα να ιδρύσουν ένα κομβικό ταξιδιωτικό φορέα που θα διαχειρίζεται το ρεύμα Κινέζων τουριστών στην Ελλάδα, καθοδηγώντας το και στο που θα κάνουν τα ψώνια τους. Το σχέδιο δεν ευδοκιμεί καθώς τα χίλια δύο εμπόδια ακυρώνουν τις απευθείας πτήσεις από Κίνα προς Ελλάδα. Παρόλα αυτά τα ΚΑΕ παραμένουν η κορωνίδα των επενδύσεων της οικογένειας. Ακολουθεί η εξαγορά της αγγλικής εταιρίας κοσμημάτων Links Of London, που κατέχει παρουσία στη Βρετανία αλλά και προοπτική να αποτελέσει όχημα στις ΗΠΑ. Αργότερα έρχεται και η εξαγορά της ελληνικής εισηγμένης Elmec Sport, μέσω της οποίας η οικογένεια αποκτά πρόσβαση στα πολυκαταστήματα Attica και Factory Outlet, σε μια μεγάλη γκάμα αντιπροσωπειών μεγάλων σημάτων ένδυσης (από Ermenegildo Zegna και Calvin Klein έως Juicy Couture) και σημαντική διείσδυση σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Λίγο έλειψε από το να εξαγοράσει και την επίσης ελληνική εταιρία παιδικών ρούχων Lapin, αλλά η επέκταση είχε φτάσει πια στα όρια της.
Ο δανεισμός του ομίλου είχε διογκωθεί σε δυσθεώρητα ύψη «χτυπώντας» καμπανάκια σε επενδυτές και πιστώτες. Ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος δικαιολογείται: «Με κατηγορούν ότι αγοράζω ακριβά. Πιστεύω ότι αυτό που αποκτώ έχει κρυμμένες πολλαπλάσιες αξίες». Παρά την large ιδιοσυγκρασία του και την επιβεβαιωμένη ικανότητα του στις μπίζνες, η κρίση τον βρίσκει υπερχρεωμένο. Τότε ξαναζωντανεύει η υφέρπουσα γκρίνια για αδιαφάνεια στη χρηματοοικονομική δομή του ομίλου. Αναλυτές και επενδυτές κάνουν λόγω για «αδιάβαστο μαύρο κουτί», με θυγατρικές που δεν ελέγχονται αρκούντως από σοβαρές ελεγκτικές εταιρίες. Ο όμιλος πρέπει να μπει σε φάση αναδιάρθρωσης και έτσι ξεκινά η συγχώνευση των εισηγμένων Folli Follie, ΚΑΕ και Elmec Sport. Η διοίκηση του ομίλου αρχίζει να κάνει λόγο για παράλληλη εισαγωγή στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης, προκειμένου να βρει ανάσες ρευστότητας, αλλά δεν προχωρά στο σχέδιο. Αντίθετα πιέζεται περισσότερο να νοικοκυρέψει τα οικονομικά της. Κόβει έξοδα και μεγάλες επενδύσεις, προβαίνει ακόμη και σε μια πρωτοφανή και μάλλον «ανορθόδοξη» διαγραφή αποθεμάτων άνω των 200 εκατ.ευρώ, (που σηκώνει σούσουρο στην ελληνική αγορά) αλλά και πάλι πρέπει να πάει το μαχαίρι πιο βαθιά.
Ετσι προχωρά στην πώληση του 51% των ΚΑΕ –της χρυσοτόκου όρνιθας του ομίλου- στην ελβετική Dufry στο τέλος του 2012 και στο τέλος του 2013 πουλά και το υπόλοιπο ποσοστό. Αν και η συμφωνία θεωρήθηκε «deal ανάγκης», ο Δ.Κουτσολιούτσος θεωρεί ότι θα συνεχίσει να ωφελεί τον όμιλο Folli Follie. «Σκεφτείτε το γεγονός ότι πουλώντας το 51% των ΚΑΕ εξοφλήσαμε στην ουσία το σύνολο του κόστους των προηγούμενων εξαγορών μας. Είναι σαν να πήραμε τζάμπα όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες μας». Μετά την ολική μεταβίβαση των ΚΑΕ, ο ελληνικός φρόντισε επίσης να κρατήσει ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 4% στην Dufry, που του επιτρέπει να γράφει κέρδη αλλά να διατηρεί σχέσεις με έναν συνεργάτη που του ανοίγει δρόμο για τις αγορές των ΗΠΑ και της Λατινικής Αμερικής.
