Δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς τον ιστορικό του μέλλοντος για να μάθει όλη τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν ή επακολούθησαν της συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και την Ελλάδα. Σιγά-σιγά αποκαλύπτονται από τα διεθνή ΜΜΕ.
Ο δημοσιογράφος των New York Times, Νιλ Ιρβάιν, φέρνει στο φως της δημοσιότητας μια πτυχή του δράματος που μπορεί, πλέον, να μην έχει και τόση σημασία, ωστόσο δείχνει ολοκάθαρα το μπλοκ των χωρών που είχαν ταχθεί στην αντίπερα όχθη από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, η προσωρινή έξοδος της Ελλάδας, διάρκειας πέντε ετών, που εισηγήθηκε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στους λοιπούς εταίρους, δεν ήταν το πρώτο Plan B που έπεσε στο τραπέζι και σίγουρα, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δεν ήταν ο πρώτος που άρχισε να σκέφτεται και να εξετάζει εναλλακτικά σενάρια.
Η πρώτη χώρα που πίεσε επιμόνως να εκπονηθεί ένα δεύτερο σενάριο για την Ελλάδα ήταν η Σλοβενία και σε μια προσπάθεια να πείσει τους άλλους εταίρους, οι εκπρόσωποί της έλεγαν πως η σημερινή κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν ότι οι κομμουνιστές του Τίτο στην πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία.
Ο Ιρβάιν αναφέρει πως η συγκεκριμένη πρόταση ήταν ένας διπλός θρίαμβος για τη Γερμανία, καθώς αποδείκνυε πως η ελληνική κρίση όχι μόνο δεν έχει κατευνάσει τη γερμανική πίεση για περισσότερη λιτότητα, αλλά είχε ενδυναμώσει και τη θέληση των συμμάχων της να λειτουργήσουν με ακόμη πιο σκληρό τρόπο. Από τη Λισαβόνα έως τη Λετονία, από χώρες με τη σειρά του είχαν δανειστεί έως εκείνες που είχαν βρεθεί στη θέση του δανειστή, είχε αναπτυχθεί μια κοινή γραμμή πλεύσης ενάντια στην Ελλάδα. Μεταξύ τους είχε διαμορφωθεί ένα κοινό όραμα που στηριζόταν σε πολιτικές λιτότητες και υπαγορευόταν από τους κανόνες της αγοράς.
Η Γερμανία έπεισε τους Ευρωπαίους ηγέτες να συσπειρωθούν γύρω από αυτό που το Βερολίνο είχε ονομάσει «συναίνεση» και κατ' ουσίαν ήταν ένας συνδυασμός έξυπνης μικροπολιτικής, διπλωματίας και αξιοποίησης όλων των σημάτων κινδύνου για τα καμώματα των Ελλήνων πολιτικών.
Τώρα, αρκετοί συμμετέχοντες σε αυτά τα κλειστά διαβούλια, παραδέχονται πως η νίκη της Γερμανίας ήταν πασίδηλη και ότι το σχέδιο για τη διάσωσης της Ελλάδας δεν θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία σε βραχυχρόνιο επίπεδο. Τη στιγμή, μάλιστα, που επιφανείς οικονομολόγοι και αναλυτές στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία κάνουν λόγο για λάθος συνταγή που θα διατηρήσει (εάν δεν οξύνει ακόμη περισσότερο) τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ήτοι: ύφεση, ανεργία, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οικονομική αποδόμηση και όλα αυτά μαζί θα υποσκάψουν την ευρωπαϊκή ενότητα.
