28 Ιουνίου 2015

Θα καταφέρει η χούντα ΣΥΡΙΖΑ να διεξαγάγει αξιόπιστο δημοψήφισμα την επόμενη Κυριακή;

Το ερώτημα αυτό καλείται μεταξύ άλλων να απαντήσει το Μέγαρο Μαξίμου, από την Παρασκευή το βράδυ που το ανήγγειλε αιφνιδίως ο πρωθυπουργός.

Και τούτο όχι μόνον διότι βάσει της τελευταίας εκτίμησης που είχε κάνει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος στοιχίζει περί τα 110 εκατ. ευρώ, ποσό που πρέπει να εξευρεθεί εν μέσω της σημερινής οικονομικής ασφυξίας.

Αλλά και γιατί το σχετικό Π.Δ. (26/2012) που ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος παραπέμπει στον νόμο των εθνικών εκλογών, ο οποίος έχει δεσμευτικές προθεσμίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τη μία εβδομάδα.

Για να αντιληφθεί κανείς ότι η επιλογή του πρωθυπουργού προφανώς ελήφθη χωρίς καμία προετοιμασία, αρκεί να τονισθεί ότι –βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας– τα ψηφοδέλτια με το ερώτημα του δημοψηφίσματος θα πρέπει να τυπωθούν και να έχουν φτάσει από το υπουργείο Εσωτερικών σε όλες τις περιφέρειες τις επόμενες 48 ώρες, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αποσταλούν και οι εκλογικοί κατάλογοι που συνήθως χρειάζονται 10-15 ημέρες προ μιας εθνικής εκλογικής διαδικασίας.

Παράλληλα δε, θα πρέπει να αποσταλούν προσκλήσεις σε δικαστικούς αντιπροσώπους και εφορευτικές επιτροπές με το δικαίωμα της άρνησης για την αντικατάστασή τους, ενώ από το Σύνταγμα σαφώς υπονοείται ότι χρειάζεται να υπάρξει αναγκαίος χρόνος για την πλήρη ενημέρωση των πολιτών επί του διακυβεύματος του δημοψηφίσματος, εξ ου και ορίζεται ως μέγιστος χρόνος ένας μήνας από την προκήρυξή του.

Κατά πληροφορίες της «Κ» όταν, το πρωί του Σαββάτου, δηλαδή κατόπιν «εορτής» η κυβέρνηση συνειδητοποίησε όλες αυτές τις δυσκολίες, συγκλήθηκε έκτακτη σύσκεψη στο υπουργείο των Εσωτερικών με τη συμμετοχή μεταξύ άλλων των κ. Ν. Βούτση. Γ. Κατρούγκαλου και του αρμόδιου γραμματέα Κ. Πουλάκη και ως μόνη λύση για να παρακαμφθούν οι προθεσμίες και γενικότερα όσα ορίζονται στους σχετικούς νόμους προκρίθηκε η ιδέα τη έκδοσης μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.

Αυτή που θα κατατεθεί τη Δευτέρα στη Βουλή θα μπορούσε να λεχθεί ότι θα έχει τον χαρακτήρα της «πολιτικής επιστράτευσης».

Με απλά λόγια, θα ορίζει ότι όσοι είχαν με τον οποιονδήποτε ρόλο μετάσχει στη διεξαγωγή των εκλογών του προηγούμενου Ιανουαρίου (π.χ. ως δικαστικοί αντιπρόσωποι ή σε εφορευτικές επιτροπές) οφείλουν την προσεχή Κυριακή να παρουσιαστούν και πάλι στα ίδια εκλογικά κέντρα για να συνδράμουν στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Παράλληλα, η ΠΝΠ, θα καλέσει τα κόμματα να ενημερώσουν τον υπουργό Εσωτερικών μέχρι την Τετάρτη για τους εκπροσώπους τους που –αν θέλουν– μπορούν να στείλουν σε όλα τα εκλογικά τμήματα, καθώς ο σχετικός νόμος (4023) προβλέπει τη συγκρότηση μιας «Επιτροπής υποστήριξης» στο πρότυπο των εκλογικών αντιπροσώπων που ελέγχουν την εθνικές εκλογές.

Παρ’ όλη ωστόσο αυτήν τη βιασύνη, ακόμη και παράγοντες του υπουργείου Εσωτερικών εξέφραζαν επιφυλάξεις για το αν ο κρατικός μηχανισμός θα κατορθώσει εντέλει να φέρει εις πέρας τη διοργάνωση εθνικών εκλογών –διότι περί αυτού πρόκειται– μέσα σε μόλις μία εβδομάδα.

Προέβλεπαν ως πιθανό τις αμέσως επόμενες ημέρες να υπάρξουν και αντικειμενικά προβλήματα, που θα καταστήσουν προβληματική τη διεξαγωγή του και να βρίσκονται οι εκλογικοί κατάλογοι και τα ψηφοδέλτια στις θέσεις τους την προσεχή Κυριακή. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται ότι το Σάββατο αποφασίστηκε στους εκλογικούς καταλόγους να ενταχθούν και οι 18άρηδες που είχαν εξαιρεθεί τον προηγούμενο Ιανουάριο.

Ολα τούτα δεν περιγράφονται μόνον για να καταδείξουν τον πανικό υπό τον οποίο επελέγη από την κυβέρνηση η συγκεκριμένη διαδικασία. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ήδη από το βράδυ της Παρασκευής κορυφαίοι συνταγματολόγοι εγείρουν και ουσιαστικές ενστάσεις για τη νομιμότητα της διεξαγωγής του.

Και δεν στέκονται μόνον στο γεγονός ότι το Σύνταγμα εξαιρεί τα δημοσιονομικά θέματα από τη διενέργεια δημοψηφίσματος και ότι η κρινόμενη πρόταση των εταίρων περιλαμβάνει και τέτοια.

Αρκετοί συνταγματολόγοι περιγράφουν ακόμη και ως «πολιτικά πραξικοπηματική» την επιλογή του πρωθυπουργού να το αναγγείλει αιφνιδίως προχθές, καθώς η διαπραγμάτευση με τους εταίρους δεν είχε ολοκληρωθεί.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