Στο ασυνήθιστο περιστατικό μιας ανώνυμης δωρεάς συνταξιούχου από την Βαυαρία προς τα Καλάβρυτα, ως συνεισφορά στις πολεμικές αποζημιώσεις που διεκδικεί η Ελλάδα από την Γερμανία, αναφέρεται διεξοδικά σημερινό δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας «Die Zeit».
Ο συντάκτης εξηγεί ότι σχετικό άρθρο που είχε γράψει τον περασμένο Μάρτιο, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. «Είχα προσπαθήσει να εξηγήσω ποιον ρόλο παίζει σήμερα αυτή η διαμάχη για τους ανθρώπους των δύο χωρών. Υπήρξε αντικειμενική κριτική και έπαινος, υπήρξαν ύβρεις και συναισθηματική συγκατάθεση, υπήρξαν εκατοντάδες επιστολές», αναφέρει ο δημοσιογράφος και προσθέτει ότι μεταξύ αυτών ήταν και ένας φάκελος χωρίς παραλήπτη, ο οποίος περιείχε σύντομη ανώνυμη επιστολή - «με φίνο γραφικό χαρακτήρα» - και δύο - «ατσαλάκωτα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συντάκτης - χαρτονομίσματα των 500 ευρώ.
«Αγαπητέ κύριε Ζαχαράκη, διάβασα το συγκινητικό σας άρθρο ‘Άκου, θείε Χανς’ και θα ήθελα να συνεισφέρω στην ελληνογερμανική συμφιλίωση. Σας παρακαλώ να φροντίσετε να φθάσει το συνημμένο χρηματικό ποσό στους κατοίκους της πόλης των Καλαβρύτων. Με φιλικούς χαιρετισμούς, ένας συνταξιούχος από την Βαυαρία», έγραφε ο ανώνυμος αποστολέας. Ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε: «Ένας προφανώς ηλικιωμένος κύριος - σε αυτό συνηγορούσε και ο γραφικός χαρακτήρας - ήθελε με αυτό τον τρόπο να βοηθήσει προσωπικά να διευθετηθεί η διαμάχη για πολεμικές αποζημιώσεις. Ποια κίνητρα είχε; Για αυτό μπορεί κανείς μόνο να κάνει υποθέσεις», εξηγεί και προσθέτει ότι η εφημερίδα θεώρησε αυτονόητο ότι τα χρήματα έπρεπε να φτάσουν στην Ελλάδα, αλλά αυτό ακουγόταν πιο απλό από ό,τι ήταν.
Ο κ. Ζαχαράκης απευθύνθηκε στο Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, το οποίο είχε επισκεφθεί κατά την διάρκεια των ερευνών του. «Το Μουσείο δίνει μαρτυρίες για τις αποτρόπαιες πράξεις των γερμανικών δυνάμεων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή. Τα Καλάβρυτα είναι και ένας τόπος της συμφιλίωσης - και το μουσείο ένας πολιτιστικός χώρος, ο οποίος προωθεί, π.χ. μέσω ανταλλαγών μαθητών, τον διάλογο μεταξύ των δύο εθνών. Θεωρήσαμε το Μουσείο ως τον σωστό παραλήπτη της δωρεάς του άγνωστου συνταξιούχου», συνεχίζει ο συντάκτης και εξιστορεί ότι δεν αποδείχθηκε εύκολο να επικοινωνήσει με κάποιον αρμόδιο.
Ο συντάκτης εξηγεί ότι σχετικό άρθρο που είχε γράψει τον περασμένο Μάρτιο, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. «Είχα προσπαθήσει να εξηγήσω ποιον ρόλο παίζει σήμερα αυτή η διαμάχη για τους ανθρώπους των δύο χωρών. Υπήρξε αντικειμενική κριτική και έπαινος, υπήρξαν ύβρεις και συναισθηματική συγκατάθεση, υπήρξαν εκατοντάδες επιστολές», αναφέρει ο δημοσιογράφος και προσθέτει ότι μεταξύ αυτών ήταν και ένας φάκελος χωρίς παραλήπτη, ο οποίος περιείχε σύντομη ανώνυμη επιστολή - «με φίνο γραφικό χαρακτήρα» - και δύο - «ατσαλάκωτα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συντάκτης - χαρτονομίσματα των 500 ευρώ.
«Αγαπητέ κύριε Ζαχαράκη, διάβασα το συγκινητικό σας άρθρο ‘Άκου, θείε Χανς’ και θα ήθελα να συνεισφέρω στην ελληνογερμανική συμφιλίωση. Σας παρακαλώ να φροντίσετε να φθάσει το συνημμένο χρηματικό ποσό στους κατοίκους της πόλης των Καλαβρύτων. Με φιλικούς χαιρετισμούς, ένας συνταξιούχος από την Βαυαρία», έγραφε ο ανώνυμος αποστολέας. Ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε: «Ένας προφανώς ηλικιωμένος κύριος - σε αυτό συνηγορούσε και ο γραφικός χαρακτήρας - ήθελε με αυτό τον τρόπο να βοηθήσει προσωπικά να διευθετηθεί η διαμάχη για πολεμικές αποζημιώσεις. Ποια κίνητρα είχε; Για αυτό μπορεί κανείς μόνο να κάνει υποθέσεις», εξηγεί και προσθέτει ότι η εφημερίδα θεώρησε αυτονόητο ότι τα χρήματα έπρεπε να φτάσουν στην Ελλάδα, αλλά αυτό ακουγόταν πιο απλό από ό,τι ήταν.
Ο κ. Ζαχαράκης απευθύνθηκε στο Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, το οποίο είχε επισκεφθεί κατά την διάρκεια των ερευνών του. «Το Μουσείο δίνει μαρτυρίες για τις αποτρόπαιες πράξεις των γερμανικών δυνάμεων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή. Τα Καλάβρυτα είναι και ένας τόπος της συμφιλίωσης - και το μουσείο ένας πολιτιστικός χώρος, ο οποίος προωθεί, π.χ. μέσω ανταλλαγών μαθητών, τον διάλογο μεταξύ των δύο εθνών. Θεωρήσαμε το Μουσείο ως τον σωστό παραλήπτη της δωρεάς του άγνωστου συνταξιούχου», συνεχίζει ο συντάκτης και εξιστορεί ότι δεν αποδείχθηκε εύκολο να επικοινωνήσει με κάποιον αρμόδιο.