Οι προσπάθειες της Γαλλίας και της Ιταλίας για μια πιο χαλαρή προσέγγιση για μεγάλο διάστημα δεν μπορούσαν να προωθηθούν, ενώ και η ελληνική στάση που ήταν άκρως επιθετική έναντι της Γερμανίας, έδινε το άλλοθι στο Βερολίνο να σκληρύνει τη στάση του. Ο ΥΠΟΙΚ της Φινλανδίας, Αλεξάντερ Στουμπ, ένας από τους πλέον σκληρούς του Eurogroup, λέει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γερμανία ήταν στη θέση του οδηγού σε αυτή την κατάσταση. Έχουν τις κατάλληλες προσωπικότητες, προβάλλουν τα οικονομικά τους δεδομένα και πηγαίνουν σε μια διαπραγμάτευση πολύ καλά προετοιμασμένοι και κυρίως αποφασισμένοι να μείνουν σταθεροί στα συμφωνηθέντα από όλους μας».
Παράλληλα, το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε έχει να επιδείξει πάρα πολλά χρόνια εμπειρίας σε συνθήκες δύσκολες και σίγουρα ξέρει να κάνει διαπραγματεύσεις. Η Μέρκελ έχει γυρίσει πολλές πρωτεύουσες, έχει συνομιλήσει με πολλούς ηγέτες (φυσικά και με τον Ομπάμα) για το ελληνικό θέμα. Ενώ, ο Σόιμπλε, πριν καν καταθέσει την πρόταση του για πενταετές time out, γνώρισε πως θα βρει την υποστήριξη πολλών χωρών. Ήταν, δε, εις γνώση του ότι η Σλοβενία, από τον περασμένο Απρίλιο, πίεζε για ένα Plan B. Γι' αυτό και τελικά το έριξε στο τραπέζι.
Κάπου εκεί μπήκε στη μέση ο Ολάντ για να διαδραματίσει το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο. Στο μεταξύ, όμως, ο Σόιμπλε είχε εφαρμόσει κατά γράμμα τον τακτικισμό του. Ξέρει πότε να κάνει επίθεση και πότε να κάνει πίσω δείχνοντας συμβιβαστική διάθεση. Αυτοί που τον γνωρίζουν καλά λένε πως στα Eurogroup ποτέ δεν θέλει να μιλάει πρώτος. Αφήνει πάντα τις μικρότερες χώρες να μιλούν πρώτες και να έρχονται στα λόγια του. Αυτός επεμβαίνει στη συνέχεια για να ενισχύσει τις θέσεις του.
Ο Μάρσελ Φράτσερ του γερμανικού Ινστιτούτου DIW, σημειώνει: «Η κ. Μέρκελ ακολούθησε μια μετριοπαθή στάση απέναντι στην Ελλάδα. Δεν θα βρεθεί πουθενά δήλωσή της που να είπε κάτι κακό για την Ελλάδα ή για τους λαϊκιστές της παρά το γεγονός ότι η γερμανική κοινή γνώμη ήταν υπέρ του Grexit». Τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που ανέβαλαν τη διακυβέρνηση της Ελλάδας έκαναν λόγο για διαχωρισμό Βορρά-Νότου και η ρητορική τους είναι ως στόχο το Βερολίνο.
Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση ποτέ δεν κατάφερε να διαμορφώσει μια συμμαχία με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, χώρες που είχαν πληγεί από την κρίση και είχαν ζητήσει βοήθεια, για δικούς τους (προφανείς) λόγους όχι μόνο δεν τάχθηκαν υπέρ της Ελλάδας, αλλά εναντιώθηκαν κιόλας. Ο Ολάντ που με τη σειρά του όταν εκλέχθηκε στην Προεδρία της Γαλλίας έκανε λόγο για τερματισμό της λιτότητας, κατάλαβε πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το επιβάλλει και ανέκρουσε πρύμναν. Έτσι, τελικά, η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε ένα σκληρό μπλοκ 18 κρατών. Ή, όπως λέει ο Χανς Βέρνερ Ζιν, «τελικά οι σχέσεις του δανειστή και του δανειζόμενου ποτέ δεν είναι καλές. Είναι όπως στους φίλους: όταν ο ένας δανείζει τον άλλον, η φιλία γίνεται έχθρα».