«Θα συνεχίσω τις ανασκαφές με την πιο μεγάλη θέρμη στο Ναό της Αθηνάς και θα συνεχίσω να πριονίζω τα ανάγλυφα» έγραφε στην αλληλογραφία του με τον Ελγιν ο βοηθός του.
«Είναι μία εργασία που απαιτεί χρόνο- Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να έχουμε το σύνολο της Πανδρόσου εγώ δεν απελπίζομαι για μία από τις Καρυάτιδες».
Ο κόσμος, που είχε κατακλύσει το αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης για το διήμερο διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Τα γλυπτά του Παρθενώνος: 200 χρόνια από την ιδιοποίησή τους από το Βρετανικό Μουσείο» (διοργάνωση του «Συλλόγου των Αθηναίων»), άκουγε με κομμένη ανάσα.
Το παραπάνω απόσπασμα (με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1802) από τις επιστολές που έστειλε στον εργοδότη του Έλγιν ο Ιταλός ζωγράφος Τζοβάνι Μπατίτσα Λουζιέρι, ο άνθρωπος που συνέβαλε καταλυτικά στην άνευ προηγουμένου βίαιη απόσπαση των Γλυπτών του Παρθενώνα -και όχι μόνο-, ήταν μέρος όσων ανέφερε στην ανακοίνωσή της η Τατιάνα Πούλου, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, που ερεύνησε το αδημοσίευτο σήμερα Αρχείο Έλγιν.
Όσα ακόμα ακούστηκαν, ίσως για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό από τότε που γράφτηκαν, προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον, αλλά και αποτροπιασμό:
«Ελπίζω να μην μου δημιουργήσουν καμία δυσκολία για να συνεχίσω την ανασκαφή στο Ναό της Αθηνάς και να μπορέσω να πάρω στην κατοχή μου όλα τα τμήματα γλυπτών που θα βρω.
Ο κύριος Χάντ έγραψε στην Εξοχότητά σας για λογαριασμό μου να προσκομίσετε στην Αθήνα μία δωδεκάδα πριόνια για μάρμαρο, διαφόρων μεγεθών το συντομότερο δυνατό. Μου χρειάζονται τρία ή τέσσερα, 20 πόδια μακριά ώστε να κόψω ένα μεγάλο ανάγλυφο, το οποίο δεν μπορεί να μετακινηθεί, χωρίς να μειώσουμε το βάρος του» (20 Σεπτεμβρίου 1801).
«Κάνω ό, τι μπορώ για να αυξήσω τη συλλογή σας, Μιλόρδε. Πήρα την άδεια του Δισδάρη να κατεβάσω ένα δωρικό κιονόκρανο από τον Παρθενώνα, αλλά πρέπει να το πριονίσω στα δύο, αν το άλλο είναι αρκετά μεγάλο, αυτό είναι τεράστιο. Οι πόρτες του κάστρου δεν είναι τόσο μεγάλες για να μπορέσει να περάσει» (4 Οκτωβρίου 1802).
Ο Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι είχε προσληφθεί από τον Έλγιν μαζί με άλλους καλλιτέχνες από την Ιταλία για να κάνουν εκμαγεία και να προετοιμάσουν λεπτομερή αρχιτεκτονικά σχέδια.
Τα όσα διαδραματίστηκαν τα έτη 1801-1804, με πρωταγωνιστή τον Ιταλό ζωγράφο, έγιναν μέρος μιας πολύ σημαντικής ανακοίνωσης που κέρδισε τις εντυπώσεις.
Εξίσου ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι υπόλοιπες ομιλίες, όπως αυτή της Μαρίας Ιωαννίδου, πολιτικού μηχανικού και επίτιμης διευθύντριας της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως (ΥΣΜΑ), η οποία αναφέρθηκε σε ένα θέμα που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό: Στα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων της Ακρόπολης (Παρθενώνα, Ερέχθειο, Αθηνά Νίκη), που επίσης λεηλατήθηκαν από τον Έλγιν την περίοδο 1801- 1804 και σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
«Οι αναστηλώσεις των μνημείων από την Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) αποτέλεσαν ιδανική χρονική συγκυρία για την επιστροφή και επαναφορά στα μνημεία των αυθεντικών μελών.
Ήταν μια ευκαιρία η οποία δυστυχώς παρέμεινε ανεκμετάλλευτη», ανέφερε η κ. Ιωαννίδου, συμπληρώνοντας ότι παρά τις κατά εποχές προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, το αίτημα επιστροφής των αρχιτεκτονικών μελών των μνημείων δεν είχε θετική ανταπόκριση.
«Ίσως επειδή συνδεόταν από βρετανικής πλευράς με τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα: Ενδεχομένως η υποχώρηση στα αρχιτεκτονικά μέλη θα οδηγούσε σε ανάλογη υποχώρηση στα γλυπτά. Ωστόσο, η τοποθέτηση των αντιγράφων τους στις θέσεις των αυθεντικών μελών -όπου αυτό έχει γίνει- δεν αποτελεί οριστική αποδοχή της παραμονής τους στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς το θέμα παραμένει ανοικτό και επίκαιρο», σημείωσε η ομιλήτρια.