20 Ιουλίου 2016

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Κόψτε τις ανοησίες για «κόκκινες γραμμές» και pls Μην διαπραγματεύεστε άλλο

Οι συντάκτες της έκθεσης υποδεικνύουν ότι η επιτυχία του τρίτου Μνημονίου είναι μονόδρομος για την ανάπτυξη - «Υψηλός και μη ρεαλιστικός» ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% - Τι γράφουν για το συνταξιοδοτικό σύστημα

Στη δημοσιότητα έδωσε το μεσημέρι της Τετάρτης το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή την έκθεσή του για την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής οικονομίας, που τίθενται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια Στρατηγικής.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης (Απρίλιος-Ιούνιος 2016) το τρίτο Μνημόνιο «πρέπει να πετύχει», γιατί «δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη» και προειδοποιούν πως ο «κίνδυνος αποτυχίας δεν έχει εξαλειφθεί».

Σύμφωνα με το  Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το έργο της προσαρμογής δεν έχει τελειώσει, γιατί «εκκρεμούν κρίσιμες αποφάσεις για τους επόμενους μήνες ως την αξιολόγηση του Νοεμβρίου 2016. Όμως, η συμφωνία αποτελεί ένα βήμα στην πορεία επιστροφής στην ομαλότητα και, αν εφαρμοσθεί με συνέπεια, θα ανοίξει προοπτικές ανάκαμψης».

Οι συντάκτες της έκθεσης, ωστόσο, μόνο αισιόδοξοι για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν είναι, καθώς διατυπώνουν την ανησυχία τους για την σκοπιμότητα και τις πιθανότητες επιτυχίας των μέτρων, που ψήφισε πριν από ενάμιση μήνα η κυβέρνηση.

Παρότι εξαρχής οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης τονίζουν πως «δεν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για την ανάπτυξη από την εφαρμογή του νέου Μνημονίου», τονίζεται ότι, «σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανάκαμψη δεν είναι ορατή».

Αντιθέτως, όπως υπογραμμίζεται, «η ύφεση βαθαίνει με ανησυχητικές ενδείξεις», καθώς «το 1ο τρίμηνο του 2016 αποτελεί το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, όπου η ελληνική οικονομία καταγράφει αρνητικό ρυθμό».

Όπως γράφει το newmoney.gr, μάλιστα. τονίζεται ότι «πριν την υφεσιακή υποτροπή από το 3ο τρίμηνο του 2015, η ελληνική οικονομία είχε καταγράψει για έξι συνεχόμενα τρίμηνα θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης».

Χαρακτηρίζουν έτσι «υψηλό και μη ρεαλιστικό» τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018, «ο οποίος μάλιστα πρέπει να επιτευχθεί μέσω βαρύτατων φορολογικών μέτρων».

Διαβλέπουν όμως και τον κίνδυνο για νέες αλλαγές στο ασφαλιστικό και προειδοποιούν και για περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «όσο η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σε υψηλά επίπεδα, δεν μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα του συστήματος».

Και ναι μεν η νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση προβλέπει μείωση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων το 2019 στο 8,50% ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 9,03% με το βασικό σενάριο), «εάν όμως τα ελλείμματα δεν καλυφθούν, αυτό συνεπάγεται νέες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις» τονίζεται.

Ιδιαίτερα επικριτική είναι όμως η έκθεση και για τα φορολογικά μέτρα τα οποία επέλεξε, αντί άλλων που συζητούνταν, η κυβέρνηση.

«Μην διαπραγματεύεστε άλλο»

Ουσιαστικά, το Γραφείο καλεί την κυβέρνηση να εγκαταλείψει κάθε «κόκκινη γραμμή» εν όψει της διαπραγμάτευσης που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο για τα εργασιακά, υποστηρίζοντας ότι «το τρίτο Μνημόνιο πρέπει να πετύχει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη».

Η έκθεση του Γραφείου για το τρίμηνο Απρίλιος-Ιούνιος 2016 προειδοποιεί ότι «η επανάληψη δηλώσεων για ασαφείς γραμμές που η ελληνική πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να υπερβεί («κόκκινες γραμμές») και η επίκληση αμήχανων κοινωνικών εταίρων μπορεί να προκαλέσει τον Σεπτέμβριο νέες αβεβαιότητες και να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση της απασχόλησης», ενώ οι συντάκτες της επισημαίνουν ότι «δεν συμμεριζόμαστε τις ανεπιφύλακτες προσδοκίες ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν» και πως «σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανάκαμψη δεν είναι ορατή».

