Εξοχο το πρόσφατο παράδειγμα του υπουργού Μεταφορών, που είπε ότι η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου κατά 0,20 λεπτά του ευρώ «δεν είναι αύξηση του εισιτηρίου, γιατί η αύξηση είναι του ΦΠΑ». Ηθελε μάλλον να πει ότι δεν είναι αύξηση του κομίστρου, αλλά δεν τους βοηθούν ούτε τα ελληνικά τους. Ανεξαρτήτως όμως του τι ήθελε να πει και τι κατάφερε να πει, το ουσιώδες ζήτημα είναι πως τολμά και εκστομίζει μια τόσο ανόητη δικαιολογία. Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, τι γνώμη πρέπει να έχει για τη νοημοσύνη των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται. Είναι το είδος της δικαιολογίας που θα περίμενες από ένα δύστροπο και όχι ιδιαίτερα έξυπνο παιδάκι.
Υπέροχος και ο Βερναρδάκης, που του ξέφυγε από μικροφώνου ένα κατηγορητήριο για τον Μαρινάκη και ύστερα έλεγε ότι ποτέ δεν τα είπε και ότι τα βίντεο της ομιλίας είναι προϊόν συρραφής. Παρόμοιας κατηγορίας δικαιολογίες με την προηγούμενη περίπτωση. Δεν μπορώ να πω, βέβαια, ποιο από τα δύο παιδάκια είναι το εξυπνότερο, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα ταιριάξουν. Τέλος, για τον ράπερ Σχοινά-Παπαδόπουλο, ίσως περιττεύει να πούμε ότι ο χείμαρρος πληγωμένου αριστερού λυρισμού, με τον οποίο δικαιολόγησε διορισμούς συγγενών του ως μετακλητών, δεν ήταν πάρα μια παραλλαγή της κλασικής δικαιολογίας του αδιάβαστου μαθητή στην τάξη που επικαλείται τον αιφνίδιο θάνατο της γιαγιάς του.
Συναφής με την άκαιρη παιδικότητα είναι και η εντυπωσιακή άνεση στην αποδοχή της αντίφασης. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα μεγάλο ζόρι για να εξηγήσουν κάπως τις αντιφάσεις τους· απλώς τις έχουν και δεν τους κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν τρέχει τίποτα, λόγου χάρη, αν τη μια μέρα το ΤΑΙΠΕΔ αποδέχεται την προσφορά της Cosco για το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών του ΟΛΠ και, την άλλη μέρα, ο υπουργός Ναυτιλίας διατρανώνει στην κομματική εφημερίδα ότι «δεν ξεπουλάει το λιμάνι». Απολύτως φυσιολογικό, επίσης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διαδηλώνει κατά του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση – το είδαμε ξανά, άλλωστε.
Συνεπής με αυτό το πνεύμα είναι και η ευκολία με την οποία υιοθετούν υπέρ του εαυτού τους ένα σύστημα διπλών μέτρων και σταθμών σε ζητήματα ηθικής. Κορυφαίο το παράδειγμα της κυβερνητικής εκπροσώπου, η οποία, με αφορμή δημόσιους προπηλακισμούς εις βάρος εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει ότι τα φαινόμενα αυτά είναι «πρωτοφανή» και μάλιστα κρούει νοερώς και τον κώδωνα του κινδύνου! (Πράγματι, της ταίριαζε εκείνο το ζεϊμπέκικο που χόρεψε: γεννήθηκε για την καταστροφή...). Ουσιαστικά, η κυβερνητική εκπρόσωπος δικαιώνει πέρα ώς πέρα με την αφέλειά της όσους κατήγγελλαν την υποκριτική ηθική της Αριστεράς στο θέμα της βίας: ότι δηλαδή η βία «με προοδευτικό πρόσημο», όπως θα έλεγε ο κυρ-Φώτης ο Κουβέλης σε στιγμές οίστρου, δηλαδή η βία εις βάρος δεξιών, δεν είναι βία γιατί έχει καλό σκοπό, ενώ η βία εις βάρος αριστερών είναι φαινόμενο αισχρό και απαράδεκτο.
Ολη αυτή η περίεργη «παιδικότητα», που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει θέση σε μια κυβέρνηση, είναι η συνέπεια της πρόσκρουσης του ψεύτικου κόσμου της Αριστεράς με τον αληθινό. Ολοι αυτοί οι θαυμάσιοι άνθρωποι του brave new world της Αριστεράς, που μας εντυπωσιάζουν τώρα με την αθωότητά τους, είχαν καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να αναπτυχθούν μέσα στο προστατευμένο περιβάλλον της Αριστεράς, όσο πιο μακριά ήταν δυνατόν από τις προκλήσεις της πραγματικότητας. Είναι πολύ φυσικό να δυσκολεύονται ακόμη και στα στοιχειώδη. Για τη Σοβιετική Ενωση, λένε κάποιοι ιστορικοί, η αρχή του τέλους έγινε με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς μέχρι τότε ήταν μια περίκλειστη, εσωστρεφής χώρα. Ισως να είναι το ίδιο και για την ελληνική Αριστερά η πρώτη φορά της στην κυβέρνηση...
Τελειότης!
Στην αξιολόγηση αργούν – υποτίθεται ότι αυτή θα είχε κλείσει ήδη από τον Νοέμβριο. Στις ιδιωτικοποιήσεις κωλυσιεργούν και πολύ συχνά διαφωνούν μεταξύ τους ανοικτά. Στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων δεν γίνεται το παραμικρό – έσοδα που τα νομοθέτησαν και τα περιέλαβαν στους στόχους δεν εισπράττονται. Εμένα όλο αυτό μου θυμίζει τις αρχές των μνημονιακών κυβερνήσεων, αλλά με δύο μεγάλες διαφορές: οι ικανότητές τους είναι κατά πολύ κατώτερες, το δε κόστος της χρονοτριβής τεράστιο.
Επειτα από ένα χρόνο με κανονική Αριστερά στην κυβέρνηση, συνειδητοποιώ, λοιπόν, ότι όλο αυτό το διάστημα ήταν ένα επεισόδιο στη ρουτίνα του Σίσυφου και τίποτε περισσότερο.
Πόσο ταιριαστό, επομένως, να επιστρέφει από το πουθενά η φωνή* του κυρ-Φώτη του Κουβέλη μας! Νόμιζα –και έσφαλα προφανώς– ότι είχε περάσει στην αθανασία ως το αιώνιο σύμβολο του υπναλέου λυρισμού και της στομφώδους αναποφασιστικότητας. Να, όμως, που είδε τον πρωθυπουργό στο Μαξίμου. Διαπίστωσε μάλιστα ότι έχουν έλθει πιο κοντά και διέγνωσε τη διαμόρφωση «ενός πόλου που θα υποστηρίζει και θα προωθεί ένα πολιτικό περιεχόμενο κατά το μάλλον ή ήττον με προοδευτικό πρόσημο». Τέτοιος θόρυβος με τις λέξεις για να κρύψει το τίποτα...
*: Μιλώ συγκεκριμένα για τη φωνή του κυρ-Φώτη, γιατί αν δεν τον δω κιόλας, δεν θα πιστέψω ότι αναστήθηκε.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