Είναι αλήθεια πως η οικογένεια Κουτσολιούτσου δεν φοβάται τις συνεργασίες με ισχυρούς παίκτες. Πέρα από την Dufry και την Fosun διατηρεί χρόνια σχέση με τον τουρκικό όμιλο Κοτς, με τον οποίο από κοινού έχουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης μαρινών στο Αιγαίο.
Κι όταν δεν κάνουν μπίζνες απολαμβάνουν τη ζωή. Αν και απέχουν από την κοινώς εννοούμενη κοσμικότητα έχουν έντονη κοινωνική ζωή. Τόσο οι πρεσβύτεροι όσο και οι νεότεροι της οικογένειας. Οι Σπέτσες αποτελούν το επί ελληνικού εδάφους καταφύγιο όπου κάνουν μνημειώδη πάρτυ αλλά και πολυάριθμες φιλικές συναθροίσεις. Κάποιες φορές τους συντροφεύει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, σύζυγος της αδελφής της Καίτης, Άσπας. Άλλοτε οι πολυάριθμοί διεθνείς φίλοι τους.
Έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι περισσότερες Eλληνίδες φαντάζονταν ότι οι λαμπερές βιτρίνες της Folli Follie ανήκαν σε κάποιον κομψό ιταλικό οίκο κοσμημάτων. Η αλήθεια είναι πως ο ιδρυτής της φίρμας, Δημήτρης Κουτσολιούτσος και η σύζυγος του Καίτη, αν και αμιγώς ελληνικής καταγωγής, έθεσαν τις βάσεις της επιχείρησης τους στο βορρά της Ιταλίας. Εκεί γνωρίστηκαν ως φοιτητές, «γαλουχήθηκαν» ως πολίτες του κόσμου και αποφάσισαν να κάνουν την «τρέλα» τους, να εκμεταλλευτούν δηλαδή το καλό τους γούστο, τα χειροποίητα κοσμήματα της Καίτης, το επιθετικό επιχειρηματικό δαιμόνιο του Δημήτρη και να χτίσουν μια φίρμα που μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα αποκτούσε παγκόσμια εμβέλεια. Πέρυσι το πρακτορείο Bloomberg ανέδειξε τον 71χρονο κ.Δ.Κουτσολιούτσο ως αναδυόμενο δισεκατομμυριούχο και τον συμπεριέλαβε στον σχετικό δείκτη που καταρτίζει. Καθόλου άσχημη αποτίμηση για τον αυτοδημιούργητο μεγιστάνα με καταγωγή από τη Λαμία αλλά τόπο διαμονής που μοιράζεται ανάμεσα στο Χονγκ Κόνγκ και την Εκάλη.
Η εταιρία του ζευγαριού ιδρύθηκε το 1982 και δημιούργησε το πρώτο της κατάστημα στο Κολωνάκι. Σήμερα βρίσκεται σε 28 χώρες και ελέγχει μια αλυσίδα 662 καταστημάτων. Τίποτα ωστόσο δεν ήταν προβλέψιμο από την αρχή. Ο Δ.Κουτσολιούτσος λέει πως διέγνωσε το «κενό στην αγορά». Διαπίστωσε πως ανάμεσα στο φθηνό faux bizoux και στα πανάκριβα κοσμήματα, μεσολαβούσε τότε… το χάος. Δεν υπήρχαν αναγνωρίσιμες φίρμες που να διαθέτουν «προσιτή πολυτέλεια». Και αποφάσισε να την προσφέρει εκείνος.
