Επιστολή προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο έστειλε η Ένωση Διοικητικών Δικαστών αιτιολογώντας την καθυστέρηση απονομής Δικαιοσύνης και υπογραμμίζει τη λήψη έξι νομοθετικών μέτρων για την επιτάχυνσή της.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών κάνει μια πολιτική, νομική και δικαστική ανάλυση σε βάθος των προβλημάτων και των λόγων που δημιουργούν την καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης. Η καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι δικονομικό ζήτημα αλλά έχει κοινωνικά αίτια, τα οποία ουσιαστικά δημιουργούνται από τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές σε διάφορους τομείς (φορολογικό, ασφαλιστικά Ταμεία, κ.λπ.), αναφέρει χαρακτηριστικά η επιστολή.Παράλληλα, η Ένωση προτείνει στον υπουργό Δικαιοσύνης την λήψη έξι νομοθετικών μέτρων για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης, την βελτίωση της Δικαιοσύνης και των παραγόντων απονομής του δικαίου, ενώ ενισχύουν τα δικαιώματα των πολιτών.
Ειδικότερα, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών θεωρεί ότι το φαινόμενο της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι φαινόμενο δικονομικό, αλλά ότι έχει κυρίως κοινωνικά αίτια. Η βαθειά κοινωνική ανισότητα είναι που αναπαράγει διαρκώς νέες και όλο και πιο σύνθετες διαφορές κατά τρόπο ώστε όσες δικονομικής φύσης μεταρρυθμίσεις και αν γίνουν δεν θα καταστεί δυνατή η επίλυσή του, ούτε θα καταστεί εφικτή η επίκαιρη εκδίκαση των υποθέσεων που άγονται στα δικαστήρια, επισημαίνει η Ένωση και σημειώνει:
«Ο ρόλος του φορολογικού συστήματος, για παράδειγμα, ως μέσου αναδιανομής πλούτου υπέρ των λίγων και ισχυρών συνεπάγεται διαχρονικά υπερφορολόγηση της πλειοψηφίας του λαού, ενώ αντιθέτως κατατείνει σε αλλεπάλληλες φοροαπαλλαγές για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων (ιδίως εφοπλιστές, ναυτιλιακές εταιρείες, βιομηχανικές επιχειρήσεις κα), στην ουσία στους πανίσχυρους οικονομικούς ομίλους, στα πλαίσια της λογικής της προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων.
Αυτή η αντίφαση (δυσβάσταχτη φορολογία από τη μια για τους εργαζόμενους, συνταξιούχους, αυτοαπασχολούμενους και μικρούς εμποροβιοτέχνες, ακόμη και άνεργους και φοροαπαλλαγές από την άλλη σε πανίσχυρους οικονομικά επιχειρηματικούς ομίλους) σε ό,τι αφορά το επίπεδο του δικονομικού δικαίου γιγαντώνει τη δικαστική ύλη γιατί χιλιάδες φορολογούμενοι, ως εκ του ότι θεωρούν δυσανάλογη τη φορολογική επιβάρυνση που τους αναλογεί, τείνουν να αμφισβητήσουν δικαστικά τη νομιμότητα των σχετικών διοικητικών πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης.
Κατ’ αναλογία, στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, η αναντιστοιχία των παροχών κοινωνικής ασφάλισης με τις τεχνολογικές δυνατότητες και την πρόοδο της εποχής (π.χ. στην ιατρική επιστήμη) αλλά και με τις εισφορές που καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, σε συνδυασμό με τη διάθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων για σκοπούς άσχετους με την κοινωνική ασφάλιση (π.χ. χρηματοδότηση των επενδύσεων δια της σχεδόν άτοκης κατάθεσής των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδος) γεννούν τεράστιο αριθμό κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών (διαφορές σχετικά με την παροχή συντάξεων, νοσήλεια κ.λπ.).