Όπως προκύπτει, τα συγκεκριμένα συμπεράσματα των συντακτών έρχονται σε σύγκρουση με τις προαναγγελίες του υπουργού Εργασίας, Γιώργου Κατρούγκαλου, που έχει αναφέρει ότι η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και αλλαγές στο πλαίσιο για τις απεργίες.

Πέραν αυτών, οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι οι πρόσφατες αυξήσεις στη φορολογία υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και απομειώνουν περαιτέρω την καταναλωτική δύναμη των πολιτών.

Μεταξύ άλλων διαπιστώνεται ότι:

- η αύξηση της φορολογίας σε περιβάλλον ύφεσης, πέραν των ιδιαίτερα υφεσιακών επιπτώσεων, θέτει σε αμφιβολία την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, τροφοδοτώντας με τον τρόπο αυτόν ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας

- οι εκτεταμένες αυξήσεις φόρων και εισφορών δεν βοηθούν την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, τόσο ως προς την αύξηση των εξαγωγών, όσο και ως προς την προσέλκυση νέων επενδύσεων στη χώρα.

- η εξέλιξη των τραπεζικών καταθέσεων αποτελεί ενδεικτικό μέτρο για την εμπιστοσύνη σε μια οικονομία και η διαμόρφωσή τους σε επίπεδο μόλις € 871 εκατ. πάνω από το χαμηλό 13 ετών (Ιούλιος 2015) αναδεικνύει την πολύ βραδύτερη του αναμενομένου αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη δυσκολία άρσης της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία όπως και τα αντικίνητρα για την επιστροφή των καταθέσεων που δημιουργούν οι περιορισμοί, στερώντας από το τραπεζικό σύστημα πολύτιμη ρευστότητα και μεταθέτοντας ουσιαστικά τις παρεμβάσεις σχετικά με την ουσιαστική χαλάρωση των περιορισμών. Σε αυτό το περιβάλλον, η χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα υποχώρησε κατά 2% το Μάιο, κατά 1,9% τον Απρίλιο και κατά 2,1% το Μάρτιο σε ετήσια βάση.

- Στο υφεσιακό αυτό περιβάλλον, εξακολουθούν να αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς το δημόσιο στο πρώτο τετράμηνο του 2016 εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων φορολογικών μέτρων

- Οποιαδήποτε νέα φορολογική επιβάρυνση όπως αυτές που θεσπίστηκαν με το νόμο 4389/2016 δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη αποτελεσματικότητά της καθώς η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει ήδη εξαντληθεί.

- Με τη θέσπιση και των νέων φορολογικών επιβαρύνσεων στους έμμεσους και άμεσους φόρους οι φορολογούμενοι καλούνται στην ουσία να μειώσουν την καταναλωτική τους δαπάνη προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις παλιές και νέες τους υποχρεώσεις ενώ τα κίνητρα για φοροδιαφυγή αυξάνονται.

- Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης αναπόφευκτα θα δυσχεράνει την επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης και συνεπώς την επίτευξη των ιδιαίτερα φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων ενώ αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο. Την περίοδο 2010-15, παρά τις συνεχείς αυξήσεις των φόρων, τα έσοδα του κράτους από τους έμμεσους φόρους μειώθηκαν κατά 24%, και τα έσοδα από τους άμεσους φόρους μειώθηκαν κατά 5,24%. Το 2015 σε σχέση με το 2014 τα συνολικά φορολογικά έσοδα μειώθηκαν κατά € 1,7 δισ.

- Η ελληνική οικονομία, χωρίς να λυθεί το πρόβλημα του χρέους και χωρίς τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα, απέχει πολύ μακριά από μια καλή ισορροπία. Συνεπώς η ενεργοποίηση του μηχανισμού δεν θα βοηθήσει προς τη κατεύθυνση αυτή, αλλά θα λειτουργήσει στρεβλωτικά

-  Το συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει μη βιώσιμο παρά την δημοσιονομική προσαρμογή των € 3,5 δισ. έως και το 2019. Οι μειώσεις στις συντάξεις είναι μεγάλες όπως και οι αυξήσεις των εισφορών των ασφαλισμένων που θεωρούμε ότι θα είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις. Η εισπραξιμότητα των ταμείων θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα.