Σχεδόν επέβαλε το ασήμι ως luxury μέταλλο κοσμημάτων δημιουργώντας συλλογές κοσμημάτων με αφαιρετικό σχεδιασμό-πολύ διαφορετικό από το κυρίαρχο στυλ της τότε ελληνικής αργυροχρυσοχοίας που εμπνέονταν κυρίως από την Αρχαία Ελλάδα. Οι συλλογές σιγά σιγά διανθίστηκαν με ρολόγια – τη μεγάλη αγάπη του ίδιου του Δ.Κουτσολιούτσου- αλλά και αξεσουάρ μόδας όπως τσάντες και άλλα δερμάτινα είδη. Στη διοίκηση της εταιρίας εισήλθε σταδιακά και ο γιος του ζευγαριού, Τζώρτζης, σημερινός διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του ομίλου, και η οικογένεια αρχίζει πια να επεξεργάζεται νέα σχέδια.
Μόλις το 1995, και ενώ όλοι οι εξωστρεφείς επιχειρηματίες επένδυαν στο «Ελντοράντο των Βαλκανίων», ή το πολύ-πολύ κατέστρωναν σχέδια εισόδου σε κάποια ευρωπαϊκή αγορά, το ζεύγος Κουτσολιούτσου κάνει μια εντελώς απρόσμενη κίνηση και εισέρχεται στην Ιαπωνία. Ως άλλος Λευκάδιος Χερν, ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος σχεδόν εγκαθίσταται στην Ιαπωνία προκειμένου να δοκιμάσει τη δυναμική της φίρμας του. Στην αρχή συνεταιρίζεται και αναπτύσσει καταστήματα της φίρμας στα πιο εμβληματικά εμπορικά σημεία της ιαπωνικής αγοράς. Αποκτά διακριτό ρόλο στις ελληνο-ιαπωνικές εμπορικές σχέσεις και βοηθά όποιον πατριώτη επιχειρηματία προσπαθεί να ακολουθήσει τα βήματα του σε μια από τις πιο απαιτητικές αγορές του πλανήτη. Φροντίζει να προτάξει την ελληνική ταυτότητα της εταιρίας,( στρατηγική που ακολούθησε συνεπώς και αργότερα με διεθνής καμπάνιες που είχαν ως επίκεντρο τη Σαντορίνη και την Ελλάδα με το μότο «Crazy for Greece»), καταφέρνοντας να καταστήσει την Folli Follie τόσο αναγνωρίσιμη, όσο το ελαιόλαδο, στους Ιάπωνες.
Η δουλειά πηγαίνει καλά και η Ιαπωνία αποτελεί πλέον μια βάση για βαθμηδόν επέκταση και στις υπόλοιπες αγορές της Ασίας. Αποτολμά μάλιστα και το πρώτο βήμα εισόδου στις ΗΠΑ με ένα κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Αν και η κίνηση δεν απέδωσε τότε, ο όμιλος θα ξαναπροσπαθήσει λίγα χρόνια αργότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όμως η εταιρία έχει βάλει πλώρη για την Κίνα, αποτελώντας μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές εταιρίες που πάτησαν στην γεμάτη προκλήσεις αγορά. Συνεταιρισμοί με ντόπιους συνεργάτες, δικτύωση με παράγοντες της αγοράς και μεταφορά της παραγωγής στο Χόνγκ Κόνγκ ήταν τα κλειδιά που ήραν σιγά σιγά τα εμπόδια της αυτόνομης δραστηριότητας. Μετά από την πρώτη δεκαετία, η Folli Follie άνοιγε σχεδόν ένα νέο κατάστημα την εβδομάδα στις πιο κεντρικές λεωφόρους των μεγάλων αστικών κέντρων μιας αχανούς χώρας, όπου η καταναλωτική ζήτηση δεν έχει αντίπαλο. «Μπροστά από τα καταστήματά μας στη Σαγκάη και στο Πεκίνο περνούν σε καθημερινή βάση περίπου 2,5 εκατομμύρια καταναλωτές. Για να καταλάβετε για τι μεγέθη μιλάμε, μπροστά από τα καταστήματα της Ερμού την παραμονή των Χριστουγέννων περνούν το πολύ 100.000 πελάτες» έλεγε ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος.
