03 Μαΐου 2015

Απαντήσεις στα πέντε βασικά ερωτήματα για ένα δημοψήφισμα χωρίς νόημα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ

Μπορεί όντως να γίνει δημοψήφισμα και να επιβάλουν οι πολίτες την αλλαγή των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση; Κι αν ναι, ποιο θα είναι το ερώτημα και ποια η πιθανή αντίδραση των Ευρωπαίων, όταν το δημοψήφισμα προφανώς θα λάβει τον διλημματικό χαρακτήρα «ευρώ ή δραχμή»; Θα επιτρέψουν οι Ευρωπαίοι εταίροι στην ελληνική κυβέρνηση να κρατήσει σε ομηρία όλη την Ενωση επί ένα και πλέον μήνα;

Αυτά και αρκετά ακόμη ζητήματα που συζητάμε όλοι στις παρέες μας αφότου ο Αλέξης Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι σκέφτεται να καταφύγει σε δημοψήφισμα αν η συμφωνία που επιδιώκει με την Ε.Ε. δεν ανταποκριθεί στις προεκλογικές υποσχέσεις του, προσπαθεί να ξεδιαλύνει η «Κ». Με τη βοήθεια συνταγματολόγων επιχειρείται να απαντηθούν πέντε κεντρικά ερωτήματα:

1. Ποιος προτείνει το δημοψήφισμα και πώς εγκρίνεται για να ξεκινήσει η διαδικασία;

Την πολιτική πρωτοβουλία διενέργειας δημοψηφίσματος την έχει βάσει του Συντάγματος ο πρωθυπουργός. Εκείνος επιλέγει, συντάσσει και εισηγείται στο υπουργικό συμβούλιο το ερώτημα που επιθυμεί να τεθεί σε δημοψήφισμα και χρειάζεται κατόπιν να διασφαλίσει απλώς την έγκριση της πλειοψηφίας στη βουλή.

2. Μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα και για δημοσιονομικό θέμα;

Ναι, φτάνει να μην έχει ψηφισθεί προηγουμένως στη βουλή με νόμο το ζήτημα που θα τεθεί σε δημοψήφισμα. Συγκεκριμένα το άρθρο 44 του Συντάγματος ορίζει ότι δημοψήφισμα μπορεί να διεξαχθεί είτε για «κρίσιμα εθνικά θέματα» (απαιτείται η έγκριση 151 βουλευτών) είτε «και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά» (απαιτείται η έγκριση 180 βουλευτών). Εν προκειμένω, αν τελικώς το αποφασίσει, ο πρωθυπουργός θα επιλέξει προφανώς την πρώτη περίπτωση. Δηλαδή θα προτείνει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για «εθνικά κρίσιμο θέμα» που δεν θα έχει προηγουμένως ψηφισθεί στη βουλή. Ετσι θα ξεπεράσει τη συνταγματική εξαίρεση (του δημοσιονομικού ζητήματος), και θα το περάσει πιο εύκολα από το κοινοβούλιο, καθώς, όπως προαναφέρθηκε το δημοψήφισμα για «κρίσιμο εθνικό θέμα» απαιτεί την έγκριση 151 και όχι 180 βουλευτών.

3. Πόσος χρόνος μεσολαβεί από την προκήρυξη ώς την ψήφιση, πόσοι πολίτες πρέπει να μετέχουν, και ποιο θα είναι το κόστος;

Από τη στιγμή της προκήρυξης, το δημοψήφισμα πρέπει να διεξαχθεί εντός 30 ημερών. Ο σχετικός νόμος (4023/2011) ορίζει την Κυριακή ως μέρα διεξαγωγής του με την ψηφοφορία να αρχίζει στις 7 το πρωί και να διαρκεί ώς τις 7 το απόγευμα, όπως ακριβώς και στις εθνικές εκλογές. Η ψηφοφορία θεωρείται έγκυρη και το αποτέλεσμα δεσμευτικό εφόσον λάβει μέρος τουλάχιστον το 40% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους (περίπου 4 εκατ. πολίτες). Ο ίδιος νόμος μάλιστα ανεβάζει αυτό το ποσοστό στο 50% αν το ερώτημα αφορά «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» επί ψηφισμένου ν/σ. Σε ό,τι αφορά το κόστος αξίζει να επισημανθεί ότι βάσει μιας εκτίμησης που είχε κάνει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος θα στοιχίσει περί τα 110 εκατ. ευρώ!

4. Ποιο θα μπορούσε να είναι το ερώτημα;

Εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Διότι όλοι οι συνταγματολόγοι συμφωνούν ότι ανεξαρτήτως της διατύπωσης του ερωτήματος, το δημοψήφισμα θα λάβει εκ των πραγμάτων τον χαρακτήρα της παραμονής ή της εξόδου της Ελλάδας στην Ε.Ε. Για να γίνει κατανοητό, ας υποθέσουμε ότι ύστερα από την πολυπόθητη συμφωνία με τους εταίρους έμπαινε σε δημοψήφισμα το γενικό ερώτημα αν «συμφωνείτε με το νέο πρόγραμμα που εισηγούνται οι Ευρωπαίοι εταίροι στην Ελλάδα αλλά απέχει από τις προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης». Είναι προφανές ότι το παρεπόμενο ερώτημα που αυτομάτως θα μονοπωλούσε τις συζητήσεις είναι τι θα συμβεί στη χώρα αν πλειοψηφήσουν οι αρνητικές απαντήσεις στο δημοψήφισμα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όλοι οι συνταγματολόγοι στους οποίους αποτάθηκε η «Κ» προδικάζουν ότι είναι αδύνατον να προκύψει οποιαδήποτε δημοψηφισματική διατύπωση η οποία να μην εκληφθεί εντέλει με το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Και με αυτό το δεδομένο οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν εθνικά επικίνδυνο το ίδιο το δημοψήφισμα, δεδομένου ότι με την αναγγελία του οι πολίτες θα σπεύσουν να σηκώσουν από τις τράπεζες και τις τελευταίες καταθέσεις τους, ξέροντας ότι υπάρχει έστω μια μικρή πιθανότητα να αποφασισθεί η έξοδος από το ευρώ. Προβλέπουν με άλλα λόγια ότι η κατάρρευση πιθανότατα θα επέλθει πριν ακόμη από τη διεξαγωγή του. Παρεμπιπτόντως αυτός είναι και ο λόγος που ήδη το δημοψήφισμα έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο εξωτερικό, με τους εταίρους να προσπαθούν με κάθε τρόπο να το αποτρέψουν προειδοποιώντας την Ελλάδα ότι ακόμα και η αναγγελία του θα προκαλέσει ίσως αναπόδραστες συνέπειες στη χώρα.

