Ο Γιούνκερ χαρακτηρίζει παράλογη και αντισυνταγματική την απαίτηση για λήψη προληπτικών μέτρων 3,6 δισ. ευρώ, την ώρα που ο Κλάους Ρέγκλινγκ υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει καν πρόοδος, που να δικαιολογεί τη σύγκληση Eurogroup
Αίσθηση και ερωτηματικά προκαλεί η διγλωσσία, με την οποία αντιμετωπίζουν την ελληνική κυβέρνηση οι παράγοντες των Βρυξελλών, που έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση. Ως προς αυτή την αντίφαση, πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι η στάση των επικεφαλής της Κομισιόν και του ESM, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και Κλάους Ρέγκλινγκ, αντίστοιχα.
Την ώρα, λοιπόν, που ο Ντόναλντ Τουσκ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «έκλειναν την πόρτα» στο αίτημα Τσίπρα για διεξαγωγή έκτακτης Συνόδου Κορυφής της ευρωζώνης, μετά την αναβολή του έκτακτου Eurogroup της Μεγάλης Πέμπτης, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επιχειρώντας να λειτουργήσει ως συναινετική-συμβιβαστική φωνή και να... υπερασπιστεί τη «φιλελληνική» του τιμή, χαρακτήρισε «παράλογη» και «σαφώς αντισυνταγματική» την απαίτηση των θεσμών για νομοθέτηση προληπτικών μέτρων από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το πρακτορείο ΜΝΙ, που επικαλείται καλά πληροφορημένες πηγές, ο κ. Γιούνκερ εξέφρασε τις παραπάνω απόψεις κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Κολεγίου των Επιτρόπων και, αφού ενημερώθηκε, για τις εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα.
Υποστήριξε, μάλιστα, ότι «καμία δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή ανά τον κόσμο δεν μπορεί να δεχθεί να νομοθετήσει εκ των προτέρων (ex ante) μέτρα, τα οποία μπορεί, αλλά μπορεί και όχι, να εφαρμοστούν αργότερα».
Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε ιδιαίτερα ενοχλημένος από την εμμονή της Γερμανίας, κατά κύριο λόγο, να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, δηλώνοντας ότι «το Ταμείο και στο παρελθόν έχει επιτεθεί στην ευρωζώνη. Η παρουσία του απλά αδυνατίζει την ισχύ της ευρωζώνης».
Νωρίτερα, ωστόσο, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, είχε υπογραμμίσει ότι, στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με την Τρόικα, δεν υπάρχει καν πρόοδος, που να δικαιολογεί τη διεξαγωγή Eurogroup.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι τα εφεδρικά μέτρα των 3,6 δισ. ευρώ θα ισχύσουν, μόνο εάν υπερισχύσουν οι πιο πεσιμιστικές προβλέψεις του ΔΝΤ. «Εάν αποδειχθούν σωστές οι προβλέψεις της Κομισιόν -τις οποίες και υποστηρίζω- τότε τα μέτρα-"κάβα" δεν θα χρειαστούν. Κανείς δεν θα πρέπει να πει πως είναι σίγουρος για τις προβλέψεις του» είπε χαρακτηριστικά.
«Eίμαι πεπεισμένος πως το ΔΝΤ θα μπει στο πρόγραμμα. Ξεκινήσαμε τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, έχουμε ήδη δώσει το 1/4 του προγράμματος, το προσωπικό του ΔΝΤ έχει παραστεί σε όλες τις συναντήσεις σε Αθήνα και Βρυξέλλες, οπότε είναι γνώστες του τι γίνεται» προσέθεσε.
Συνέχισε, δε, υπογραμμίζοντας πως η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις και να φτάσει στους στόχους που συμφωνήθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό.
Ο ίδιος τόνισε πως ο ΕSM πράττει ακριβώς το ίδιο με το ΔΝΤ, αφού δεν θα υπάρξουν εκταμιεύσεις εάν δεν πληρούνται οι όροι, ενώ εκτίμησε πως η ελληνική πλευρά φαίνεται πως έχει χαλαρώσει ως προς την επίτευξη των στόχων αυτών.
Στον... κόσμο του, την ίδια ώρα, βρισκόταν ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, επιμένοντας πως «η θέση της Επιτροπής είναι ότι μπορεί να βρεθεί συμφωνία στα ανοιχτά ζητήματα» και ότι απομένει αρκετή δουλειά, αλλά «έχει γίνει σημαντική πρόοδος».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι πρέπει να γίνει «κάθε προσπάθεια για να αποφευχθεί μια νέα πιθανή κρίση» και εξέφρασε την ελπίδα του για την εξεύρεση συμφωνίας.
Αναζητώντας κανείς να ερμηνεύσει τη διγλωσσία των Βρυξελλών, μπορεί να επιχειρηματολογήσει, επισημαίνοντας ότι ο κ. Ρέγκλινγκ απηχεί κατά βάση τις γερμανικές θέσεις, καθώς το Βερολίνο έχει πάντα τον πρώτο λόγο στο ελληνικό πρόγραμμα και, φυσικά, βάζει και τα λεφτά. Από την άλλη, ο κ. Γιούνκερ, όντας ο πρώτος στην ιστορία εκλεγμένος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επιχειρεί να «γεφυρώσει» το χάσμα και να εμφανιστεί ως η φωνή που εκφράζει τους λαούς της Ευρώπης -και δη, τη φωνή του ελληνικού λαού.
Σε κάθε περίπτωση, όπως παρατηρεί σε δημοσιεύμά του το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το ζήτημα καταλήγει σε ένα σαφές δίλημμα: είτε θα δεχτούν οι δανειστές την πρόταση Τσίπρα για αυτόματες περικοπές 10% στις κυβερνητικές δαπάνες, αν η ελληνική οικονομία δεν πετύχει τους στόχους της, είτε θα επιμείνουν σε ποσοτικοποίηση της πρότασης αυτής και στη λήψη των μέτρων-«κάβα» των 3,6 δισ. ευρώ...