Ο συγχρωτισμός με την νέα δυναμικά αναπτυσσόμενη οικονομική ελίτ της Κίνας οδηγεί και στην «κουμπαριά» με τον πανίσχυρο όμιλο Fosun, ο οποίος παίρνει θέση στο μετοχικό κεφάλαιο της ελληνικής εταιρίας με ποσοστό άνω του 13%.Ο ισχυρός άνδρας της Fosun μάλιστα, Guo Guangchang, εκμυστηρεύτηκε ότι έλαβε την απόφαση να γίνει στρατηγικός εταίρος της ελληνικής εταιρίας καθ’υπόδειξη της συζύγου του, διάσημης Κινέζας δημοσιογράφου, η οποία είναι θαυμάστρια και πιστή πελάτισσα της Folli Follie. Σε κάθε περίπτωση η Fosun έκανε την απόβαση της στη χώρα μέσω της οικογένειας Κουτσολιούτσου και συνεχίζει να επενδύει σε τουρισμό και μεγάλα projects όπως το Ελληνικό.
Πριν η κρίση διαταράξει τις ισορροπίες, η Folli Follie είχε γίνει πια ένα όμιλος διεθνούς εμβέλειας με θυγατρικές τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη. Παράγει χρήμα και έχει φθηνή πρόσβαση σ’αυτό και έτσι σπεύδει να εκμεταλλευτεί τις επενδυτικές ευκαιρίες που βρίσκονται μπροστά της.
Πέρα από τις επεκτάσεις της δικής της φίρμας προχωρά σε μεγάλες εξαγορές όπως εκείνης των Καταστημάτων Αφορολογήτων Ειδών(KAE), αρχικά με συνεταίρο τον Πάνο Γερμανό. Αργότερα εξαγοράζει το ποσοστό του και η οικογένεια Κουτσολιούτσου γίνεται ο βασικός μέτοχος, μιας εταιρίας που είναι υπολογίσιμος παίκτης στο ταξιδιωτικό εμπόριο της ΝΑ Μεσογείου. Εξετάζουν μάλιστα να ιδρύσουν ένα κομβικό ταξιδιωτικό φορέα που θα διαχειρίζεται το ρεύμα Κινέζων τουριστών στην Ελλάδα, καθοδηγώντας το και στο που θα κάνουν τα ψώνια τους. Το σχέδιο δεν ευδοκιμεί καθώς τα χίλια δύο εμπόδια ακυρώνουν τις απευθείας πτήσεις από Κίνα προς Ελλάδα. Παρόλα αυτά τα ΚΑΕ παραμένουν η κορωνίδα των επενδύσεων της οικογένειας. Ακολουθεί η εξαγορά της αγγλικής εταιρίας κοσμημάτων Links Of London, που κατέχει παρουσία στη Βρετανία αλλά και προοπτική να αποτελέσει όχημα στις ΗΠΑ. Αργότερα έρχεται και η εξαγορά της ελληνικής εισηγμένης Elmec Sport, μέσω της οποίας η οικογένεια αποκτά πρόσβαση στα πολυκαταστήματα Attica και Factory Outlet, σε μια μεγάλη γκάμα αντιπροσωπειών μεγάλων σημάτων ένδυσης (από Ermenegildo Zegna και Calvin Klein έως Juicy Couture) και σημαντική διείσδυση σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Λίγο έλειψε από το να εξαγοράσει και την επίσης ελληνική εταιρία παιδικών ρούχων Lapin, αλλά η επέκταση είχε φτάσει πια στα όρια της.