Με τα δεδομένα αυτά, καταρχάς, εκτιμάμε ότι το παραπάνω φαινόμενο δεν επιδέχεται λύση στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι η ανάδειξη της αιτίας του προβλήματος απομυθοποιεί διάφορες αντεπιστημονικές ερμηνείες (π.χ. περί της δήθεν δικομανίας των Ελλήνων), αλλά και προστατεύει τους ίδιους τους δικαστές από την αβάσιμη απόδοση της πρωταρχικής ευθύνης σε αυτούς.
Η γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, η πλήρης μηχανοργάνωση όλων των δικαστηρίων, η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών, η εξασφάλιση σταθερών σχέσεων εργασίας (δημοσίου δικαίου) στο σύνολο του προσωπικού των δικαστικών υπαλλήλων και η ταυτόχρονη πρόσληψη σημαντικού αριθμού δικαστικών υπαλλήλων θα επέφερε σχετική επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων.
Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η απόφαση να ενθαρρύνονται οι δικαστικές υπηρεσίες του Κράτους και των Ν.Π.Δ.Δ. να μην ασκούν ένδικα μέσα σε υποθέσεις πολιτών, ιδίως υπαλλήλων τους, όπου το κύριο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή φυσικά και του Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο».
Δεν παραλείπει η Ένωση να καυτηριάσει τις νομοθετικές μεθοδεύσεις της Πολιτείας έτσι ώστε οι πολίτες να μην μπορούν να προσφεύγουν στην Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, για το θέμα αυτό υπογραμμίζει η Ένωση:
«Η Πολιτεία αντιμετώπισε την τάση σώρευσης υποθέσεων δια της δημιουργίας εμποδίων προσβασιμότητας των πολιτών στο δικαστήριο ή (και) δια της υποτίμησης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Πράγματι, την τελευταία ιδίως πενταετία - εξαετία, αναφορικά με τη Διοικητική Δικαιοσύνη, με διαδοχικά νομοθετήματα (βλ. ιδίως τους ν. 3659/2008, 3900/2010, 4055/2012, 4093/2012, 4174/2013 κ.ά.) θεσπίστηκε σειρά δικονομικών βαρών για τους πολίτες (π.χ. βάρος επίδοσης της φορολογικής προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου και μάλιστα σε συντομότατη προθεσμία, υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής στις φορολογικές διαφορές κ.λπ.), αυξήθηκε το κόστος της διοικητικής δίκης (π.χ. υπερ-εικοσαπλασιασμός των παραβόλων, υποχρέωση καταβολής ποσοστού 50% του οφειλόμενου φόρου ως προϋπόθεση άσκησης έφεσης κ.λπ.), υποτιμήθηκε η δικαστική προστασία στο περιεχόμενό της (π.χ. κατάργηση της αναστολής καθ’ εαυτής στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, αλλά και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, γενίκευση των μονομελών συνθέσεων, περιορισμός της εξουσίας του δικαστηρίου στις φορολογικές υποθέσεις κ.ά.)».
Τα έξι νομοθετικά μέτρα που προτείνει προκειμένου να υπάρξει επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης
1. Διεύρυνση των πολυμελών συνθέσεων στις χρηματικές διαφορές, την κατάργηση του μονομελούς εφετείου και την ορθολογικοποίηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας για περιπτώσεις διαφορών ήσσονος σημασίας.
2. Ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας προς το σκοπό της ισότιμης δικαστικής αντιμετώπισης των φορολογικών και χρηματικών εν γένει διαφορών με τις λοιπές διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά και της άμβλυνσης ορισμένων δυσχερειών πρόσβασης στο δικαστήριο ειδικά αναφορικά με τις φορολογικές υποθέσεις με αντικείμενο κυρίου φόρου έως 3.000 ευρώ.
3. Κατάργηση του περιορισμού στη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου (μη χορήγηση της άδειας εάν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής).
4. Ενδυνάμωση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων.
5. Ορθολογικός καθορισμός των κωλυμάτων εντοπιότητας των δικαστών.
6. Κατάργησης των απαξιωτικών για τους δικαστικούς λειτουργούς διατάξεων περί σύνδεσης περικοπής μισθού και χρόνου έκδοσης απόφασης, με τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών.