19 Οκτωβρίου 2016

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για φόρους και διαπραγμάτευση

Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα για την επίτευξη του στόχου ως προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ σύμφωνα με το τρέχον Πρόγραμμα.

Αυτή είναι η εκτίμηση του Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σε έκθεσή του επί του Προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού 2017.

Επιπροσθέτως, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι με το υπάρχον προσχέδιο συνεχίζεται η έντονα προκυκλική οικονομική πολιτική (αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε περιβάλλον ύφεσης) που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια της κρίσης δυσχεραίνοντας έτσι τις προοπτικές επίτευξης θετικών ρυθμών ανάπτυξης.

Έκθεση επί του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού 2017

Η έκθεση που υπογράφεται από του πανεπιστημιακούς καθηγητές κ.κ. Παναγιώτη Λιαργκόβα, Πάνο Καζάκο, Σπύρο Λαπατσιώρα, Ναπολέοντα Μαραβέγια και Μιχάλη Ρηγίνο, αναφέρει πως κρίσιμες προβλέψεις του προσχεδίου Προϋπολογισμού όπως π.χ. για τους ρυθμούς μεγέθυνσης, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λύση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και τις δομικές αλλαγές, είναι «συζητήσιμες».

Αναφερόμενο στις προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% που θα προέλθει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,8), τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (9,1) και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (5,3%), το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι αυτές «μπορούν χαρακτηριστούν αρκετά αισιόδοξες. Η προσέγγισή τους θα γίνει υπό προϋποθέσεις. Επίσης, όπως επισημαίνει το ίδιο το Προσχέδιο, υπάρχουν κίνδυνοι –εσωτερικοί και εξωτερικοί- που απειλούν την πραγματοποίησή τους».

«Με δεδομένη την εφαρμογή επιπλέον μέτρων από 1/1/2017, (αυξήσεις σε έμμεσους φόρους, περιορισμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών κ.α.), η προβλεπόμενη αύξηση της Ιδιωτικής Κατανάλωσης κατά 1,8% κρίνεται επίσης αρκετά αισιόδοξη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το χαμηλό επίπεδο της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος», συνεχίζει η έκθεση.

Η προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 9,1% «μπορεί να θεωρηθεί εφικτή λόγω της χαμηλής βάσης του 2016 και εφόσον γίνει ορθή χρήση των ευρωπαϊκών «εργαλείων» (ΕΣΠΑ, Πακέτο «Γιούνκερ κ.α.), ολοκληρωθούν σημαντικές αποκρατικοποιήσεις στις υποδομές που συνδέονται με νέες επενδύσεις, αποδώσει ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος κ.ά», σημειώνεται. «Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να καταβληθούν σημαντικές περαιτέρω προσπάθειες για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος -πραγματικά- φιλικού για τις επιχειρήσεις, με παρεμβάσεις για μείωση της γραφειοκρατίας (π.χ. νέο πλαίσιο αδειοδότησης), την εξασφάλιση συνέχειας στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, τη δυνατότητα χρηματοδότησης, καθώς τα τελευταία στοιχεία για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά», προσθέτει το Γραφείο της Βουλής.

«Τέλος, ο εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας κρίνεται αναγκαίο να στηριχθεί, κυρίως μέσω μέτρων για τη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις επιστροφές φόρων. Η σημαντική ανάκαμψη των εξαγωγών προϋποθέτει ακόμα, μια εξαιρετικά καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, προκειμένου να ξεπεράσουν τη σημαντική μείωσή τους το τρέχον έτος».

Το ΓΠΚΒ αναφέρει και τους όρους που πρέπει να εκπληρωθούν για να επιτευχθούν οι αισιόδοξοι στόχοι για το 2017:

«Συνολικά, η πραγματοποίηση των αισιόδοξων στόχων για ανάκαμψη το 2017 προϋποθέτει πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος, αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έγκαιρη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου (χωρίς τη μαζική δημιουργία νέων), κυβερνητική σταθερότητα και κοινωνική ομαλότητα. Αυτή η εσωτερική διαδικασία προσαρμογής θα πρέπει λογικά να υποστηριχθεί με μέτρα για την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους και κατόπιν συμμετοχή στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της Ε.Κ.Τ. Στην περίπτωση αυτή, θα υπάρξει ταχεία άρση της αβεβαιότητας, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Αν όλες αυτές οι προϋποθέσεις συντρέξουν, είναι πιθανό οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσουν ακόμα και αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις, όπως προβλέπει π.χ. το Δ.Ν.Τ».

Κρίσιμο ζήτημα η διατηρησιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων

«Ένα εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι και η διατηρησιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων, αν δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου. Τα στοιχεία πάντως αναδεικνύουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Συγκεκριμένα, μόνο το Μεξικό φαίνεται να έχει καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ για -τουλάχιστον- μια δεκαετία (1983 – 1992), ενώ μεγαλύτερο του 3% κατέστη εφικτό στο Βέλγιο (1994 – 2004) και στη Φινλανδία 1975 – 1990). Επίσης, από τις διεθνείς συγκρίσεις προκύπτει ότι οι μεγάλης έκτασης δημοσιονομικές προσαρμογές ανατρέπονται εύκολα και γρήγορα. Τότε, τα πρωτογενή πλεονάσματα μετατρέπονται σε πρωτογενή ελλείμματα, ειδικά αν το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει το 3,5% του ΑΕΠ».