Ο δανεισμός του ομίλου είχε διογκωθεί σε δυσθεώρητα ύψη «χτυπώντας» καμπανάκια σε επενδυτές και πιστώτες. Ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος δικαιολογείται: «Με κατηγορούν ότι αγοράζω ακριβά. Πιστεύω ότι αυτό που αποκτώ έχει κρυμμένες πολλαπλάσιες αξίες». Παρά την large ιδιοσυγκρασία του και την επιβεβαιωμένη ικανότητα του στις μπίζνες, η κρίση τον βρίσκει υπερχρεωμένο. Τότε ξαναζωντανεύει η υφέρπουσα γκρίνια για αδιαφάνεια στη χρηματοοικονομική δομή του ομίλου. Αναλυτές και επενδυτές κάνουν λόγω για «αδιάβαστο μαύρο κουτί», με θυγατρικές που δεν ελέγχονται αρκούντως από σοβαρές ελεγκτικές εταιρίες. Ο όμιλος πρέπει να μπει σε φάση αναδιάρθρωσης και έτσι ξεκινά η συγχώνευση των εισηγμένων Folli Follie, ΚΑΕ και Elmec Sport. Η διοίκηση του ομίλου αρχίζει να κάνει λόγο για παράλληλη εισαγωγή στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης, προκειμένου να βρει ανάσες ρευστότητας, αλλά δεν προχωρά στο σχέδιο. Αντίθετα πιέζεται περισσότερο να νοικοκυρέψει τα οικονομικά της. Κόβει έξοδα και μεγάλες επενδύσεις, προβαίνει ακόμη και σε μια πρωτοφανή και μάλλον «ανορθόδοξη» διαγραφή αποθεμάτων άνω των 200 εκατ.ευρώ, (που σηκώνει σούσουρο στην ελληνική αγορά) αλλά και πάλι πρέπει να πάει το μαχαίρι πιο βαθιά.
Ετσι προχωρά στην πώληση του 51% των ΚΑΕ –της χρυσοτόκου όρνιθας του ομίλου- στην ελβετική Dufry στο τέλος του 2012 και στο τέλος του 2013 πουλά και το υπόλοιπο ποσοστό. Αν και η συμφωνία θεωρήθηκε «deal ανάγκης», ο Δ.Κουτσολιούτσος θεωρεί ότι θα συνεχίσει να ωφελεί τον όμιλο Folli Follie. «Σκεφτείτε το γεγονός ότι πουλώντας το 51% των ΚΑΕ εξοφλήσαμε στην ουσία το σύνολο του κόστους των προηγούμενων εξαγορών μας. Είναι σαν να πήραμε τζάμπα όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες μας». Μετά την ολική μεταβίβαση των ΚΑΕ, ο ελληνικός φρόντισε επίσης να κρατήσει ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 4% στην Dufry, που του επιτρέπει να γράφει κέρδη αλλά να διατηρεί σχέσεις με έναν συνεργάτη που του ανοίγει δρόμο για τις αγορές των ΗΠΑ και της Λατινικής Αμερικής.
Είναι αλήθεια πως η οικογένεια Κουτσολιούτσου δεν φοβάται τις συνεργασίες με ισχυρούς παίκτες. Πέρα από την Dufry και την Fosun διατηρεί χρόνια σχέση με τον τουρκικό όμιλο Κοτς, με τον οποίο από κοινού έχουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης μαρινών στο Αιγαίο.
Κι όταν δεν κάνουν μπίζνες απολαμβάνουν τη ζωή. Αν και απέχουν από την κοινώς εννοούμενη κοσμικότητα έχουν έντονη κοινωνική ζωή. Τόσο οι πρεσβύτεροι όσο και οι νεότεροι της οικογένειας. Οι Σπέτσες αποτελούν το επί ελληνικού εδάφους καταφύγιο όπου κάνουν μνημειώδη πάρτυ αλλά και πολυάριθμες φιλικές συναθροίσεις. Κάποιες φορές τους συντροφεύει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, σύζυγος της αδελφής της Καίτης, Άσπας. Άλλοτε οι πολυάριθμοί διεθνείς φίλοι τους.