-  Οι ελληνικές προσδοκίες για ονομαστική μείωση του χρέους διαψεύστηκαν – αν και στην πραγματικότητα ήταν κάτι το οποίο είχε καθορισθεί από την συμφωνία που είχε προηγηθεί στις 9 Μαΐου, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «ονομαστικό κούρεμα του χρέους αποκλείεται» (σύμφωνα με τις επιταγές και το νομικό πλαίσιο της ΕΕ). Ακόμα όμως και στη βάση αυτή, και παρά τα σκληρά μέτρα που προβλέπονται στην συμφωνία, η Ελλάδα αφενός εξασφαλίζει την χρηματοδότησή της και γίνονται κάποιες κινήσεις για ελάφρυνση χρέους (αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για μελλοντικό «κούρεμα») και αφετέρου -και πιο σημαντικό- μειώνεται σημαντικά η πολιτική αβεβαιότητα και επομένως τίθενται οι βάσεις για να μπει η οικονομία σε μια φάση ομαλοποίησης αποφεύγοντας αρνητικές εξελίξεις αντίστοιχες με του προηγούμενου καλοκαιριού (κλείσιμο τραπεζών, εισαγωγή κεφαλαιακών ελέγχων). Επίσης, δίνονται λύσεις σε ζητήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία για χρόνια και αποτελούν τροχοπέδη για την οικονομική ανάκαμψη.

«Η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη»

Οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι «παρά τη δέσμευση του πυρήνα της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι συγκλίνουν προς αυτό τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αφού δεν προτείνουν την καταγγελία του, αλλά την καλύτερη εφαρμογή του, ενώ η κοινή γνώμη εξακολουθεί να στηρίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη».

Εξηγούν, δε, ότι «δεν συμμεριζόμαστε την ανεπιφύλακτη προσδοκία ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι, για τους εξής λόγους:

(α) Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η ανάκαμψη δεν είναι ορατή. Οι συνιστώσες του ΑΕΠ, κατανάλωση, εξαγωγές και οι επενδύσεις βρίσκονται το πρώτο εξάμηνο 2016 σε καθοδική πορεία. Δεν υπάρχει δείκτης που να επιτρέπει αισιοδοξία, κατ’ αρχάς για τους επόμενους μήνες. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι μάλιστα η μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών το πρώτο τρίμηνο 2016 κατά 11,7% σε ετήσια βάση. Άλλοι δείκτες δείχνουν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι τουλάχιστον βραδύτερη της αναμενόμενης: Η δυσκολία ουσιαστικής ανάκαμψης των τραπεζικών καταθέσεων η υποχώρηση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, η πτώση της παραγωγικότητας, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο κ.ά., σε συνδυασμό και με τα ανησυχητικά μηνύματα από τον τουρισμό. Αλλά και στο μικροεπίπεδο υπάρχουν δυσοίωνα σημάδια: χρεοκόπησαν μεγάλες εταιρείες, πολλές από τις οποίες άνθισαν στο παρελθόν υπό κρατική προστασία και οιωνεί προστασία. Ταυτόχρονα κλείνουν χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις (κλείνουν περισσότερες από όσες ανοίγουν) ενώ άλλες μεταναστεύουν σε γειτονικές χώρες για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία και τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητά τους. Την εικόνα συμπληρώνει η έξοδος στο εξωτερικό χιλιάδων ειδικευμένων εργαζομένων, κυρίως νέων, ανέργων ή απλά απογοητευμένων από τις προοπτικές. Διαφαίνεται καθαρά ο κίνδυνος να μην ανακάμψει η οικονομία, αλλά να παγιδευτεί σε μια κατάσταση στασιμότητας. Οι προοπτικές είναι τουλάχιστον ασαφείς και μεσοπρόθεσμα. Οι έλεγχοι κεφαλαίων που λειτουργούν ανασχετικά στην οικονομία μάλλον θα αρθούν πλήρως αργότερα από όσο έλπιζε η κυβέρνηση μεταξύ άλλων και λόγω της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος («κόκκινα δάνεια» και δυσκολία ουσιαστικής ανάκαμψης των καταθέσεων λόγω γενικότερης αβεβαιό τητας). Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε τα δυσμενή ποιοτικά χαρακτηριστικά των νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται και που πάντως είναι λιγότερες από αυτές που κλείνουν.

Συναφώς,

(β) Η ανάκαμψη της οικονομίας δύσκολα θα επιτευχθεί λόγω του «μείγματος πολιτικής» που χαρακτηρίζει το νέο πρόγραμμα. Γεγονός είναι ότι η συμφωνία με τους θεσμούς επιβάλλει και μάλιστα εμπροσθοβαρώς νέα «λιτότητα», δηλαδή μέτρα 3% του ΑΕΠ (αυξήσεις φόρων 1%, μείωση συντάξεων 1%, 0,25% αύξηση του ΦΠΑ κ.ά.) για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα (0,75% ΑΕΠ, 1,5% και 3,5% αντίστοιχα για 2016, 2017 και 2018). Τα φορολογικά μέτρα «αποδίδουν» αμέσως, ενώ οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται μετ’ εμποδίων και, οπωσδήποτε, αποδίδουν αργότερα. Γεγονός είναι ότι τα φορολογικά μετρα όχι μόνον επιβαρύνουν την κατανάλωση, που αντιπροσωπεύει το 70% της οικονομίας, αλλά και μπορεί να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο για επενδύσεις.

