10 Ιουνίου 2016

Ο κ. Τσίπρας –εν πολιτική αμηχανία– επανέφερε τη διαχωριστική γραμμή παλιού και νέου

του Γιάννη Σιδέρη

Η φυγή προς τα μπρος είναι η συνήθης τακτική όλων των κομμάτων όταν βρίσκονται στο λαβύρινθο μιας δύσκολης πραγματικότητας.
Οπαδός των τομών και των ρήξεων, ενίοτε άνευ λόγου και άνευ αντικειμένου, ο πρωθυπουργός χθες το βράδυ, στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ για μια ακόμη φορά έκανε ένεση ηθικού και κήρυξε τη μάχη «με το παλιό», στο οποίο ωστόσο αδυνατεί κάποιος να ανιχνεύσει διαφορές μες το νέο, παρά μόνο στο επίπεδο των βερμπαλιστικών διακηρύξεων.
Ο κ. Τσίπρας, μιλώντας στην Π.Γ. του κόμματος, παρουσία και των υπουργών Βερναρδάκη, αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών και Διοικητής Ανασυγκρότησης, αρμόδιου για θέματα Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κατρούγκαλου, υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και Κουρουμπλή, υπουργού Εσωτερικών, έθεσε χρονικό όριο το 2021, καθώς «με ορίζοντα αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε μια πλατιά διαδικασία διαλόγου με στόχο ένα νέο Σύνταγμα, το Σύνταγμα της Ελλάδας του 2021».




Εδώ είναι πρόθεση μέλλοντος, δεν υπάρχουν πεπραγμένα, άρα δεν μπορεί να ασκηθεί κριτική. Πολιτική επίγνωση υπάρχει μόνο ότι ο πρωθυπουργός ξεκινάει με τυμπανοκρουσίες και συμβολισμούς (24 Ιουλίου, ημέρα δημοκρατίας) τις σχετικές διαδικασίες, προκειμένου οι εντυπώσεις να επισκιάσουν την επαχθή πραγματικότητα.

Παρόλα αυτά, και ως πρόθεση μέλλοντος, δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αν αναλογιστεί κανείς τον θόρυβο του παρόντος, με τις δηλώσεις της Κυβερνητικής Εκπροσώπου, Όλγας Γεροβασίλη, περί δημοψηφίσματος και οι οποίες ήταν μάλλον τροχιοδεικτικές βολές για να ανιχνεύσουν αντιδράσεις, παρά λεκτικές αστοχίες, επειδή «η ίδια είναι γιατρός και όχι συνταγματολόγος».

Η κυβέρνηση πλέον έχει ηλικία…
Κριτική ωστόσο μπορεί να γίνει στο υπαρκτό έργο της κυβέρνησης σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς Τσίπρα:

Στην ίδια συνεδρίαση, τη δεύτερη σε λίγες μέρες όπου παρέστη, υπογράμμισε πως «οι εκλογές του περασμένου Γενάρη ήταν μεγάλη τομή, αναδεικνύοντας την επιθυμία του μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού να γυρίσουμε σελίδα»! Πρόσθεσε ότι ο λαός «μας έδωσε εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης».

Αν κρίνουμε από το τελικό αποτέλεσμα, της «σκληρής διαπραγμάτευσης», μάλλον πικρό γέλωτα προκαλούν οι διαβεβαιώσεις. Η λαϊκή εντολή βάλτωσε στην κυβερνητική διαπραγματευτική αποτυχία. Τα ίδια και τον Σεπτέμβρη, καθώς, όπως είπε: «τον Σεπτέμβρη οι πολίτες έδωσαν εκ νέου εντολή να τελειώνουμε με το παλιό»!

Εδώ να κάνουμε ένα flash back και να υπενθυμίσουμε ότι στα τέλη Αυγούστου, και ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, σε μια παρόμοια συνεδρίαση της Π.Γ. ο κ. Τσίπρα αλλιώς είχε προσδιορίσει την εκλογική διαμάχη και τα διακυβεύματά της, και όχι σε διαμάχη παλιού και νέου. Είχε υποστηρίξει τότε: «Η διαπραγμάτευση για το χρέος, τα ισοδύναμα μέτρα, το αγροτικό, η προστασία της πρώτης κατοικίας, τα “κόκκινα” δάνεια, οι εργασιακές σχέσεις θα είναι τα ανοιχτά ζητήματα επί των οποίων θα αναμετρηθούν τα κόμματα στην προεκλογική περίοδο».

Όντως οι εκλογές έγιναν επί αυτών των διακυβευμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές, αλλά έχασε κατά κράτος στη συνέχεια, όπως κατέδειξε προσφάτως και η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, δίνοντας στους θεσμούς όλα αυτά επί των οποίων πήρε λαϊκή εντολή να υπερασπιστεί.

Ιστορική τομή χαρακτήρισε επίσης το δημοψήφισμα του Ιούλη, «που κατέγραψε την επιθυμία του λαού για μια μεγάλη αλλαγή και τομή με το παλιό». Δεν επεξήγησε ποια ακριβώς ήταν η διαχωριστική γραμμή του δημοψηφίσματος ανάμεσα σε παλιό και νέο, όταν ο λαός –απλώς και μόνον– εκλήθη να αποδεχτεί ή όχι μια συγκεκριμένη πρόταση των δανειστών, η οποία μάλιστα είχε ήδη αποσυρθεί. Πότε τέθηκε στο δημοψήφισμα η διάσταση του παλιού και του νέου, την οποία διείδε και ερμήνευσε ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του, αλλά κανείς άλλος;

Απλώς, το μέγαρο Μαξίμου, εν τη πενία του να παρουσιάσει εμφανείς επιτυχίες, τόσο στη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς, όσο και στη διαχείριση της καθημερινότητας, δημιουργεί ένα φαντασιακό φράγμα μεταξύ του παλιού και του νέου, τοποθετεί εαυτόν στο νέο και νομίζει πως καθάρισε!


Δυστυχώς για την κυβερνητική προσπάθεια, το όλον της κυβερνητικής θητείας δεν έχει να επιδείξει ένα στυλ διακυβέρνησης, έναν αέρα νεοτερικότητας και περαιτέρω δημοκρατικότητας, που να δικαιολογεί την τοποθέτηση στο «νέο».

ΥΓ: Εντυπωσιακό είναι ότι τα μέλη της Πολιτικής Γραμματεία, σύμφωνα με πληροφορίες μας, αναλώθηκαν σε ανώδυνες ερωτήσεις, χωρίς να αντιτάξουν ότι οι μάχες στις οποίες αναφέρθηκε, είχαν συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, οι οποίοι δεν ευοδώθηκαν, και δεν ήταν μια γενικόλογη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ παλιού και νέου.