5. Μπορεί να αποτρέψει το δημοψήφισμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;

Ο ρόλος του Προέδρου στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι καθ’ όλα τυπικός. Το Σύνταγμα δεν του επιτρέπει καν να κρίνει αν υπάρχει λόγος διεξαγωγής του, ενώ δεν μπορεί βέβαια να παρέμβει και στη διατύπωση του ερωτήματος. Επομένως, η μόνη περίπτωση να αποτρέψει ο ΠτΔ τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος είναι η έσχατη επιλογή της παραίτησής του. Αν τούτο συμβεί, κάθε πολιτική δραστηριότητα αναβάλλεται μέχρι να εκλεγεί νέος ΠτΔ. Και καθώς, ως γνωστόν, τούτο απαιτεί στην πρώτη φάση 180 ψήφους το πιθανότερο είναι ότι μια παραίτηση του κ. Πρ. Παυλόπουλου θα οδηγούσε τη χώρα σε πρόωρες εθνικές εκλογές, όπως ακριβώς συνέβη προ τριμήνου. Το αν αντέχει βέβαια η χώρα νέες

Δημοψήφισμα χωρίς νόημα

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΑΚΥΡΑΚΗΣ*

Ασφαλώς δεν είναι σοβαροί όταν μιλούν για δημοψήφισμα την ώρα που πασχίζουν να βρουν χρήματα για μισθούς και συντάξεις. Αμφιβάλλω αν η κυβέρνηση εννοεί στα σοβαρά την πρόταση για δημοψήφισμα με το ερώτημα «συμβιβασμός ή όχι». Η εντύπωσή μου είναι πως δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για μια τέτοια πρόταση και μόνο ως ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που αφορά περισσότερο τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ παρά τη χώρα μπορεί να εξηγηθεί.

Αυτή προκύπτει αν αναλογιστούμε ότι, σε περίπτωση δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση υπέρ ή κατά του ερωτήματος. Υποθέτω ότι δεν φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να πει «εμένα το ίδιο μού κάνει, ας αποφασίσει ο λαός κι εγώ θα πράξω αναλόγως». Οποια θέση και να πάρει, το δημοψήφισμα αποδεικνύεται άχρηστο. Αν προκρίνει τον συμβιβασμό, τότε είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτό είναι άχρηστο, αφού το αποτέλεσμά του είναι δεδομένο. Στο «όχι» μπορεί να συμπαραταχθούν μόνον οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, της Χ.Α. και κάποιοι διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θέλει, επομένως, ιδιαίτερη σοφία για να προεξοφλήσει κανείς το αποτέλεσμα. Αρα στην περίπτωση αυτή το δημοψήφισμα όχι απλώς δεν θα χρησίμευε σε τίποτα, αλλά θα έθετε σε δοκιμασία τις αντοχές της χώρας.

Ακόμη πιο άχρηστο, όμως, θα ήταν το δημοψήφισμα αν η κυβέρνηση πρότεινε στον λαό να αποφασίσει «όχι» στον συμβιβασμό. Με το που θα πρότεινε κάτι τέτοιο, είναι φανερό ότι θα κατέρρεαν αμέσως οι τράπεζες και θα επιβάλλονταν μέτρα στην κίνηση κεφαλαίων. Με άλλα λόγια, η ρήξη θα επερχόταν πριν από οποιαδήποτε ψηφοφορία και όποιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση ούτως ή άλλως θα χρεωνόταν την κατάρρευση και αν επακολουθούσε το δημοψήφισμα, το μόνο που θα μπορούσε να της προσφέρει θα ήταν να κλονίσει ανεπανόρθωτα την εξουσία της.

Κανένα, λοιπόν, νόημα δεν έχει στις σημερινές συνθήκες το δημοψήφισμα και γι’ αυτό δεν νομίζω ότι πρόκειται να αποφασιστεί η διεξαγωγή του. Η κυβέρνηση ρίχνει την ιδέα για εσωτερική κατανάλωση. Γνωρίζει ότι υπάρχει μια μειοψηφία στον ΣΥΡΙΖΑ που επιλέγει την καταστροφή και θέλει να υπενθυμίσει ότι η λαϊκή βούληση είναι συντριπτικά αντίθετη. Οι διάφοροι, όμως, εσωκομματικοί υπολογισμοί μπορούν να εξυπηρετηθούν με ένα κομματικό δημοψήφισμα. Ας στήσουν οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ κάλπες και ας μετρήσουν πόσοι είναι από τη μια πλευρά και πόσοι από την άλλη. Ενα τέτοιο δημοψήφισμα αφενός θα είναι ανέξοδο για το κράτος, αφετέρου δεν θα αποπροσανατολίζει στέλνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις λάθος μηνύματα.

* Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