(γ) Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου θα αρχίσουν να επιδρούν αρνητικά οι σημερινές δυσμενείς διαρθρωτικές τάσεις: Η πτώση των επενδύσεων, η απαξίωση μέρους του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού λόγω μακροχρόνιας ανεργίας («υστέρησης») που μειώνει τη δυνητική ανάπτυξη και η μαζική έξοδος των νέων και περισσότερο ειδικευμένων ανθρώπων. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αριθμός των μονίμως Το Μάιο σε σχέση με τον Απρίλιο 2016 παρατηρείται οριακή αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, κατά € 278 εκατ., στα € 121,704 δισ.

(δ) Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθούν οι αβεβαιότητες που πηγάζουν από τα χρονοδιαγράμματα και τους όρους των Μνημονίων. Τυπικό παράδειγμα ο Αυτόματος ΜηχανισμόςΔημοσιονομικής Προσαρμογής του Προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης. Θα ενεργοποιείται την Άνοιξη κάθε έτους με βάση έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και πρότασή τουγια σχετικό ΠΔ για τυχόν απόκλιση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού από τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του προηγούμενου έτους. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι δεν θα χρειασθεί να τον εφαρμόσει, όμως μπορεί να αναγκασθεί να τον ενεργοποιήσει, πράγμα που θα υπέσκαπτε τις προοπτικές σταθερής ανάκαμψης. Και μπορεί να αναγκασθεί να το κάνει αν σημειωθούν υστερήσεις στα φορολογικά έσοδα (λόγω υψηλών φόρων). Εκτός τούτου, ακόμα και μόνη της η προοπτική ενεργοποίησής του θα επενεργεί αποτρεπτικά σε κατανάλωση και δευτερογενώς σε επενδύσεις! Βέβαια, σε περίπτωση απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα, να προλάβει περικοπές στις δαπάνες που προβλέπει ο μηχανισμός επισπεύδοντας την εφαρμογή ορισμένων φορολογικών μέτρων που έχουν ήδη ψηφισθεί (βλ. πιο κάτω)

ή εξετάζοντας το ενδεχόμενο νέων μέτρων από το 2017. Αυτό όμως δεν θα έκανε τα πράγματα καλύτερα.Οι αβεβαιότητες αυτές οφείλονται στον υψηλό και μη ρεαλιστικό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ ως το 2018 ο οποίος μάλιστα πρέπει να επιτευχθεί μέσω βαρύτατων φορολογικών μέτρων.

(ε) Η προσαρμογή προσκρούει σε αλλεπάλληλες γραμμές άμυνας της ελληνικής πολιτικής οικονομίας. Οι πολύμορφες αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη αποφασισθεί συνεχίζονται, μερικές φορές με τεχνάσματα που δυσκολεύουν κεντρικές πολιτικές επιλογές (βλ. υπόθεση Cosco). Παρατείνουν την αβεβαιότητα και έτσι υπονομεύουν το ευνοϊκό κλίμα που πηγαίνει να δημιουργηθεί με τη συμφωνία του Ιουνίου.

(στ) Η έκβαση του δημοψηφίσματος για το Brexit προκαλεί νέες αβεβαιότητες για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και απρόβλεπτες εξελίξεις στην ΕΕ. Οι διακυμάνσεις της στερλίνας δημιουργούν προβλήματα στις ελληνικές τουριστικές υπηρεσίες για τους Βρετανούς, καθώς και σε ορισμένες κατηγορίες Ελληνικών εξαγωγών προς το ΗΒ και τροφοδοτoύν την τάση αποφυγής ρίσκου από τους επενδυτές ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα. Εάν δεν ηρεμήσουν οι αγορές, οι τάσεις αποφυγής ρίσκου θα ενταθούν και αυτό ίσως δυσκολέψει την πλήρη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων. Όμως, οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της αναταραχής στις αγορές και από τις αντιδράσεις κυβερνήσεων και νομισματικών αρχών. Εκτός τούτων, θα δρομολογηθούν πιθανόν αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ΕΕ και της Ευρωζώνης, τις οποίες αδυνατούμε τώρα να προβλέψουμε».

Χρήστος μπόκας, Κωστής Πλάντζος
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